Μια διαχρονικούτσικη απάντηση στα ψευτοδιλήμματα των ημερών.

Α ρε Καραμανλής που σας χρειάζεται!
Πάσχα ή Χριστούγεννα, κουραμπιές ή μελομακάρονο, θάλασσα ή βουνό, καλοκαίρι ή χειμώνας, μακαρόνια με κιμά ή με ντομάτα, Καραμανλής ή τανκ, Μακρόν ή Λεπέν, διλήμματα ή ψευτοδιλήμματα; Αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας αρκετά διλήμματα και μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τα πραγματικά από τα ψεύτικα. Ο Κοττάκης, για παράδειγμα, στη χθεσινή εκπομπή στο real έθεσε στον Μπογιόπουλο το εξής [ψευτο]δίλημμα, «αν στην Ελλάδα είχαμε προεδρικές εκλογές όπως στη Γαλλία και οι δύο τελικοί υποψήφιοι ήταν η Χρυσή Αυγή και ένα οποιοδήποτε άλλο αστικό κόμμα, τι θα έπρεπε να κάνει το ΚΚΕ;». Η αλήθεια είναι ότι δεν συγκράτησα την απάντηση του Μπόγιο, παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να δώσω και εγώ μια απάντηση όχι μόνο στο ειδικότερο, αλλά και στο γενικότερο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού.
Τέτοιου είδους «ασκήσεις λογικής» συχνά προβληματίζουν τους υποψήφιους ψηφοφόρους, και το καπιταλιστικό σύστημα δείχνει να τις γεννά με το τσουβάλι, ενώ τα αστικά κόμματα κοιτάνε να τις εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Θυμόμαστε ή έστω έχουμε ακούσει όλοι το «Καραμανλής ή Τανκ», το «ψηφίστε ΠΑΣΟΚ για να μη βγει η δεξιά», «ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ για να μη μας κυβερνούν οι ΣΑΜΑΡΟΒΕΝΙΖΕΛΛΟΙ» κ.α. Ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των [ψευτο]διλημμάτων, είναι ότι δεν προσπαθούν να σε οδηγήσουν προς ένα δρόμο μέσω της διαβεβαίωσης ότι η μια επιλογή από τις δύο είναι η σωστή, αλλά ότι είναι η λιγότερο λάθος. Είναι η λογική του μικρότερου κακού, που, τολμώ να πω, στα χρόνια της κρίσης προΐσταται και βασιλεύει στο decision making κομμάτι του εγκεφάλου μεγάλου μέρους του πληθυσμού, για να μην πούμε λίγο πολύ όλων(και εμού του ιδίου).
Αν προεκτείνουμε αυτήν την λογική πέρα από τον εκλογικοπολιτικό στίβο, θα δούμε ότι αφορά μεγάλο και καθοριστικό μέρος της ζωής μας. Είναι η δουλειά που θα δεχθείς με τους χειρότερους όρους για να μη μείνεις στην ανεργία, είναι η ενδοοικογενειακή βία που θα ανεχθείς για να μη βρεθείς εκτός οικογενειακής εστίας και μιας κάποιας «ασφάλειας» που σου προσφέρει, είναι η πειθαρχία και η συγκαταβατικότητα που θα δείξεις για να μην θεωρηθείς αχάριστος, δεδομένων των συνθηκών, απέναντι σε αφεντικά, προϊστάμενους, φορείς, κλπ. Είναι γενικά η μοιρολατρία, ο θάνατος της ελπίδας, η παραίτηση, η αποδοχή των πραγμάτων ως έχουν. Όλα τα παραπάνω αποτελούν έναν ακόμη τρόπο με τη βοήθεια του οποίου το «σύστημα»(τι, ποιο σύστημα; Ένα είν’ το σύστημα, το καπιταλιστικό) μας επιβάλλει την παρουσία του και τη λογική του, και μέρος αυτής της λογικής είναι η αποδοχή του υποτιθέμενου «μικρότερου κακού» που οδηγεί μοιραία στην αποδοχή του «αν είναι να σε βιάσουν χαλάρωσε τουλάχιστον για να το απολαύσεις».
Τα δίπολα αυτού του τύπου, «καλός μπάτσος» «κακός μπάτσος», χρησιμοποιούνται, όχι τυχαία και ως μέθοδοι ανάκρισης στις αστυνομικές υπηρεσίες. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι τόσο ο καλός μπάτσος όσο και ο κακός, εργάζονται προς τον ίδιο σκοπό και οι ρόλοι τους είναι απόλυτα συμπληρωματικοί, είναι ο συνδυασμός τους αυτός που κάνει την ανακριτική μέθοδο αποτελεσματική… κάτι τέτοιο ισχύει και στην πολιτική. Θα μου πει κάποιος, και δικαίως, «μα καλά ρε φίλε, εσύ δηλαδή άμα είχες να επιλέξεις μεταξύ χρυσής αυγής και Τσίπρα θα το έπαιζες ανήξερος;». Έχουμε και λέμε:
Α) Γιατί μου θέτεις αυτό το ερώτημα εξ αρχής, βρεθήκαμε ποτέ σε τέτοιο πραγματικό δίλημμα;
Β) Αν μου το θέτεις παράλληλα προς το Μακρόν ή Λεπέν, να πούμε ότι το κόμμα της Λεπέν δεν είναι το ίδιο με τη χρυσή αυγή. Αν και ακροδεξιό, κινείται στα όρια της «αστικής νομιμότητας» και δεν λειτουργεί ως εγκληματική συμμορία. Χωρίς να θέλω να πω ότι δεν είναι ικανό για τα χειρότερα, αυτό που λέω είναι ότι αν σε κάποιον αρέσουν οι παραλληλισμοί και τα διλήμματα, καλό θα ήταν να παραλληλίζει πράγματα που επιδέχονται παραλληλισμού και όχι ανόμοια.
Γ) Άμα το αστικό σύστημα χρειαστεί να φτάσει σε ακρότητες, θα βρει τον τρόπο να το κάνει ασχέτως με το εκλογικό αποτέλεσμα. Τα ίδια τα όρια των αστικών κομμάτων είναι πολύ χαλαρά –θυμάστε τις κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ;- και όταν τα παραδοσιακά αστικά κόμματα δεν είναι κατάλληλα για να κάνουν τη δουλειά δεν είναι και τόσο δύσκολο να παρακαμφθούν(βλέπε Μουσολίνι, βλέπε ελληνική Χούντα, βλέπε λατινοαμερικάνικες χούντες κλπ). Με λίγα λόγια όταν θα είναι να έρθει ο φασισμός δεν θα έχειι ανάγκη να μας ρωτήσει, και αν μας ρωτήσει θα είναι επειδή τον συμφέρει η απάντηση, το έχουμε δει επανειλημμένως το έργο.
Δ) Ιστορικά αποδεδειγμένο είναι ότι δεν χρειάζεται απαραιτήτως κάποιο ακροδεξιό κόμμα για να κάνει ακρότητες, το ίδιο αποτελεσματικά τα καταφέρνουν στους πολέμους, στην περιθωριοποίηση των μειονοτήτων, στην καταπίεση των μαζών και τα «παραδοσιακά» αστικά κόμματα, κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά. Δανία Ελβετία και Γερμανία δεν είχαν ακροδεξιά κυβέρνηση όταν αποφάσισαν να κάνουν κατασχέσεις στα τιμαλφή των προσφύγων από τη Συρία. Οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ δεν γίνονται από ακροδεξιές κυβερνήσεις, και τα εξαντλητικά μέτρα λιτότητας δεν παίρνονται αυτή τη στιγμή από τον Μεταξά ή τον Παπαδόπουλο αλλά από αστούς πολιτικούς.
Και δεν τα αναφέρω όλα αυτά για να δώσω τροφή στους «γεια σου ρε Παπαδόπουλε!» και τους «μια χούντα θα μας σώσει!». Τα καθεστώτα αυτά έρχονται στις πιο μαύρες ή για να φέρουν τις πιο μαύρες εποχές. Το γεγονός ότι οι λαοί «καλοβλέπουν» κάποια(ές) στιγμή(ές) στην ιστορία ενός έθνους κάποιον Χίτλερ ή κάποιον Μουσολίνι, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ιδιαιτέρως ανησυχητικό και σίγουρα αποτελεί γενικότερη οπισθοδρόμηση του λαϊκού παράγοντα και της κοινωνίας. Η οπισθοδρόμηση αυτή βέβαια δεν έρχεται από τον ουρανό -οι γερμανοί δεν ξύπνησαν στραβά ένα πρωι και είπαν να γίνουν ναζί- αλλά έχει σαν οδηγό της τα αδιέξοδα του κεφαλαίου και τις αναπόδραστες αντικειμενικές αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς του που το υποχρεώνουν να στραφεί στην απολυταρχία και να παρασύρει μαζί και το λαό. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα θέλω να καταστήσω σαφές, είναι ότι τέτοιου τύπου δεινά δεν αποτρέπονται με το αν θα ψηφίσει ο λαός τον ένα εκπρόσωπο της αστικής τάξης ή τον άλλο. Ήταν αυτοί οι ίδιοι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού συστήματος οι οποίοι έδωσαν το χρίσμα στον Χίτλερ, και όχι απλά αυτό, αλλά και τον βοήθησαν να φτάσει μέχρι εκεί.
Το μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου πρόβλημα με αυτά τα ψευτοδιλήμματα, είναι ότι παγιδεύουν τις συνειδήσεις του λαού σε λογικές αδιέξοδες, ότι και καλά ο κόσμος αλλάζει με εκλογές, ότι το μόνο μας όπλο περιορίζεται στην ψήφο μας, ότι αυτή είναι η δημοκρατία και πρέπει να λέμε και ευχαριστώ που μπορούμε να το κάνουμε και αυτό, γιατί η εναλλακτική θα ήταν Χίτλερ, Μουσολίνι και Μεταξάς. Και τσουπ, μπαίνει πάλι η λογική του μικρότερου κακού από το παράθυρο, «δέξου αυτήν κακή στραβή, ανάποδη (αστική) δημοκρατία, αλλιώς θα έχουμε χειρότερα»(«μείνε στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ αλλιώς θα έχουμε χειρότερα» και ου το καθ’ εξής). Δηλαδή τα ερωτήματα αυτά έχουν και τη διάσταση της απειλής να τα συνοδεύει. Και μένει ο λαός με δυόμισι επιλογές στα χέρια του, ή να ψηφίσει τον «καλό μπάτσο» ή να ψηφίσει τον «κακό μπάτσο» ή να ανέβει από μόνος του ο μπάτσος στην εξουσία. Στην πραγματικότητα βέβαια ο λαός μένει χωρίς επιλογή, γιατί άσχετα με το τι θα ψηφίσει, αν μείνει μοναχά εκεί, τα πραγματικά κέντρα αποφάσεων θα σχεδιάσουν την πορεία τους είτε με Μακρόν, είτε με Λεπέν, είτε με Ομπάμα είτε με Τραμπ.
Δημοκρατία δι αντιπροσώπων δηλαδή(του κεφαλαίου)μ διαφορετικά άμεση δικτατορία(του κεφαλαίου). «Και εκτός κεφαλαίου κύριε, ποιός είναι;». Όλο και κάποιος είναι, όμως για να αντιληφθούμε τι προτείνει αυτός ο κάποιος πρέπει να ξεφύγουμε από το λάκκο της κοινοβουλευτικής αυταπάτης. Αφού ακόμη και αν το ΚΚΕ βγει πρώτο κόμμα -λέμε τώρα- αν αυτό δεν οδηγήσει τον λαό ή αν ο λαός δεν το ακολουθήσει στη σύγκρουση με τα μονοπώλια για την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου, όλο αυτό θα είναι δώρο άδωρο. Και εδώ που τα λέμε, για να πραγματοποιηθεί, το δεύτερο δεν είναι προυπόθεση να συμβεί το πρώτο.
Κλείνοντας, να πω ότι άλλο ένα χαρακτηριστικό που έχουν αυτού του τύπου τα ερωτήματα, είναι ότι τίθενται με τρόπο που απαιτεί να απαντήσει κάποιος μονολεκτικά, και μάλιστα έτσι εκβιάζουν και το είδος της απάντησης. Δλδ, αν πρέπει να δώσεις μονολεκτική απάντηση στο ερώτημα «Καραμανλής ή Τανκ»(ή και στο ερώτημα του Κοττάκη), θα πρέπει, μοιραία, να πεις Καραμανλής, αφού η εναλλακτική είναι να είσαι με τη Χούντα.
Πρέπει αν μπεις στην φιλοσοφία του ερωτήματος, να παγιδευτείς και να απαντήσεις κάτι που να είναι ενάντια στα συμφέροντα σου, ως κομμάτι του λαού, λες και δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Ή λες και ο φασισμός, αντιμετωπίζεται εξ ολοκλήρου με αστικού τύπου ψηφοφορίες και όχι με συνειδητή αντιφασιστική δράση ουσίας και σύγκρουση με την «φιλοσοφία» και την πρακτική του σε όλα τα επίπεδα, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία και όπου αλλού εμφανιστεί. Δεν πρέπει να λησμονούμε δε, ότι σε πολλά ζητήματα και πολιτικές, η αστικοκοινοβουλευτικού τύπου διακυβέρνηση δεν διαφέρει και τόσο από τη φασιστική, και ότι τα πραγματικά όρια μεταξύ των αστικών κομμάτων και των φασιστικών, δεν είναι και τόσο στεγανά, αφού όπως έχει αποδείξει η ιστορία, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις τα πρώτα  όχι μόνο δεν εμποδίζουν, αλλά σιγοντάρουν ή και στηρίζουν ανοιχτά τα δεύτερα. Και τούτο επειδή στην μεγάλη εικόνα, υπάρχουν από πίσω τους κοινά καπιταλιστικά συμφέροντα, έστω και σε διαφορετικά μείγματα που έχουν μια ποικιλία τρόπων διαχείρισης στη διάθεση τους ανάλογα με τις περιστάσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις