ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η Οκτωβριανή Επανάσταση προέκυψε ως συνέπεια συσσώρευσης εκρηκτικών κοινωνικών αντιθέσεων στην τσαρική Ρωσία, οξυμένων στο έπακρο από τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, σε μια συγκυρία όπου καμία πολιτική δύναμη, συμπεριλαμβανομένων και των αριστερών (εσέρων και μενσεβίκων), που υποστήριζε ή αποδεχόταν τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης δεν ήταν σε θέση να τις λύσει.
Η νίκη της επανάστασης, μετά από ένα αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, και η επακόλουθη δημιουργία της ΕΣΣΔ αποτέλεσαν μείζονα υπαρξιακή απειλή για το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, για όλες τις δυνάμεις της ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Μπορούμε να πούμε ότι θεμελιώδες γνώρισμα του σοβιετικού σοσιαλισμού (και εν γένει του σοσιαλισμού του 20ου αιώνα) είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με τη μορφή της κρατικοποίησής τους.
Υπό καθεστώς κοινωνικής-κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και σχεδιοποιημένης διεύθυνσής τους η ΕΣΣΔ σημείωσε μεγάλη οικονομική πρόοδο και αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαών της.
Η σοβιετική κοινωνία, εκκινώντας από συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, μπόρεσε να πραγματοποιήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα κρίσιμο τεχνολογικό και πολιτισμικό άλμα, το οποίο της έδωσε τη δυνατότητα να νικήσει τις δυνάμεις του ναζισμού στο φονικότερο πόλεμο της ιστορίας. Τεράστιας σημασίας ήταν οι κοινωνικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην ΕΣΣΔ. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι εργαζόμενοι, ως φορείς εργατικής δύναμης, έπαψαν να αποτελούν εμπόρευμα, δεδομένου ότι κατοχυρώθηκε για όλους το δικαίωμα στην εργασία και επετεύχθη η πλήρης απασχόληση του πληθυσμού. Επιπροσθέτως, η πρόσβαση στα πλέον σημαντικά καταναλωτικά αγαθά (βασικά τρόφιμα) και υπηρεσίες (υγείας, εκπαίδευσης, αναψυχής, στέγης, κοινής ωφέλειας, συγκοινωνίας) ήταν κατοχυρωμένη από την κοινωνία, είτε δωρεάν, είτε σε χαμηλές έως συμβολικές τιμές, βάσει της σημασίας τους για την ικανοποίηση των θεμελιωδών ανθρώπινων αναγκών.
Οι σημαντικές επιτυχίες στους τομείς της περίθαλψης, της επιστήμης, της εκπαίδευσης και της πολιτισμικής ανάπτυξης κατέστησαν την ΕΣΣΔ συγκρίσιμη με τις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες του πλανήτη.
Δεδομένων των κοινωνικών επιτευγμάτων του σοβιετικού καθεστώτος μπορούμε να πούμε ότι στην περίπτωσή  του η ανθρωπότητα ανίχνευσε τις πραγματικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας στις υλικές συνθήκες του 20ου αιώνα.
Ωστόσο αυτές οι δυνατότητες είχαν ορισμένους κρίσιμους περιορισμούς, κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη όταν επιχειρείται η ερμηνεία της ιστορικής πορείας και τελικής ήττας της πρώτης σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Το σοβιετικό καθεστώς διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σε σκληρή, παρατεταμένη αντιπαράθεση με τους ταξικούς αντιπάλους του στο εσωτερικό και με τις κατά πολύ πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο εξωτερικό. Σε αυτή την αντιπαράθεση ήταν αναπόφευκτα υποχρεωμένο να ασκεί βία, αναπτύσσοντας μηχανισμούς καταστολής. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η βία που ασκούσε το σοβιετικό καθεστώς ήταν αντίστοιχη της δύναμης των αντιπάλων του και της απειλής που αυτοί αντιπροσώπευαν για την επιβίωσή του. Ήταν απότοκη της δικής του αστάθειας και της αδυναμίας του στις συνθήκες του 20ου αιώνα να καταστήσει τις νέες κοινωνικές σχέσεις μη αναστρέψιμες. Ωστόσο η βία της επανάστασης στράφηκε και εναντίον αρκετών πρωταγωνιστών της. Αυτή η ιδιαιτέρως δραματική διάσταση της σοβιετικής ιστορίας συναντάται σε όλες τις πραγματικά μεγάλες επαναστάσεις, αποτελώντας ιδιότυπο νόμο τους. Πρόκειται θα λέγαμε για το νόμο των ορίων της επανάστασης.
Κάθε πραγματικά μεγάλη επανάσταση η οποία δημιουργεί μια ριζικά νέα κοινωνία αντιμετωπίζει μετά τη νίκη της μια πολύ διαφορετική κατάσταση από αυτή που προηγείται της καθεστωτικής ανατροπής. Γιατί, ενώ συνήθως για την αμφισβήτηση του παλιού καθεστώτος αρκούν ένας τελικός στόχος που παραπέμπει σε μια νέα κοινωνία (ο οποίος αναπόφευκτα είναι γενικός και ασαφής) καθώς και συγκεκριμένα αιτήματα που ικανοποιούν άμεσες ανάγκες του πληθυσμού, η δρομολόγηση της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας απαιτεί σαφείς ενδιάμεσους στόχους, προσαρμοσμένους στις συγκεκριμένες συνθήκες και δυνατότητες όπου λαμβάνουν χώρα οι επαναστατικές αλλαγές. Τότε ανακύπτει το ζήτημα των ορίων της επανάστασης, των αντικειμενικών και αναπόδραστων περιορισμών της, η συνειδητοποίηση των οποίων είναι αναγκαία για τη συγκρότηση των απαιτούμενων επιμέρους στόχων της μετασχηματιστικής δράσης. Χωρίς αυτή τη συνειδητοποίηση η επανάσταση δεν μπορεί να έχει μέλλον.
Ο Λένιν αναφέρθηκε με μεγάλη οξυδέρκεια στο κρίσιμο ζήτημα της προσαρμογής του έργου των επαναστατών στις συγκεκριμένες συνθήκες της δράσης τους:
«Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες φορές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχιζαν να γράφουν την ‘επανάσταση’ με κεφαλαίο γράμμα, να εξαίρουν την ‘επανάσταση’ σαν κάτι το σχεδόν θεϊκό, να χάνουν τα μυαλά τους, να χάνουν την ικανότητα να σκέπτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, μέσα σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να περνούν στη μεταρρυθμιστική δράση. Πραγματικοί επαναστάτες θα χαθούν […] μόνο στην περίπτωση που θα χάσουν τη νηφαλιότητά τους και θα τους περάσει από το μυαλό, ότι τάχα ‘η μεγάλη, η νικηφόρα, η παγκόσμια’ επανάσταση μπορεί και πρέπει υποχρεωτικά να λύσει με επαναστατικό τρόπο τα κάθε λογής προβλήματα μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες και σε όλους τους τομείς της δράσης – και στην περίπτωση αυτή θα χαθούν ασφαλώς».1
Η συνειδητοποίηση των ορίων της επανάστασης συνάπτεται με αναγκαίες υποχωρήσεις και ελιγμούς, με διαρκείς προσαρμογές του τελικού-στρατηγικού στόχου στις αντικειμενικές δυνατότητες αλλαγής της κοινωνίας.
Όμως σε συνθήκες επαναστατικής διαδικασίας κατά την οποία με βίαιο τρόπο και διαμέσου σφοδρών ταξικών συγκρούσεων οι δυνάμεις της επανάστασης αλλάζουν την κοινωνία, η αναγνώριση ορίων και η τροποποίηση των στόχων είναι πάντα κάτι εξαιρετικά δύσκολο κι επώδυνο, συνυφασμένο με αναπόφευκτες διασπάσεις και συγκρούσεις εντός του στρατοπέδου της επανάστασης, μεταξύ των ηγετών και πρωταγωνιστών της. Οι συγκρούσεις αυτές δεν μπορεί να μην κατατείνουν σε βίαιη λύση, δεδομένου ότι η δύναμη και η βία είναι η γλώσσα της επανάστασης (οι επαναστάσεις συμβαίνουν ακριβώς επειδή χρειάζεται βία για να λυθούν οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις), αλλά και επειδή η αναγνώριση ορίων προώθησης της επανάστασης σχοινοβατεί αναπόφευκτα μεταξύ υποχωρήσεων αναγκαίων για τη σωτηρία της και υποχωρήσεων που οδηγούν στην ήττα της.
Θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει μεγάλη επανάσταση (και η Οκτωβριανή ήταν η μεγαλύτερη και συγκλονιστικότερη της ιστορίας) που να μην είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει τα όριά της, να τροποποιήσει τους στόχους της, να προβεί σε αναγκαίες υποχωρήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο. Και συνάμα δεν υπάρχει μεγάλη επανάσταση (ακριβώς ως επανάσταση που δημιουργεί μια νέα κοινωνία σε σφοδρή σύγκρουση με την παλιά) που να μην κινδυνεύει εξαιρετικά από τα λάθη της, από την πέραν ορισμένου μέτρου παρέκκλιση από τον τελικό σκοπό.
Όπως έδειξε και η εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, η σφοδρότητα των αντιπαραθέσεων εντός του ίδιου του επαναστατικού στρατοπέδου οξύνεται από το γεγονός ότι στα διαφορετικά τμήματα και ηγετικές ομάδες του βρίσκουν έκφραση τα συμφέροντα και οι διαθέσεις των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που συμμετέχουν στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων κατά την εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας προκύπτουν αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.
Έτσι λοιπόν η πορεία μιας επανάστασης αναπόφευκτα ενέχει και το -κατά κανόνα- βίαιο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μεταξύ των ίδιων των επαναστατικών δυνάμεων. Γι’ αυτό και οι πρωταγωνιστές της επαναστατικής ανατροπής ενός καθεστώτος δεν είναι ποτέ ακριβώς ίδιοι με αυτούς που πρωταγωνιστούν στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας (σε διάφορες φάσεις αυτής της οικοδόμησης). Και, συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικά μεγάλη επανάσταση που να μην «τρώει τα παιδιά της», τουλάχιστον ορισμένα από αυτά.
Αναφορικά με το σοβιετικό καθεστώς χρειάζεται να έχουμε υπόψη ότι οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας εγκαθιδρύθηκαν πάνω σε υλική βάση κληρονομημένη από το παρελθόν, η οποία, στην πλέον προηγμένη εκδοχή της αφορούσε θύλακες εκμηχανισμένης παραγωγής-μεγάλης βιομηχανίας, με κυρίαρχο όμως τον τεράστιο όγκο προβιομηχανικών μέσων παραγωγής και προβιομηχανικών τύπων εργαζομένου (σε συνάρτηση με τη διατήρηση προκεφαλαιοκρατικών κοινωνιών σχέσεων).
Και πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τη μεγάλη τεχνολογική πρόοδο που σημειώθηκε, η υλική βάση της χώρας, ακόμη και στην περίπτωση της εκτενώς αναπτυγμένης μεγάλης βιομηχανίας, παρέμενε εν πολλοίς αναντίστοιχη των κομμουνιστικών σχέσεων.
Βεβαίως η εκμηχανισμένη παραγωγή αποτελεί (όπως ευθέως επεσήμαναν οι θεμελιωτές του μαρξισμού) εκείνο το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων το οποίο καθιστά εφικτή την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και τη σχεδιοποιημένη διεύθυνσή τους.
Ας μη μας διαφεύγει όμως ότι ακόμη και σε αυτό το επίπεδο διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας, η αντίθεση μεταξύ διανοητικής, διοικητικής, δημιουργικής, ευχάριστης και χειρωνακτικής, εκτελεστικής, κοπιώδους, μονότονης, ανθυγιεινής εργασίας.
Στην ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της μεγάλο μέρος των εργαζομένων αποτελούσαν χειρώνακτες-άμεσοι παραγωγοί, χειριστές χειροκίνητων εργαλείων ή υπηρέτες της λειτουργίας των μηχανών. Επρόκειτο, στην πλειονότητά τους, για φορείς στοιχειωδών γνώσεων, περιορισμένης τεχνικής ειδίκευσης, οι οποίοι  μπορούσαν να αντιλαμβάνονται και να ελέγχουν μερικώς μόνο τις άμεσες  συνθήκες της εργασίας τους, ενώ  στερούνταν  την ικανότητα σφαιρικής γνώσης και ελέγχου των ευρύτερων παραγωγικών διαδικασιών.
Σε συνθήκες όμως εκτενούς αντικατάστασης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων από σχέσεις σχεδιομετρικής οργάνωσης της οικονομίας, οι οποίες απαιτούσαν διευθυντικό έργο υψηλής ειδίκευσης, θεμελιωμένο στην κατανόηση τεχνολογικών-παραγωγικών διαδικασιών μεγάλης κλίμακας, η πληθώρα των χειρωνακτών εργαζομένων-άμεσων παραγωγών απείχε παρασάγγες από τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης του έργου αυτού. Στις δεδομένες συνθήκες κομβικό ρόλο στη διεύθυνση της οικονομίας έπαιζε αναπόφευκτα ένας ξεχωριστός από τους άμεσους παραγωγούς διοικητικός μηχανισμός, αποτελούμενος από ειδικούς.
Σε όλη την ιστορία της ΕΣΣΔ η διάσταση μεταξύ του διαρκώς διευρυνόμενου σώματος των ειδικών (φορέων της διανοητικής-διευθυντικής εργασίας) και των χειρωνακτών-άμεσων παραγωγών δεν ήταν εφικτό να ξεπεραστεί.
Μάλιστα σε συνθήκες όπου ένα πολύ μεγάλο μέρος των χειρωνακτών εργαζομένων στη φυσική  αμεσότητά τους αποτελούσε παραγωγική δύναμη και συνεπώς το αποτέλεσμα της εργασίας, η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, εξαρτιόταν εν πολλοίς   από τις φυσικές προσπάθειές τους (από την ένταση, το ρυθμό, την επιδεξιότητα χρήσης των σωματικών τους δυνάμεων για τη λειτουργία των μέσων παραγωγής), για τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση της οικονομίας ήταν αναγκαία και η  διεύθυνση των ίδιων των χειρωνακτών εργαζόμενων.
Αυτό σήμαινε τη διατήρηση και αναπαραγωγή των σχέσεων διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο εντός της εργασίας, πράγμα που οδηγεί στην εμφάνιση του γραφειοκρατικού φαινομένου. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το φαινόμενο αυτό στην ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να καταργηθεί διαμιάς, δεδομένης της ανάγκης για μεγάλης κλίμακας σχεδιομετρική διεύθυνση του συστήματος της παραγωγής και της αδυναμίας των άμεσων παραγωγών να φέρουν σε πέρας αυτό το καθήκον, ακριβώς επειδή παρέμεναν άμεσοι παραγωγοί.
Συνάμα στη ΕΣΣΔ (όπως και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες) δεν κατέστη εφικτή η υπέρβαση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Παρά τη συρρίκνωση τους σε ορισμένες περιόδους αυτές διατηρούνταν πάντα, νόμιμα στις σχέσεις κυρίως μεταξύ του κρατικού και του συνεταιριστικού τομέα, καθώς και μεταξύ των παραγωγών και των τελικών καταναλωτών, αλλά και παράνομα στο πλαίσιο της σκιώδους οικονομίας.
Η αντιμετώπιση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, ο τρόπος και ο βαθμός αντικατάστασής τους από τις σχέσεις σχεδιομετρικής διεύθυνσης της οικονομίας αποτέλεσε ένα τεράστιο πρόβλημα για τη σοβιετική οικονομική θεωρία και πολιτική. Η μη επιτυχής επίλυσή του, είτε εξαιτίας της βεβιασμένης κατάργησης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, ακόμη και σε τομείς όπου αυτές ήταν αναπόδραστες, είτε εξαιτίας της εκτενούς αποκατάστασής τους, ακόμη και σε τομείς όπου είχε αναπτυχθεί σημαντικά ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, απέβη μοιραία για το σοσιαλιστικό εγχείρημα.
Η ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων στο πλαίσιο μιας ογκώδους σκιώδους οικονομίας, η οποία (διευκολυνόμενη και από την οικονομική πολιτική των σοβιετικών κυβερνήσεων από τη δεκαετία του 1960 και μετά) άρχισε να διεισδύει σε διάφορους τομείς της επίσημης οικονομίας, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών δυνάμεων που ανέτρεψαν τελικά το σοσιαλιστικό καθεστώς.
Ο Μαρξ, αναφερόμενος στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος, είχε αναγνωρίσει με εξαιρετική οξυδέρκεια το αναπόφευκτο μιας ιστορικής περιόδου κατά την οποία αυτή θα υφίσταται πάνω όχι στη δική της βάση, αλλά σε μια βάση που κληρονόμησε από την προηγούμενη κοινωνία, και συνεπώς «από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, [θα] είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε».2
Η ΕΣΣΔ, όπως και οι άλλες σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα, δεν μπόρεσε να υπερβεί τα «σημάδια» του ιστορικού παρελθόντος από το οποίο προέκυψε. Ούτε θα μπορούσε άλλωστε. Όσο διατηρούνται εντός του συστήματος της υλικής παραγωγής μορφές εργασίας (κοπιώδους, μονότονης, ανθυγιεινής) που αποτελούν άχθος για τους εργαζόμενους και όσο επίσης το προοριζόμενο για κατανάλωση κοινωνικό προϊόν δεν επαρκεί για τη βέλτιστη από ποσοτική και ποιοτική σκοπιά ικανοποίηση των αναγκών θα διατηρείται για τμήματα του κόσμου της εργασίας και η σχετική διάσταση μεταξύ ατομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Θα διατηρούνται εντός της σοσιαλιστικής κοινωνίας και συμπεριφορές (κομφορμισμός, καταναλωτισμός, καριερισμός, ηθική διπροσωπία, νεποτισμός) που απάδουν προς τους στρατηγικούς της στόχους, για τον έλεγχο των οποίων, προκειμένου να μην αποκτήσουν ανοικτά αντεπαναστατική δυναμική, θα είναι αναγκαία και πολιτικά-κατασταλτικά μέσα. Συνακόλουθα, θα διατηρείται και η πιθανότητα ανατροπής του σοσιαλιστικού καθεστώτος.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ιδιομορφία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών ο σοβιετικός στοχαστής Βίκτορ Βαζιούλιν τις αποκαλεί «πρώιμο σοσιαλισμό», θεωρώντας ως βασική αντίφασή τους την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας επί εισέτι αναντίστοιχης προς αυτή υλικής βάσης.3
Το σοβιετικό καθεστώς ηττήθηκε τελικά όταν οι αναπόδραστες στις συγκεκριμένες συνθήκες ιδιότυπες αντιφάσεις του έγιναν ανεξέλεγκτες, γεννώντας ένα ισχυρό εντός της οικονομίας καθώς και του κομματικού και κρατικού μηχανισμού συνασπισμό αντισοσιαλιστικών δυνάμεων, σε μια συγκυρία όπου οι δυνάμεις που το υπερασπίζονταν βρέθηκαν, όσον αφορά τη θεωρητική, ιδεολογική και πολιτική τους συγκρότηση, εντελώς απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τις πρώτες.
Ωστόσο, παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις, την αστάθεια και τελική ήττα του το σοβιετικό καθεστώς αποτέλεσε κοσμοϊστορικής σημασίας απόδειξη του εφικτού κατάργησης της κεφαλαιοκρατίας και έναρξης της οικοδόμησης σχέσεων αλληλεγγύης και συντροφικότητας μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο προκαλεί το μίσος των δυνάμεων που υπηρετούν την εξουσία του κεφαλαίου, από τη φασιστική έως τη φιλελεύθερη δεξιά, συμπεριλαμβανομένης και της αντικομμουνιστικής νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Ο κόσμος του κεφαλαίου συνεχίζει τη σφοδρή πολεμική εναντίον της σοβιετικής κληρονομιάς ακριβώς για το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτέλεσε εναλλακτικό κοινωνικό σύστημα ειδοποιό γνώρισμα του οποίου ήταν η ικανοποίηση των μαζικών αναγκών των εργαζομένων. Ως τέτοιο ενέπνευσε αισιοδοξία και φώτισε συγκλονιστικούς αγώνες των ανθρώπων του μόχθου με στόχο τη χειραφέτησή τους.
Η τεράστια οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική καταστροφή που επέφερε στους λαούς της ΕΣΣΔ η  παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας  καταμαρτυρεί το γεγονός ότι μόνο σε συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής θα μπορούσαν να διατηρήσουν και να βελτιώσουν περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης που επέτυχαν.
Ο δρόμος προς την κοινωνία της συντροφικότητας και αλληλεγγύης χαράχτηκε για πρώτη φορά στην πράξη από το εγχείρημα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η επανένωση της ταξικά διαιρημένης ανθρωπότητας άρχισε από ιδεατό σχέδιο να γίνεται ιστορική εμπειρία. Κι αυτό αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για ένα νικηφόρο μέλλον των αγώνων την παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Σημειώσεις
1.Β.Ι. Λένιν, «Η σημασία του χρυσού τώρα και ύστερα από την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», στο: Β.Ι Λένιν, Άπαντα, τ.44, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, σ.223.
2.Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σ. 21.
3.Β.Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 400.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις