Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ – ΈΝΑ ″ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ″ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Γ. ΙΜΒΡΙΩΤΗ (1961)

Στις 5 του Νοέμβρη 1979 έφυγε από τη ζωή ο καθηγητής Γιάννης Ιμβριώτης, ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές διανοητές στην Ελλάδα, πρωτεργάτης της ίδρυσης του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (ΚΜΕ), σύζυγος της μεγάλης παιδαγωγού Ρόζας Ιμβριώτη.
Ο Γ. Ιμβριώτης γεννήθηκε το 1897 στο Αϊβαλί. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1937 εκλέχτηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ. Το 1947 απολύεται από το Πανεπιστήμιο και εξορίζεται πρώτα στη Μακρόνησο και μετά στον Αη Στράτη. Το 1951 και ενώ ήταν εξόριστος εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ. Το 1967 η χούντα των συνταγματαρχών τον εκτοπίζει στη Λέρο. Από το 1974 μέχρι το θάνατό του πρόσφερε όλες τις δυνάμεις του από τις γραμμές του ΚΚΕ. Το 1975 πρωτοστατεί στην ίδρυση του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (ΚΜΕ) και εκλέγεται πρώτος πρόεδρός του.
Το άρθρο του Γ. Ιμβριώτη δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1961 (αρ. τ. 82), «όταν η άρχουσα τάξη της χώρας πανηγύριζε για τη σύνδεση της χώρας με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι υπόσχονταν στον ελληνικό λαό τη «Γη της Επαγγελίας», και περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Γιάννη Ιμβριώτη, Ιδεολογικά Θέματα” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981), μια έκδοση – αφιέρωμα στη μνήμη του που επιμελήθηκε το ΚΜΕ, με επιλογή άρθρων του Γ. Ιμβριώτη.
Τριάντα έξι χρόνια αργότερα το άρθρο δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στον Ριζοσπάστη, στα πλαίσια  δεκαήμερης καμπάνιας του ΚΚΕ κατά του Μάαστριχτ, «όχι μόνο γιατί μετά από 36 χρόνια οι βασικές εκτιμήσεις και προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν, ή επιβεβαιώνονται πανηγυρικά, αλλά και γιατί αποδεικνύεται η συνέπεια, με την οποία το ΚΚΕ στάθηκε απ’ την αρχή απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Στο εισαγωγικό της εφημερίδας, σημειώνεται χαρακτηριστικά για το άρθρο του Γ. Ιμβριώτη:
«Λόγια προφητικά; Όχι. Εκτιμήσεις που βασίζονται στη μαρξιστική επιστημονική ανάλυση της πραγματικότητας, του πραγματικού χαρακτήρα των εξελίξεων, με την επένδυση όμως ενός οξυδερκούς πνεύματος, του κομμουνιστή καθηγητή Γιάννη Ιμβριώτη».
Η ιδεολογική προπαγάνδα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς
Γιάννης Ιμβριώτης (1897-1979)
Μεγάλη αναταραχή έφερε η σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Σφοδρή συζήτηση ξέσπασε ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους αντίμαχους πολιτικούς, οικονομολόγους, διανοουμένους. Η σύνδεση αυτή γεννά μια πολύπλοκη προβληματική. Σύμφωνα με τους οπαδούς δημιουργεί μια βαθειά τομή στη νεοελληνική ιστορία, είναι το πιο βαρυσήμαντο περιστατικό μετά τη συνθήκη της Λωζάννης. Τότε η Ελλάδα άφησε τους ωραίους οραματισμούς της για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά, για την Κόκκινη Μηλιά και συγκεντρώθηκε στον εαυτό της. Μα τώρα ήρθε η μοναδική στιγμή να σπάσει τα στενά πλαίσια της μικρόχαρης ζωής της και να ορμήσει πέρα απ’ αυτά σ’ έναν απλόχωρο υλικά και πνευματικά ευρωπαϊκό χώρο, όπου θα μπορέσει να δημιουργήσει και να γνωρίσει μια πρωτόφαντη αλκή. Τώρα κάνει ένα καταπληκτικό άλμα προς τα εμπρός μέσα στην ιστορική της ανάπτυξη.
Μα από το άλλο μέρος οι αντίμαχοι προβάλλουν ολωσδιόλου μιαν αντίθετη, μια ζοφερή εικόνα. Η Ελλάδα με τη σύνδεση μπαίνει σε αφάνταστους κινδύνους, γίνεται σωστή αποικία που θα την αγκαλιάσει θανάσιμα ο μονοπωλιακός ιμπεριαλισμός για να ρουφήξει όλη την ικμάδα της. Κι όχι μόνο η φτωχή της οικονομία θα καταστραφεί μα κι η εθνική της υπόσταση θα κινδυνέψει κι η πνευματική της οντότητα θα δηλητηριαστεί από φθαρτικά ιδεολογικά κηρύγματα που υπνωτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων και τις κάνουν ράθυμες και βολικές για κάθε υποταγή.
Σήμερα η συζήτηση έχει προχωρήσει τόσο πολύ, έχουν γραφεί τόσες μελέτες και άρθρα, ώστε μπορεί κανείς, ακόμα κι ο μη ειδικός, να μορφώσει μιαν αντικειμενική γνώμη. Η προσεχτική αμερόληπτη μελέτη δίχως άλλο πρέπει να πείσει πως η οικονομική αυτή κοινότητα δεν είναι άλλο παρά ένα όργανο των μεγάλων μονοπωλίων, που αποβλέπει στα συμφέροντά τους και που υπηρετεί ορισμένους πολιτικούς σκοπούς. Οι ειδικοί αντίμαχοι μας παρουσιάζουν ανάγλυφο όλο το σύνθετο χαρακτήρα της. Τούτοι ανήκουν σε διαφορετικά και σε ριζικά αντίθετα στρατόπεδα και δεν μπορεί κανείς να πει πως ο ομογνωμία τους υπαγορεύεται από μια και μόνη ίδια ιδεολογία. Και τώρα εδώ δεν πρόκειται ν’ αναπτύξουμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες το χαρακτήρα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς, όπως μας τον ιστορούν τα ειδικά οικονομολογικά άρθρα, είναι όμως ανάγκη να τον δώσουμε σε μια συμπυκνωμένη σκιαγράφηση που θα μας χρησιμέψει σαν βάση για την παραπέρα συζήτηση.
Ιδού το τεράστιο συγκρότημα της Δυτικής Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας, Βελγίου και Λουξεμβούργου, που προβάλλει σαν μια Ευρώπη οικονομικά, τώρα στην αρχή, κι αργότερα πολιτικά ενωμένη και που μαζί της δένεται η υπανάπτυκτη Ελλάδα. Σε τέτοιους σχηματισμούς οι καθυστερημένοι όλο και πιο πολύ χειροτερεύουν τη μοίρα τους κι όλο και πιο πολύ γίνονται τυφλά ενεργούμενα των πλουσίων εταίρων. Και το χειρότερο, η Ελλάδα δεν μπαίνει στο συνεταιρισμό ούτε καν σαν ισότιμο μέλος, έστω και στο χαρτί, παρά έχει μειωμένα δικαιώματα, δε διαθέτει ψήφο κι είναι υποχρεωμένη να εκτελεί κάθε απόφαση των μεγάλων. Ας αντικρύσουμε κατάματα τη ζοφερή εικόνα που χαράζεται και προβάλλει μέσα σ’ αυτή την κατάσταση. Η ελληνική βιομηχανία, χωρίς τους προστατευτικούς απέναντι των άλλων εταίρων δασμούς που καταργούνται σύμφωνα με τη συμφωνία σταδιακά μέσα σε είκοσι δύο χρόνια, χτυπιέται θανάσιμα, γιατί ποτέ δεν μπορεί να φτάσει σ’ ένα τόσο χρονικό διάστημα τις άλλες τις ξένες τις τόσο προχωρημένες και ν’ ανταγωνιστεί μαζί τους. Τα βιομηχανικά είδη των άλλων μελών της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς σαν φθηνότερα και καλύτερα θα πλημμυρίσουν τον τόπο. Και κάθε ελπίδα για την εκβιομηχάνισή του χάνεται ολότελα. Η Ελλάδα παραδίνεται στη βουλιμία του ξένου κεφαλαίου, γίνεται αποικιακή χώρα που θα διαθέτει πρώτες ύλες και φθηνό εργατικό δυναμικό. Τα ξένα μονοπώλια και προπάντων τα γερμανικά, που χάρη και σε ιδιαίτερες ακόμα ελληνογερμανικές συμφωνίες αποχτούν προνόμια, θα δράσουν εδώ με ποικίλες βιομηχανικές κ’ εμπορικές μορφές. Το αποτέλεσμα θα είναι να κλείσουν τα ελληνικά εργοστάσια, ακόμα και τα καταστήματα. Όλος ο εργαζόμενος λαός – εκτός από μια ολιγαρχική μειοψηφία που θα συνεργάζεται με τους ξένους – θ’ απαθλιώνεται ολοένα. Η ανεργία, η υποαπασχόληση θα ταχύνουν το ρυθμό στη μετανάστευση, θα της δώσουν τη μορφή πανικού φυγής. Η ελληνική νεολαία θα σκορπιστεί σ’ όλο το χώρο της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς, όπου θα προσφέρει φθηνή εργασιακή δύναμη. Ό,τι είχε σκεφθεί ο Χίτλερ, ό,τι είχαν θελήσει τα αμερικανικά και τα άλλα μονοπώλια, δηλαδή να εμποδίσουν κάθε βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας, ώστε αυτή να καταναλώνει μόνο τη δική τους παραγωγή, τώρα κατορθώνεται με τη δική μας τη συνεργασία. Κι ακόμα μας κλείνουν κι από τον έξω κόσμο. Οι τελωνειακοί φραγμοί που υποχρεωτικά διατηρούμε απέναντι των άλλων, των τρίτων, όπως λχ. των σοσιαλιστικών χωρών, γίνονται πελώρια εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές μαζί τους.
Πολύμορφη ενίσχυση της εξάρτησης
Όλοι αυτοί οι ασφυκτικοί περιορισμοί μάς φέρνουν στην οικονομική εξάρτηση από το μονοπωλιακό ιμπεριαλισμό. Κι αυτή η υποδούλωσε δεν μπορεί παρά να συμπληρώνεται κι από την πολιτική. Τα μονοπώλια γίνονται ο μοναδικός αφέντης του τόπου. Αυτά θα διορίζουν την κυβέρνηση που θα τους αρέσει. Αυτά θα υπαγορεύουν τα κατασταλτικά κρατικά μέτρα ενάντια σε κάθε διαφωνία, σε κάθε διαμαρτυρία του λαού. Η επίσημη βία θα φτάσει στο κατακόρυφο. Θα χτυπηθεί κάθε συνδικαλιστική ελευθερία, κάθε δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη, γενικά κάθε δημοκρατικός θεσμός.
Κι ακόμα θα μεγαλώσουν κι οι εξωτερικοί κίνδυνοι. Η Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά δεν είναι ένα συγκρότημα μόνο οικονομικό, αλλά συνάμα και πολιτικό. Ο στρατιωτικός μηχανισμός του ΝΑΤΟ συμπληρώνεται και δυναμώνει με το οικονομικό και το πολιτικό στοιχείο. Η Ελλάδα σαν άβουλο πιόνι υποχρεώνεται ν’ ακολουθεί τον ιμπεριαλιστικό σχηματισμό σε κάθε πρόκλησή του, σε κάθε απειλή του που μπορεί ν’ ανάψει την παγκόσμια πυρκαϊά.
Μα δεν είναι μόνο η τωρινή συγκρότηση και διάρθρωση της ΚΕΑ που μας δείχνουν ανάγλυφο το χαρακτήρα της, παρά κι η γενεαλογία της μαρτυρεί την αληθινή της ουσία, την ιμπεριαλιστική καταγωγή της. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός κατόρθωσε στα τελευταία χρόνια, εκτός από το στρατιωτικό ΝΑΤΟ, να ιδρύσει με τη σειρά τον “Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνεργασίας”, την “Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών”, την “Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβα”, την “Κοινοπραξία Ατομικής Ενέργειας” και τέλος με τη Σύμβαση της Ρώμης (1957) και το επιστέγασμα, την “Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα” ή Αγορά. Με την πρώτη ματιά φαίνεται σαν ν’ απουσιάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μα η απουσία τους είναι ολωσδιόλου φαινομενική. Αυτές έχουν ευνοήσει κι ευλογήσει την ίδρυση του σχηματισμού και τα μονοπώλιά τους έχουν απλώσει βαθιά τα παρακλάδια τους σ’ όλες τις χώρες του, δηλαδή έχουν δημιουργήσει παραρτήματά τους και μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατορθώνουν να βάνουν τη σφραγίδα τους σ’ όλη την οικονομική και την πολιτική ζωής της “Μικρής Ευρώπης”.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα προβάλλει σαν φυσικός καρπός απ’ όλη την ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που σπρώχνει στη δημιουργία πλατύτερων αγορών για κατανάλωση, για εξεύρεση πρώτων υλών, όπως και για κάθε λογής εκμεταλλευτική επένδυση με προνομιακούς όρους. Κι η ανάγκη γίνεται τόσο πιο επιταχτική, όσο αυτός συναντά εμπόδια που έλειπαν πρωτύτερα, δηλαδή την εμφάνιση του σοσιαλισμού σε αρκετές χώρες και τα ελεύθερα εθνικά κινήματα που συγκλόνισαν την αποικιοκρατία του.
“Από γενετής”, λοιπόν, η “Μικρή Ευρώπη” πλαισιωμένη από το ΝΑΤΟ είναι τεράστια στρατιωτική, οικονομική και πολιτική δύναμη που ορθώνεται ενάντια στο σοσιαλιστικό κόσμο. Η ρεβανσιστική Δυτική Γερμανία που συνεταιρίζεται με τα αμερικανικά μονοπώλια και γίνεται τούτη τη στιγμή ο πιο δραστήριος πράχτοράς τους, δεσπόζει μέσα σ’ όλο το σχηματισμό. Από γενετής τούτος είναι σημαδεμένος με τα στίγματα του ιμπεριαλισμού και μοναδική του λειτουργική αποστολή έχει τη στήριξή του, το άπλωμά του, την εκμετάλλευση των εργαζομένων λαών, την ψυχροπολεμική ένταση, την απειλή για την παγκόσμια σύρραξη. Η ΚΕΑ παρουσιάζεται σαν αντιιστορική δύναμη, σαν μια σωστή χειροπέδη σε κάθε προοδευτική ανάπτυξη. Ανήκει στο σκοτεινό εκείνο κόσμο που φθίνει και που για να επιζήσει προβάλλει αντίσταση και προσπαθεί να εμποδίσει κάθε βήμα που νομοτελειακά η ιστορία της ανθρωπότητας κάνει προς τα εμπρός.
Βαρειές οι συνέπειες
Με τέτια δύναμη δένει τώρα τη μοίρα της η υπανάπτυκτη Ελλάδα. Κι αυτή η μοίρα δεν βαραίνει μόνο πάνω στην οικονομική και την πολιτική ζωής της, αλλά και πάνω στην πνευματική της φυσιογνωμία, στο χαραχτήρα της σαν ορισμένης εθνικής οντότητας. Με άλλους λόγους ο Ελληνισμός – στην πλατύτατη του όρου έννοια – κινδυνεύει τόσο στη φυσική επιβίωσή του, όσο και σ’ αυτήν τη ηθική υπόστασή του. Ολόκληρα καραβάνια από τυχοδιώκτες θα φτάσουν και θα φέρνονται με κυνικούς τρόπους σαν ασύδοτοι αφέντες. Θα πλημμυρίσουν τον τόπο τα προπαγανδιστικά στοιχεία, βιβλία, φυλλάδια, οι κακές κινηματογραφικές ταινίες που θα δηλητηριάζουν τις ψυχές και θα προκαλούν τον ηθικό ξεπεσμό. Οι κακές συνήθειες, οι τεντυμποϊσμοί και τα παρόμοια θα μορφώνουν ολοένα μιαν απίθανη, κοινωνή ζωή. Μα μακριά από κάθε παρεξήγηση. Δεν κηρύττουμε καμιά στενοκέφαλη ξενοφοβία, δεν εννοούμε διόλου τη γόνιμη επικοινωνία των λαών και την ευεργετική αλληλεπίδρασή τους για την προαγωγή κάθε υλικής και πνευματικής δημιουργίας. Στοχαζόμαστε μόνο την ταχτική που ακολουθεί ο ιμπεριαλισμός για να εξουσιάζει τα πάντα στις αποικιοκρατημένες χώρες. Η ιστορία μάς μιλεί για τα πολυποίκιλα τεχνάσματά του: από τη χρησιμοποίηση της βίας ως το δελεασμό του φθαρτικού οπίου, από τα ωμά κηρύγματα ως τους γλυκαντικούς μύθους του “Ελεύθερου Κόσμου” και του παναθρώπινου “Κοσμοπολιτισμού”. Κ’ η τωρινή πράξη εδώ μάς πλουτίζει με πικρή πείρα. Ο ελληνικός ορίζοντας όλο και σκοτεινιάζει…
Αλλά πώς; Οι επίσημοι υπεύθυνοι κι όσοι άλλοι υπερασπίζονται τη σύνδεση της Ελλάδας με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά δε βλέπουν τους κινδύνους; Προξενούν κατάπληξη τα απολογητικά τους κείμενα που αποκρίνονται στην επίθεση των αντιπάλων τους. Όλοι, επίσημοι κι ανεπίσημοι, αναγνωρίζουν, ομολογούν τις “δυσχέρειες”, όπως τις ονομάζουν, όμως επιμένουν στην αισιόδοξη προοπτική τους. Η υπεράσπισή τους παρουσιάζει ένα απίθανο κράμα από ομολογημένους δισταγμούς κι από την πιο αστήριχτη αισιοδοξία. Χρησιμοποιούν τα πιο ετερόκλητα επιχειρήματα. Απ’ αυτά άλλα τα στηρίζουν πάνω σε αντικειμενική τάχα βάση, άλλα τα εμπνέονται από ένα μυστικιστικό συναισθηματισμό, άλλα τα προβάλλουν σαν ανώτατες φιλοσοφικές ή ιστορικές αρχές που κυβερνούν την ανθρώπινη ιστορία κι άλλα τα παίρνουν από την ιμπεριαλιστική μυθολογία που παρουσιάζεται σαν υψηλή ιδεολογία που ικανοποιεί τις πνευματικές ανάγκες της σημερινής εποχής. Η πολύχρωμη μα ασυνάρτητη απολογητική φιλολογία δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να πείσει, να κατευνάσει, να κατασιγάσει την αγωνία που κατέχει πλατύτατες μάζες του ελληνικού λαού.
Η επιχειρηματολογία τους ξεκινά γενικά από κάποιες αοριστολογίες, από πολλά υποθετικά “εάν”, όπως “εάν εργασθώμεν”, “εάν μορφωθώμεν”, “εάν ανακαινίσωμεν την παιδείαν μας” και τα παρόμοια, τότε μπορούμε να ξεφύγουμε από τους κινδύνους. Αλλά τους ολοφάνερους αυτούς δισταγμούς προσπαθούν να τους υπερνικήσουν και με μερικά “πραγματολογικά” επιχειρήματα, όπως είναι η “αδήρητη ανάγκη της εκλογής” ανάμεσα σε δύο όρους που κλείνει μέσα του ένα ιστορικά επιταχτικό τούτη τη στιγμή δίλημμα, ή όπως είναι το “σίγουρο ασφαλιστικό μέσο” που διαθέτει η Ελλάδα απέναντι κακοπίστων τυχόν συνεταίρων. Αυτά τα δύο επιχειρήματα τα διαλαλούν στον υψηλότερο τόνο, τα προβάλλουν σαν δυο τεράστιους ογκόλιθους ικανούς να συντρίψουν κάθε αντίσταση. Το πρώτο, το δίλημμα, είναι: Θα μείνουμε έξω από κάθε οικονομικό συνασπισμό, απομονωμένοι, ή θα προσχωρήσουμε σε μια μεγάλη τέτια ενότητα; Η απομόνωση σημαίνει εθνική καταστροφή, δεν είναι καν ένα συζητήσιμο θέμα. Το πραγματικό πρόβλημα, όπως μας το θέτει η ιστορία, δεν είναι αν θα βγούμε ή όχι από την απομόνωση, αλλά με ποιον πρέπει να πάμε, με το δυτικό ευρωπαϊκό κόσμο ή με τον ανατολικό το σοσιαλιστικό; Το ιστορικό άρα δίλημμα παίρνει τώρα αυτή τη μορφή κ’· είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε χωρίς αναβολή και να δώσουμε την απάντηση που έδωσε η επίσημη Ελλάδα. Πάμε με την Ευρώπη, γιατί αυτή μας δίνει τη μεγαλύτερη εγγύηση για την εθνική, την πολιτική και την πνευματική ελευθερία, παρ’ όλη την κρίση που της προξενεί ο κλονισμός της αποικιοκρατίας της. “Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι… η σύνθεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την εθνικήν της επιβίωσιν. Δεν είναι σοβαρόν να επιδιώκη τις την εθνικήν της επιβίωσιν με λύσεις, αι οποίαι ιστορικώς είναι αδύνατοι. Θα εκλέξωμεν… την καλυτέραν και ασφαλώς η καλυτέρα είναι εκείνη, την οποίαν ήδη επέλεξεν η Ελλάς”. (Κ. Τσάτσος). Κι αν παρουσιάζονται “δυσχέρειες” κι αν υπάρχουν “ανησυχίες”, έρχεται το δεύτερο επιχείρημα να διαλύσει κάθε φόβο. Η σημαντικώτατη πολιτική θέση που κατέχει η Ελλάδα μέσα στη σημερινή κατάσταση, την αφαλίζει από κάθε κακοπιστία, από κάθε παραβίαση των όρων της συμφωνίας που έχει κάνει με τα άλλα μέλη της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. “Είναι δε οι ισχυρότεροι αναγκασμένοι να δεχθούν αυτούς τους όρους και να τους σεβαστούν, διότι από πολιτικής απόψεως η θέσις των μικρών κρατών είναι ενίοτε ισχυροτέρα της των οικονομικώς ισχυρών – και τούτο ειδικώς ισχύει διά την Ελλάδα – και δύναται να ασκήση ως εκ τούτου, η ασθενής οικονομικώς χώρα τεραστίαν πολιτικήν πίεσιν επί των ισχυρών, πίεσιν τοιαύτην, ώστε το πολιτικόν συμφέρον της συνεργασίας με τα ασθενέστερα κράτη να είναι ισχυρότερον από το οικονομικόν συμφέρον προς εκμετάλλευσιν του ασθενέστερου” (ο ίδιος). Μα μπορεί κανείς να πιστέψει σε τέτιο επιχείρημα; Η πικρή πείρα μάς διδάσκει πως η σπουδαιότατη πολιτική θέση της Ελλάδας δεν την έχει ωφελήσει σε τίποτε ως τώρα. Η ζέουσα πραγματικότητα μάς δείχνει πως τα μόνα “καλά” που έχει ιδεί από τον ιμπεριαλισμό αυτή η χώρα, είναι η μείωση της εθνικής της ανεξαρτησίας και η καταλήστευση του πλούτου της. Η δυτικογερμανική μάλιστα απομύζηση έχει φτάσει στην πιο δραματική κορύφωση. Η επίσημη Ελλάδα με την ένταξή της στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο δεν κινδυνεύει μόνο από στιγμή σε στιγμή να βρεθεί μέσα στις ατομικές φλόγες, αλλά κι αν τυχόν ξεφύγει απ’ αυτόν τον κίνδυνο, είναι υποχρεωμένη με το αίμα της να θρέφει τις μονοπωλιακές βδέλλες, που τώρα τελευταία έχουν γεννοβολήσει κι αφρομανήσει πάνω στο σώμα της. Προπάντων ενδιαφέρεται για τη συμπαράταξή της με τον πολεμόχαρο ιμπεριαλιστικό κόσμο που ορθώνεται ενάντια στον άλλο το σοσιαλισικό. Τούτο το ενδιαφέρον πρωτεύει, τούτο είναι το κύριο κίνητρο που υπαγορεύει και την οικονομική πολιτική της. Παρουσιάζει την οικονομική απομόνωση σαν μια δαμόκλεια σπάθη πάνω απ’ όλη τη χώρα, επειδή ίσα ίσα αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολιτική της ουδετερότητας, έξω από κάθε επιθετική πρόκληση και ψυχροπολεμική δραστηριότητα, στην εγκατάλειψη του ΝΑΤΟ και στη συμπαράσταση με τα άλλα τα ειρηνόφιλα αδέσμευτα κράτη. Η οικονομική σύνδεση με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά έχει στενότατη, αδιάρρηχτη σχέση με την πολιτική τοποθέτηση μέσα στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Είναι μια και η ίδια σύνδεση, μόνο που παρουσιάζει δυο μορφές. Η Ελλάδα που έχει διαλέξει την πολιτική υποταγή, τη συμπληρώνει τώρα και με μιαν ακόμα μεγαλύτερη από πρωτήτερα, με μιαν ολοκληρωτική, πια οικονομική εξάρτηση από τα ξένα μονοπώλια. Ο φόβος άρα για την οικονομική απομόνωση δεν είναι άλλο παρά φόβος για την πολιτική ουδετερότητα. Αν ήταν, όπως μας βεβαιώνουν, τότε το παράδειγμα των κρατών που δεν ανήκουν σε κανένα οικονομικό συνασπισμό και που γι’ αυτό ίσα ίσα το λόγο δέχονται απ’ όλους ευνοϊκώτατες προσφορές στις συναλλαγές τους, είναι πολύ διδαχτικό και θ’ αρκούσε να διαλύσει κάθε ανησυχία τους. Η υπεράσπιση όμως της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς και των ιδρυτών της υπαγορεύει άλλο τρόπο του σκέπτεσθαι. Μας προβάλλει το ιστορικό δίλημμα και τον ασφαλιστικό πολιτικό παράγοντα σαν τα πιο ακαταμάχητα επιχειρήματα, που στ’ αληθινά δε στηρίζονται σε τίποτε το πραγματικό και δε συντρίβουν καμιάν αντίσταση, δεν πείθουν.
Η "αποστολή της φυλής" και οι μελλοντικοί παράδεισοι…
Και δεν είναι μόνο τα πραγματολογικά επιχειρήματα. Αυτή η υπεράσπιση ζητεί να εντυπωσιάσει και με τη μεγαλορρημοσύνη της. Καταφεύγει και σε άλλους παράγοντες, μορφώνει, είπαμε, μια πολύχρωμη φιλολογία. Πηγαίνει στο θυμικό και στο φιλοσοφικό στοχασμό και συγκροτεί πλούσια μυθολογική ιδεολογία.
Στη σφαίρα του θυμικού που ανεβαίνει, συναντά την “πίστη στην αδιαφιλονίκητη ευφυία, στη δημιουργική ορμή ολόκληρης της ελληνικής φυλής”. Όποιος δεν πιστεύει, όποιος φοβάται τη φθορά της στη συνάφειά της με τους ξένους, αυτός αντικρύζει τον Ελληνισμό από πριν καταδικασμένο στο μαρασμό ή στον αφανισμό, πράγμα που δε μπορεί ποτέ να το παραδεχτεί μια ελληνική ψυχή. Η επίκληση τέτιων συναισθηματικών παραγόντων, μπορεί να συγκινεί, μα βγαίνει έξω από τα όρια της πραγματολογικής έρευνας. Μας πηγαίνει σε άλλες σφαίρες, όπου η πίστη είναι καμιά φορά χρήσιμη, γιατί παρορμά στην πράξη, αλλά κ’ η πράξη για να είναι γόνιμη, αποτελεσματική, πρέπει να στηρίζεται πάνω σε αντικειμενικές δυνατότητες που χαράζονται μέσα στην πεζή πραγματικότητα. Δίχως άλλο ο Ελληνισμός πέρασε από πολλές δοκιμασίες και νίκησε κ’ έζησε, μα πρέπει κανείς ν’ ανιχνεύει τους πραγματικούς παράγοντες που βοήθησαν στη νίκη και στην επιβίωσή του και να διδάσκεται απ’ αυτή την ανίχνευση. Το συναίσθημα μόνο του δεν αρκεί.
Στη σφαίρα πάλι του φιλοσοφικού στοχασμού, η υπεράσπιση χρησιμοποιεί και τονίζει υψηλές φιλοσοφικές αρχές. Η ιστορία διδάσκει, μας λέγουν, πως συχνά οι λίγο ή πολύ συνειδητοί σκοποί που θέτουν οι άνθρωποι στην πράξη τους, φέρνουν σε διαφορετικά, σε αναπάντεχα αποτελέσματα. Η πορεία της ιστορίας δεν ακολουθεί πάντοτε την κατεύθυνση που πρέπει να χαράζουν οι σκοποί, παρά φαίνεται σαν να κανονίζεται και να διαμορφώνεται από άλλους απρόβλεπτους παράγοντες. Εδώ βρίσκει την εφαρμογή της η περίφημη αρχή της “ετερογονίας των σκοπών”, που την έχει διατυπώσει ο Γερμανός φιλόσοφος Wundt. Αρα τα συμφεροντολογικά οικονομικά και πολιτικά ελατήρια που έσπρωξαν στη δημιουργία της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς, η εκμεταλλευτική κι αρπαχτική διαγωγή προς τους μικρούς, γενικά όλα τα κακά στίγματα που είναι ανάγλυφα στη φυσιογνωμία του πελώριου αυτού σχηματισμού, με το πέρασμα του χρόνου μπορούν να φέρουν σε ολωσδιόλου διαφορετικά αποτελέσματα. Με άλλους λόγους, δεν πρέπει να φοβόμαστε τα σημερινά κακά – που τα αναγνωρίζουν λίγο πολύ όλοι, οι υπέρμαχοι κ’ οι αντίμαχοι – παρά να περιμένουμε τα καλά που θα έλθουν αργότερα χάρη στην ετερογονία των σκοπών. Όμως η αρχή αυτή, παρμένη έτσι όπως μας τη διατυπώνουν, καταντά ολότελα κενή, αφηρημένη, μεταφυσική. Σ’ αυτή την έννοιά της δε διαφέρει από την προηγούμενη συναισθηματική που κηρύττει την πίστη στη δημιουργική δύναμη της φυλής. Είναι αληθινό πως μέσα στην ιστορική ανάπτυξη η πράξη των ανθρώπων, ενώ κατευθύνεται από ορισμένους σκοπούς, πολλές φορές φέρνει σε απροσδόκητα αποτελέσματα, σαν να πρόκειται για μια πραγματική ετερογονία. Όμως δεν πρέπει ν’ αποδίνουμε σ’ αυτά τα φαινόμενα κανένα μυστικιστικό χαραχτήρα, να φανταζόμαστε πως υπάρχει κάποια ακατανόητη θαυματουργική αρχή που ενεργεί μάλιστα σε ορισμένη κατεύθυνση, δηλ. από το κακό φέρνει στο καλό, και να παρηγοριόμαστε. Αυτή τη λειτουργική αποστολή μέσα από διάφορα κακά να βγάζουν τα καλά την έχουν αναλάβει κάποιες υπερφυσικές δυνάμεις, όπως λ.χ. το Απόλυτο Πνεύμα του Χέγκελ ή κάτι άλλο παρόμοιο.
Βέβαια, οι άνθρωποι πολλές φορές ως τα τώρα, μ’ όλο που οι ίδιοι με την καθημερινή πράξη τους δημιουργούσαν την ιστορία τους, δεν ήξεραν, δεν κατανοούσαν την ανάπτυξη των ιστορικών φαινομένων, δεν είχαν την απαιτούμενη ιστορική “όραση”. Αγνοούσαν τους νόμους που κυβερνούν το κοινωνικό γίγνεσθαι και δεν ήταν ικανοί να συλλάβουν τον αντιφατικό χαρακτήρα που κλείνει μέσα της η κίνησή του, να διακρίνουν τις αντινομίες που χαράζονται μέσα σ’ αυτό και να ξεχωρίσουν εκείνο που γίνεται κι αναπτύσσεται από εκείνο που φθίνει κι αφανίζεται. Έτσι δεν ήταν εύκολο να επέμβουν συνειδητά και να βοηθήσουν με την πράξη τους, να κατευθύνουν όσο θα μπορούσαν το αντικειμενικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό το λόγο τα αποτελέσματα τούς φαίνονταν μερικές φορές ακατανόητα, τους ήταν απρόβλεφτα. Μα σήμερα ξέρουμε τους νόμους που κυβερνούν την ιστορική ανάπτυξη και μπορούμε – χρησιμοποιώντας όμως αυτούς τους ίδιους, σύμφωνα με αυτούς – να επεμβαίνουμε και να κατευθύνουμε όσο γίνεται. Κάτι το ανάλογο πράττουμε στο φυσικό κόσμο, όπου ενεργούμε σύμφωνα με τους δικούς του νόμους και κατορθώνουμε με αυτόν τον τρόπο να τον εξουσιάζουμε και να τον μεταβάλλουμε ως ένα βαθμό. Μα αυτή η ανθρώπινη δράση, η αποτελεσματική, δεν είναι αυθαίρετη και δε ρυθμίζεται από κάτι το υπερφυσικό. Δεν υπάρχει καμιά μαγική ετερογονία, παρά κάθε ανάπτυξη, κάθε μεταβολή προέρχεται από ορισμένους, συγκεκριμένους παράγοντες. Βέβαια όλα αλλάζουν, τίποτε δε μένει αιώνια σταθερό, μα πρέπει κάθε φορά να βρίσκουμε τους αντικειμενικούς παράγοντες και να προσπαθούμε να τους προωθήσουμε εμείς οι ίδιοι.
Ο χαρακτήρας της ΕΟΚ
Όσο για την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά, που τώρα συζητούμε, η πραγματολογική έρευνα ξεσκεπάζει ολοκάθαρα το χαραχτήρα της. Πώς λοιπόν ο αρπαχτικός, ο ληστρικός αυτός χαραχτήρας του μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού θα αλλάξει και θα φέρει κάτι καλό; Ο κ. Ι. Πεσμαζόγλου πιστεύει μ’ αισιοδοξία στην καλή μεταβολή του. Μέσα στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά “πιθανώτατα, λέγει, θα αναπτυχθούν συν τω χρόνω κοινωνικοπολιτικαί δυνάμεις ανεξάρτητοι των αιτίων και ενδεχομένως βασικώς διάφοροι των εξελίξεων που οδηγούν σήμερον εις την ενοποίησιν της Ευρώπης. Εις τον σχηματισμόν των νέων τούτων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων… δύναται η Ελλάς να προσφέρη θετικήν συμβολήν. Με τοιούτου είδους γονίμους πρωτοβουλίας και δραστηριότητας, εις το πλαίσιον μιας μεγάλης ηνωμένης δημοκρατικής Ευρώπης, δυνάμεθα όχι μόνον ενδεχομένους κινδύνους να αποκρούσωμεν, αλλά και να ενισχύσωμεν και κατοχυρώσωμεν την ιδιαιτέραν εθνικήν μας υπόστασιν έναντι των ισχυρών ρευμάτων της εποχής μας”. Κι ακόμα: “Διατί ειδικώτερον θα κινδυνεύση η εθνική ελληνική φυσιογνωμία εις το πλαίσιον μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δημοκρατικής ενότητος, εντός της οποίας είναι εύλογον να αναμένεται η διαμόρφωσις συν τω χρόνω ισχυρών προοδευτικών και μεταρρυθμιστικών τάσεων;”.Πώς όμως θα γίνει αυτή η ευεργετική αλλαγή; Ο κ. Πεσμαζόγλου δε μας σαφηνίζει και σίγουρα δε σκέπτεται καμιά ακατανόητη μεταμορφωτική ενέργεια της “ετερογονίας των σκοπών”. Αυτά καθεαυτά, τα μονοπώλια δεν αλλάζουν στο χαραχτήρα τους, καμιά προοδευτική μεταβολή δεν πρόκειται να γίνει μέσα στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά, όσο αυτή δουλεύει σε ορισμένα συμφέροντα, όσο είναι ένα μέρος της Ευρώπης που ορθώνεται απειλητικό ενάντια στο άλλο. Η αλλαγή μπορεί να προέλθει μόνο από άλλους ιστορικούς παράγοντες που αναπτύσσονται κι ωριμάζουν διαλεκτικά μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο ευρωπαϊκό χώρο. Μόνο τα εκατομμύρια των εργαζομένων μαζών που υποφέρουν από την πίεση και την εκμετάλλευση, μπορούν να φέρουν τη μεταβολή στην κατεύθυνση που δίνουν τα μονοπώλια στο σημερινό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Αλλά τούτους τους παράγοντες δεν τους λογαριάζουν διόλου οι αισιόδοξοι υπέρμαχοι της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς.
Η ένωση αυτή δεν ανήκει στο πραγματικό εκείνο που “γίνεται κι αναπτύσσεται”. Μολαταύτα μάς την παρουσιάζουν σαν ένα αίτημα της ιστορίας. Η ιστορική ανάπτυξη, μας λέγουν, προχωρεί από τις μικρές κοινωνικές και πολιτικές ενότητες, ολοένα προς τις μεγαλύτερες, μα η πορεία δεν είναι αδιάκοπη, συχνά σταματά και πάλι συνεχίζεται παραπέρα. Η εναλλαγή, παρατηρούν, από τον κερματισμό στη συνένωση και πάλι πίσω στον πρώτο είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Είναι βέβαιοι πως οι μεγάλες ενότητες, οι αυτοκρατορίες και οι αρχαίες και οι νεώτερες, παρ’ όλα τα κακά που μπορούν να έχουν, φέρνουν πάντοτε τη συνοχή, την τάξη, την ασφάλεια, την πρόοδο στους ανθρώπους, ενώ οι μικρές μονάδες με τις προστριβές τους, τους ανταγωνισμούς τους, τους πολέμους, δημιουργούν σύγχυση και ταραχή. Ας θυμηθούμε, μας προτρέπουν, τη μεγάλη εθνική ενότητα που πρόβαλε μέσα στην κατακερματισμένη σε πολλά φέουδα Γαλλία. Ας ατενίσουμε την έντονη εθνική συνείδηση που φανερώθηκε τότε κ’ ένωσε σ’ ένα σφιχτό σύνολο εκατομμύρια ανθρώπους. Ο εθνισμός όμως αυτός που απλώνεται μετά τη Γαλλική Επανάσταση στους διάφορους λαούς και τους ξεσηκώνει για την ανεξαρτησία τους, γίνεται έπειτα ένα τρομερό εμπόδιο. Η “αρχή των εθνοτήτων”, που αναστάτωσε τον κόσμο τον περασμένο αιώνα και που τούτη τη στιγμή προκαλεί τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, φέρνει το θρυμματισμό, εμποδίζει την πορεία προς τα εμπρός. Γι’ αυτό παρουσιάζεται επιταχτική η ανάγκη για τη συνένωση και το ιστορικό αίτημα προβάλλει με όλη την ορμή του. Τούτο το αίνιγμα εκφράζουν όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει μέσα στο σημερινό αιώνα για μιαν ευρωπαϊκή ένωση. Και η Κοινή Αγορά δεν κάνει άλλο τώρα παρά να πραγματώνει κατά έναν τρόπο την ιστορική αυτή ανάγκη.
Ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου
Ιδού λοιπόν και μια άλλη, μια “ιστορική αρχή” που μας παρουσιάζει η σοφιστική ιδεολογική υπεράσπιση της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Κι αυτή η αρχή πάλι που κυβερνά την ανθρώπινη ιστορία, με τον τρόπο που διατυπώνεται, δεν είναι άλλο παρά μόνο ένα κενό αφηρημένο σχήμα, όπως η προηγούμενη. Ούτε η πορεία προς τις μεγάλες ενότητες είναι πάντοτε προαγωγική, ούτε πάλι το πλήθος των ανεξαρτήτων εθνών σημαίνει έναν αντιπροοδευτικό κερματισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλα τα ελεύθερα πνεύματα ποθούν και ζητούν τη μεγαλύτερη, την οικουμενική ενότητα της ανθρωπότητας. Πρέπει όμως να λογαριάζει κανείς κάθε φορά τη συγκεκριμένη κατάσταση, τον πραγματικό χαραχτήρα που έχει ο κάθε ορισμένος κοινωνικός και πολιτιστικός σχηματισμός. Δίχως άλλο, η εθνική ενότητα της θρυμματισμένης σε άπειρα φέουδα Γαλλίας ήταν ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός, πραγματοποιούσε το επιταχτικό ιστορικό αίτημα που πρόβαλε η ανερχόμενη αστική τάξη. Δίχως άλλο και μια πολυεθνική ενότητα που υποστηρίζει την ισότιμη συμβίωση, την ελεύθερη ανάπτυξη, την προαγωγή όλων των συστατικών μελών της, βρίσκεται πάνω στην ανοδική ιστορική γραμμή. Και το εναντίο, οι αποικιοκρατικές μεγάλες ενότητες και η σημερινή Ένωση της Ευρώπης με τη μορφή που πραγματώνεται, αντιστρατεύονται στην παραπέρα ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Η Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά δεν ενώνει, αλλά διαιρεί, ουσιαστικό σκοπό έχει μια πιο μεθοδική από πρωτύτερα εκμετάλλευση των εργαζομένων λαών και την πολεμοκαπηλεία. Από το άλλο μέρος πάλι τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που θρυμματίζουν τους αποικιοκρατικούς σχηματισμούς, δεν εναντιώνονται σε κανένα ιστορικό αίτημα. Δεν επιτρέπεται να εφαρμόζει κανείς μια πολύ γενική αρχή σε ιστορικά φαινόμενα που παρουσιάζουν μόνο εξωτερικές τυπικές ομοιότητες, ενώ μέσα τους έχουν βαθύτατες ουσιαστικές διαφορές, και να κάνει την αξιολόγησή τους.
Η “ιστορική αυτή αρχή” ή το “ιστορικό αίτημα” που συζητούμε υποστηρίζεται σήμερα με ιδιαίτερη θέρμη και παρουσιάζεται σαν ακαταμάχητη δικαιολόγηση της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς. Μα η υπεράσπιση δεν περιορίζεται εδώ, απλώνει πολύ το οπτικό της πεδίο, μακραίνει την πρόσβαση από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες ενότητες, την πηγαίνει ως το τελικό της τέρμα, ως την οικουμενική ένωση της ανθρωπότητας. Από τούτη την υψηλότατη τώρα σκοπιά σαλπίζει ένα νέο σύνθημα που κάτω από την ωραία του εντυπωσιακή ονομασία σκεπάζει ένα πολύ ύποπτο περιεχόμενο, τον κοσμοπολιτισμό, σαν την ανώτατη ιδεολογία της σημερινής εποχής. Το νέο σύνθημα, αμερικανικής κατασκευής, made in USA, βρίσκει απήχηση στον “Ελεύθερο Κόσμο”. Ζητεί την κατάργηση ή τουλάχιστο την ελάττωση των εθνικών συνόρων, αλλά στο βάθος σημαίνει τη συνένωση των εθνών κάτω από την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι ιδεολόγοι οπαδοί του θεωρούν αναχρονιστική τη διατήρηση της απόλυτης ανεξαρτησίας των κρατών. Με την καταπληχτική σήμερα ανάπτυξη της τεχνικής, λέγουν, έχει στενέψει πολύ ο χώρος, όπου δρα ολόκληρη η ανθρωπότητα, κάθε απόσταση πάνω στη γη έχει μικρύνει σε αφάνταστο βαθμό, οι άνθρωποι βρίσκονται πια πολύ κοντά ο ένας στον άλλο κι· η ζωή τους ξετυλίγεται σ’ ένα στενότατο πλέγμα σχέσεων και συνθηκών. Επιταχτικό, άρα, αίτημα της εποχής είναι η ένταξη όλων σ’ ένα ενιαίο σχηματισμό, όπου αυτόματα θα επικρατήσει η συνεννόηση, η συναδέλφωση, η ειρήνη, η πανανθρώπινη προκοπή. Μα τα ωραία τούτα κηρύγματα προδίνουν αμέσως τον ύποπτο σκοπό τους, τη στιγμή που ο κοσμοπολιτισμός δεν αποβλέπει να κλείσει όλη την οικουμένη μέσα του, παρά μόνο ένα μέρος της και μάλιστα ενάντια στο άλλο. Κι αυτός διαιρεί και δεν ενώνει, υπηρετεί την ιμπεριαλιστική κυριαρχία κι εναντιώνεται σε κάθε ιστορικό προοδευτικό αίτημα.
Ο κοσμοπολιτισμός προπαγανδίζεται από πολλούς υπέρμαχους του “Ελεύθερου Κόσμου” γενικά και της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς ιδιαίτερα. Το έθνος προβάλλεται απ’ αυτούς – τουλάχιστον από μερικούς – σαν ξεπερασμένη πολιτική, κοινωνική και ηθική μορφή που δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες για μια πλατύτερη ενότητα, που σίγουρα βρίσκεται πάνω σε πολύ ανώτερη βαθμίδα της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ο “εθνισμός”, η “εθνική συνείδηση”, πρέπει τουλάχιστο να μειωθεί, να υποχωρήσει – αν δε λείψει ολότελα – εμπρός στην “ευρωπαϊκή” ή και την “οικουμενική” συνείδηση των ανθρώπων. Η αρχή των εθνοτήτων έχει κάνει πια τη ζωή της και δεν πρέπει να στέκει εμπόδιο στην παραπέρα πρόοδο. Ο “Ευρωπαίος” ή ο “Οικουμενικός άνθρωπος” πρέπει να προβάλλει σήμερα σαν το υψηλότατο ιδανικό.
Όλη αυτή η υψηλή διδασκαλία δεν αναφέρεται στον πραγματικά στενό σωβινισμό, στον εθνικισμό, αλλά σε κάθε εθνισμό και σ’ εκείνο που συμβιβάζεται και βρίσκεται σε στενή διαλεκτική σχέση με το διεθνισμό και δεν εναντιώνεται, παρά απεναντίας επιδιώκει την πανανθρώπινη συνεννόηση, συνεργασία, ειρηνική συνύπαρξη. Εδώ πρέπει να πούμε πως το έθνος είναι βέβαια ένα ιστορικό φαινόμενο κι όχι καμιά αιώνια κατηγορία, έχει μιαν αρχή και κάποτε θα έχει κι ένα τέλος. Το κυριώτερο έχει προβάλει και τονωθεί από την ανερχόμενη αστική τάξη μέσα σε ορισμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αποκρινόταν στην επιταχτική ανάγκη της δημιουργίας μιας πλατειάς ενιαίας αγοράς μέσα σε μια χώρα αντί των πολλών τοπικών αγορών που ήταν σκορπισμένες στα πολλά φέουδα. Μα ακόμα, αντίθετα από όσα λέγει ο κοσμοπολιτισμός, δεν έχει κάνει τη ζωή του, διατηρεί και τώρα όλο το ζωντανό δυναμισμό του, όπως αποδείχνεται με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Το “έθνος” παίρνει μάλιστα σήμερα μια νέα ανώτερη μορφή μέσα στο σοσιαλιστικό κόσμο. Στην πολυεθνική Σοβιετική Ενωση, τα έθνη, ελευθερωμένα από ταξικούς ανταγωνισμούς, από την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, απ’ όλα τα κακά που κατατρώγουν τις αστικές κοινωνίες, συμβαδίζουν όλα ισότιμα με θαυμαστή αλληλεγγύη και το καθένα τους προάγει τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό του και μπορεί να συμβιβάζει τον ανώτερο τούτον εθνισμό με το γόνιμο διεθνισμό, να επιδιώκει τη φιλία των άλλων λαών, να υποστηρίζει τους καταπιεζόμενους από τον ιμπεριαλισμό, να θέλει και να ζητεί την παγκόσμια ειρήνη. Οι Έλληνες ιδεολόγοι της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς κακίζουν τους άκρους αριστερούς που μιλούν για εθνική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, για εθνική συνείδηση και πατριωτισμό, δεν πιστεύουν στην ειλικρίνειά τους, θεωρούν υποκριτικά τα κηρύγματά τους, τους αποδίνουν οπισθόβουλους προπαγανδιστικούς σκοπούς. Ομως οι άκροι αριστεροί πιστεύουν στον εθνισμό, γιατί του δίνουν ένα πολύ ανώτερο περιεχόμενο. Πατριωτισμός δεν είναι μόνο η αγάπη στην πατρίδα, στο γεωγραφικό τόπο, στη γλώσσα, στον πολιτισμό της, την κληρονομημένη παράδοση, στην ιστορία και τα παρόμοια, παρά σημαίνει και την αγωνιστική στάση ενάντια σε κάθε καταπίεση που προέρχεται από την τοπική ολιγαρχία κι από τον ξένο παράγοντα, ζητεί την απαλλαγή του λαού από την απαθλίωση, από την εξουσίαση των λίγων, όπως και την εθνική αυτοτέλεια. Άλλοτε ο ανερχόμενος καπιταλισμός είχε μορφώσει και διαδώσει έναν αγωνιστικό πατριωτισμό μέσα στην πάλη του ενάντια στο φεουδαρχισμό. Έπειτα με την επικράτησή του και με το πέρασμά του στο ιμπεριαλιστικό στάδιο αλλοίωσε τον αγωνιστικό πατριωτισμό, καλλιέργησε το σωβινιστικό εθνικισμό κι όρμησε στην κατάχτηση ξένων λαών και στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Σήμερα αλλάζει ταχτική, κηρύττει σαν μια ξεπερασμένη συναισθηματική ιδεολογία κάθε πατριωτισμό κι αντί γι’ αυτόν προβάλλει το “συγχρονισμένο” ιδανικό του κοσμοπολιτισμού. Η αλλαγή αυτή στα συνθήματα με την πρώτη ματιά παρουσιάζεται σαν ολωσδιόλου αντιφατική, η αντίφαση όμως είναι μόνο φαινομενική. Και στη μια και στην άλλη περίσταση, ο ιμπεριαλισμός είναι ολότελα σύμφωνος με τον εαυτό του, δε ζητεί άλλο παρά την κυριάρχησή του μέσα στον κόσμο. Προπάντων ο αμερικάνικος μονοπωλιακός ιμπεριαλισμός που φανερώνεται σαν κατεξοχήν κοσμοπολιτικός, δεν κάνει άλλο παρά να δίνει μια νέα μορφή στην παλιά αποικιοκρατική πολιτική. Σήμερα δεν μπορεί κανείς να ζητεί να καταχτά ξένες χώρες με τον ίδιο τρόπο, όπως άλλοτε, καταφεύγει σε νέα μέσα, στην οικονομική υποδούλωση, στην πολιτική πίεση, στην εξαγορά συνειδήσεων, στη δημιουργία ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας και αντικομμουνιστικής υστερίας και σε άλλα παρόμοια και κηρύττει τη μείωση της εθνικής ανεξαρτησίας. Με τέτοιους τρόπους προσπαθεί ο ιμπεριαλισμός να εξουσιάζει τους άλλους και προπάντων τις υποανάπτυκτες σαν την Ελλάδα χώρες.
Ο κοσμοπολιτισμός, λοιπόν, έχει τους ίδιους σκοπούς με τον εθνικισμό και καταπολεμά σαν ξεπερασμένο τον αγωνιστικό πατριωτισμό που είναι ο πιο επικίνδυνος αντίπαλός του. Το “έθνος”, ο κοινωνικοοικονομικός και πολιτικός αυτός σχηματισμός δεν έχει ακόμα τελειώσει την ιστορική αποστολή του και δε μπορεί να σβήσει μέσα σε μιαν “οικουμενική” ενότητα. Ακόμα δεν έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Τούτο μπορεί να γίνει μέσα σε μια κατάσταση ολωσδιόλου από τη σημερινή διαφορετική, όπου θα κρατήσει μια παγκόσμια σοσιαλιστική οικονομία. Μα ως τότε μένει ακόμα να γίνει μια μακρότατη ιστορική ανάπτυξη. Και τα σημερινά έθνη στην ανώτερη μορφή τους βρίσκονται πάνω στη γραμμή που φέρνει σ’ εκείνο το απώτερο τέρμα και δεν εναντιώνονται στην προοδευτική πορεία της ιστορίας.
Στη σφαίρα του θυμικού, αυτή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο εθνικό και στο διεθνικό στοιχείο βρίσκει την έκφρασή της σ’ ένα ιδιότυπο συναίσθημα, όπως μας το παρουσιάζει ένα εξαίσιο ατομικό παράδειγμα που παίρνει μια πολύ πλατειά, μια γενική σημασία και γίνεται καθολικό. Ο κοσμοναύτης Τιτώφ, καθώς βρίσκεται σε υψηλότατη κοσμική σκοπιά και περνά πάνω από τη Σοβιετική Ενωση, δοκιμάζει ένα ζωηρό συναίσθημα περηφάνιας γι’ αυτή, στοχάζεται όλη τη δημιουργική ορμή της, που την εκφράζει αυτός ο ίδιος τούτη τη στιγμή με τον άθλο του, μα από το άλλο μέρος, καθώς με τη ματιά του αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη, μας λέει: “Ένοιωθα τον εαυτό μου περήφανο για την πατρίδα μου, μα μαζί είχα και μια μεγάλη νοσταλγία ολόκληρης της γης”, όλης της ανθρωπότητας. Μέσα σ’ ένα συναίσθημα έκλεινε το μερικό μαζί με το γενικό.
Μόνο τα ιμπεριαλιστικά κηρύγματα ζητούν να εμποδίσουν αυτό το ρεύμα που κατευθύνεται προς τα εμπρός, να το σταματήσουν ή και να το γυρίσουν πίσω. Και μάταια οι ιδεολόγοι της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς θεωρούν αυτή την οργάνωση σαν ένα βήμα που φέρνει προς την οικουμενική οικονομική και πολιτική συγκρότηση. Απεναντίας, ο “Ευρωπαίος” ή ο “Οικουμενικός άνθρωπος” δεν μπορεί ποτέ να ωριμάσει μέσα σ’ ένα τέτιο κλίμα, αυτή η κοινότητα είναι ο χειρότερος από κάθε άποψη χώρος για την καλλιέργεια μιας ανώτερης ανθρωπιάς. Ας θελήσουν αυτοί οι ιδεολόγοι ν’ αντικρύσουν κατάματα τη συγκεκριμένη κατάσταση που υπάρχει σήμερα και την ένταση που θα κορυφωθεί αύριο μέσα στην απίθανη ένωση. Η όξυνση προβλέπεται δραματική. Η συγκέντρωση, η συγκεντροποίηση, η συγχώνευση εταιριών σε εθνική και διεθνική κλίμακα μέσα σ’ όλο αυτό το χώρο πραγματώνεται κάθε μέρα με απίστευτα γρήγορο ρυθμό, όπως μπορεί κανείς να το ιδεί στις ειδικές οικονομολογικές μελέτες. (Λ.χ. συμφωνία ανάμεσα στις εταιρίες αυτοκινήτων “Ρενώ” της Γαλλίας και “Αλφα – Ρομέο” της Ιταλίας για την κοινή αντιμετώπιση άλλων παρόμοιων επιχειρήσεων κι άπειρα άλλα παραδείγματα). Ο καπιταλισμός πάντοτε, αλλά πολύ περισσότερο τώρα, δε γνωρίζει πατρίδα. Ο διεθνισμός του απλώνεται όλο και πιο πολύ και μέσα σ’ αυτόν ριζώνεται κι ο προπαγανδιστικός κοσμοπολιτισμός. Μα αυτός ο πεζότατος συμφεροντολογικός διεθνισμός των μονοπωλίων αντί στην ένωση οδηγεί στην πιο καταστρεφτική διαίρεση, στο ξέσπασμα των άγριων ανταγωνισμών μέσα σε κάθε χώρα, ανάμεσα στα μέλη της Κοινής Αγοράς, με ποικίλες μορφές, με διάφορα παραταξιακά συμπλέγματα, έπειτα κι ανάμεσα σ’ όλη την κοινότητα και στους άλλους τους τρίτους έξω. Κι αυτή τη διαίρεση, αυτό το σκόρπισμα, θέλουν στ’ αληθινά να συγκρατήσουν, μα κάτω από τη δική τους κυριαρχική εξουσία, τα αμερικανικά μονοπώλια που συνεργάζονται με τα δυτικογερμανικά προπάντων κι έχουν κατορθώσει με ποικίλους τρόπους να εισχωρήσουν σ’ όλη τη Δυτική Ευρώπη κι αλλού. Ο “κοσμοπολιτισμός” σκεπάζει όσο μπορεί αυτή την αμερικάνικη ρίζα που τον θρέφει.
Αξεπέραστες αντιφάσεις
Ας αντικρύσουν οι προπαγανδιστές της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς και την όξυνση που θα προέλθει από την πανωλεθρία των μεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων. Ας ιδούν και την απαθλίωση όλου του λαού που θα φέρει ο συγκεντρωτισμός της οικονομικής δραστηριότητας στους λίγους επιχειρηματίες. Ενώ η εργασία δε θα πάψει να έχει τον κοινωνικό της χαραχτήρα, η ιδιοποίηση από τα άτομα ή τις λίγες μικρές ομάδες θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Κι έπειτα η τεχνική ανάπτυξη, η χρησιμοποίηση του αυτοματισμού, συνοδεύονται μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο από άπειρα κακά, από ελάττωση ημερομισθίων, απόλυση εργατών, ανεργία, μετακίνηση, μετανάστευση και τα παρόμοια. Οι αντινομίες που υπάρχουν στην κεφαλαιοκρατική κατάσταση θα φτάσουν στον ανώτατο βαθμό. Ας λογαριάσουν ακόμα και την πνευματική φθορά, τον ηθικό ξεπεσμό που απειλεί ιδιαίτερα την υπανάπτυκτη Ελλάδα. Δε λέμε πως στο δυτικό κόσμο δεν υπάρχει άλλο παρά μόνο διαφθορά και καμιά θετική δημιουργία στην πολιτιστική και στην ηθική σφαίρα. Εδώ εννοούμε μόνο τη φθαρτική αχτινοβολία της δραστηριότητας του μονοπωλιακού κόσμου στην πνευματική και στην ηθική περιοχή. Με άλλους λόγους, ο κόσμος αυτός δημιουργεί σαν μια ορισμένη υλική βάση και το ανάλογο ηθικό εποικοδόμημά του και το προβάλλει και το μεταδίνει σε πλατύτερα κοινωνικά στρώματα. Ο ρατσισμός, ο νεομαλθουανισμός, ο “αμερικάνικος” τρόπος ζωής, η γκαγκστερολογική κινηματογραφική και λογοτεχνική παραγωγή, η προβολή ατόμων του υποκόσμου κι η αναγόρευσή τους σε φωτοστεφανωμένα ινδάλματα που προκαλούν το θαυμασμό και τη μίμηση από τη νεολαία, όλα αυτά τα υπνωτικά φαρμακερά λουλούδια ανθίζουν μέσα στους μονοπωλιακούς κήπους.
Μα ας μη μας απελπίζει η ζοφερή εικόνα που σκιαγραφήσαμε. Όλη η πολυποίκιλη και πολυσύνθετη μονοπωλιακή δύναμη που πάει να εξουσιάσει τα πάντα, δε μένει ελεύθερη στη δράση της. Πρώτα πρώτα σπαράζεται η ίδια από τους σφοδρότατους ανταγωνισμούς κι έπειτα συναντά την πελώρια αντίσταση που προβάλλουν ο σοσιαλιστικός κόσμος, οι αδέσμευτες χώρες, τα αφρικανικά και νοτιοαμερικανικά έθνη που υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους. Μα πρέπει να λογαριάσουμε και κάθε αντίρροπη δύναμη μέσα στον ίδιο το χώρο της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς, τις αγαναχτισμένες εργαζόμενες μάζες, τα προοδευτικά ρεύματα που όλο μεγαλώνουν, επηρεάζουν και μορφώνουν την παραπέρα πορεία της ιστορίας. Κάθε προοδευτική αλλαγή μόνο από τους αντίρροπους αυτούς παράγοντες μπορεί να προέλθει. Πώς θα μπορούσε να γίνει απ’ αυτόν τον ίδιο το μονοπωλιακό κόσμο; Μάταια οι υπέρμαχοι της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς, που ομολογούν τις “δυσχέρειες”, όπως τις ονομάζουν, που γεννιούνται από τη σύνδεσή μας με την πλατύτατη αυτή οικονομική κοινότητα, ονειρεύονται κάποια μελλοντική εξέλιξη, διαφορετική από τη σημερινή κατάσταση, κάποια μεταρρύθμιση, κάποιον ούριο άνεμο που μπορεί να πνεύσει. Μα την αισιοδοξία τους άλλοι δεν τη σαφηνίζουν κι άλλοι τη στηρίζουν σε αφηρημένους νόμους ή αρχές, στην ετερογονία των σκοπών, στην ιστορική πρόβαση από τη διασπορά στη συνένωση, από τους μικρότερους ολοένα στους μεγαλύτερους σχηματισμούς και σε άλλα παρόμοια σχήματα, χωρίς να βάνουν μέσα τους κανένα συγκεκριμένο ουσιαστικό περιεχόμενο. Δε λογαριάζουν άλλες πραγματικότητες παρά μόνο το μονοπωλιακό κόσμο. Όμως μέσα στον ίδιο χώρο χαράζονται βαθιά κι άλλες πραγματικότητες όλο σφρίγος και υπόσχεση, που αυξαίνουν κι ανεβαίνουν και ζητούν να βάνουν την δική τους τη σφραγίδα στην άμεση και στην κατοπινή ιστορική ανάπτυξη. Σ’ αυτές πρέπει να στρεφόμαστε, γιατί αυτές μπορούν να εμποδίσουν, να ματαιώσουν τα σχέδια του ιμπεριαλισμού που αγωνίζεται με νέους τρόπους να υποδουλώνει τους λαούς, να δημιουργεί πολεμική έξαψη, να διαιρεί και να ξεσηκώνει ένα μέρος της Ευρώπης ή και του κόσμου όλου ενάντια στο άλλο, για να μπορεί να επικρατεί. Οι ζωντανές πραγματικότητες, τα προοδευτικά ρεύματα και μέσα στην Κοινή Αγορά κι έξω απ’ αυτή θα αντισταθούν και θα προσπαθήσουν να πετύχουν τη συνεννόηση, την ειρηνική συμβίωση, τη συνεργασία όλων των λαών, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές και τις ιδεολογικές διαφορές τους. Όποιος μιλεί για “Ευρωπαϊκή Ένωση” και λογαριάζει μόνο ένα μέρος κι όχι το όλο, αυτός δεν κάνει άλλο παρά να βοηθεί τα ιμπεριαλιστικά σχέδια ή στην πιο καλή περίπτωση να είναι ένας ανεδαφικός ουτοπικός οραματιστής.
Όλη η υπεράσπιση, που αναπτύξαμε, δεν κάνει άλλο παρά να βοηθεί αυτό το ένα μέρος, το ιμπεριαλιστικό. Μα ούτε τα πραγματολογικά ούτε τα ιδεολογικά επιχειρήματά της μπορούν να πείσουν, είναι αστήριχτα, κενά, σοφιστικά. Η ιδεολογική προπάντων υπεράσπιση προδίνει ολοκάθαρα το χαραχτήρα της, όταν προβάλει το μεγάλο οικονομικό και πολιτικό σχηματισμό σαν αναγκαίο – κοντά στα άλλα – και για τη “διάσωση του πολιτισμού”, που κινδυνεύει να καταποντιστεί από το κύμα της βαρβαρότητας που ξεχειλίζει από την ανατολή και πλησιάζει με ορμή. Πιστεύει πως η Ελλάδα έχει ιερή υποχρέωση – σύμφωνα με την αποστολή που της έχει ορίσει η Μοίρα – να πάρει μέρος σε τούτο τον αγώνα υπέρ βωμών και πολιτιστικών αξιών. Μα ο πολιτισμός κινδυνεύει μόνο από τον ιμπεριαλιστικό κόσμο. Αυτός έχει καταπατήσει κάθε γόνιμη αξία και καλλιεργήσει το δικό του τον “αντιανθρώπινο” πολιτισμό του. Γι’ αυτό έχει προκαλέσει κι ο ίδιος τη φθορά του και τώρα κλονίζεται και τρίζει ολόκληρος. Σ’ αυτή την κρίση που βρίσκεται, ορθώνει τους πυραυλικούς κεραυνούς του και φοβερίζει να κάψει όλο τον κόσμο. Το υπέρτατο χρέος τώρα είναι να ματαιωθούν αυτές οι απειλές του και να “διασωθεί” ολόκληρη η ανθρωπότητα μαζί με τον άξιο πολιτισμό της. Τούτο είναι το ιστορικό αίτημα που προβάλλει επιταχτικό για όλους τούτη την κρίσιμη στιγμή.
Ας αντικρύσουν οι προπαγανδιστές της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς και την όξυνση που θα προέλθει από την πανωλεθρία των μεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων. Ας ιδούν και την απαθλίωση όλου του λαού που θα φέρει ο συγκεντρωτισμός της οικονομικής δραστηριότητας στους λίγους επιχειρηματίες. Ενώ η εργασία δε θα πάψει να έχει τον κοινωνικό της χαραχτήρα, η ιδιοποίηση από τα άτομα ή τις λίγες μικρές ομάδες θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
Γ. Ιμβριώτης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις