Στο χέρι των λαών η Ανάστασή τους!

Η επίθεση των ΗΠΑ στη Συρία, την περασμένη βδομάδα, συνεχίζει να επιδρά καθοριστικά στις εξελίξεις, στην περιοχή μας και παγκόσμια, με τα «απόνερα» να φτάνουν μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου βρίσκεται εν πλω το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «USS Carl Vinson».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμερικανική πυραυλική επίθεση στη στρατιωτική βάση Σαϊράτ, ανεξάρτητα από το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε σε υλικό και υποδομές του συριακού στρατού, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τη Ρωσία, που υπερβαίνει την αντιπαράθεση για το ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση του νέου χάρτη στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή.
Οπως και η αποστολή του αεροπλανοφόρου για την προστασία τάχα των ΗΠΑ από τις απειλές της Βόρειας Κορέας, δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα αντίστοιχο μήνυμα αποφασιστικότητας και πυγμής προς την Κίνα.
Με άλλα λόγια, μέσα σε μια βδομάδα και αξιοποιώντας τα ανάλογα προσχήματα, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ κλιμάκωσε την αντιπαράθεση με τους δυο βασικούς παγκόσμιους ανταγωνιστές της, προσδίνοντας νέα διάσταση στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.
Εχοντας πείρα από ανάλογα χτυπήματα στο παρελθόν, ενισχύεται το συμπέρασμα ότι η επίθεση με τα χημικά στην πόλη Χαν Σεϊχούν της Συρίας ήταν το πρόσχημα που αναζητούσαν οι ΗΠΑ για να ρίξουν «λάδι στη φωτιά» της αντιπαράθεσης με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Απ' αυτή τη σκοπιά, η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει κάλυψη στην επίθεση των ΗΠΑ, συνυπογράφοντας την περασμένη Δευτέρα τη «Διακήρυξη της Μαδρίτης» με τα άλλα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου, πέρα από μνημείο υποκρισίας απέναντι στον πολύπαθο λαό της Συρίας, αλλά και τον ελληνικό λαό, αποτελεί συμβολή στην όξυνση της έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή.
Επιβεβαιώνει, ταυτόχρονα, το σχεδιασμό της ελληνικής αστικής τάξης να εμπλέξει το λαό ακόμα βαθύτερα στους επικίνδυνους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, για να υπηρετήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή και ευρύτερα.
Πολεμικά πεδία μιας ευρύτερης σύγκρουσης
Βέβαια, η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κράτη, ούτε ευθύγραμμη είναι, ούτε γίνεται χωρίς αντιφάσεις. Αλλωστε, σε όλη τη διάρκεια του εξάχρονου πολέμου στη Συρία, είδαμε συμμαχίες να αναδιατάσσονται, συσχετισμούς να αλλάζουν, σχέδια να αναπροσαρμόζονται.
Το ίδιο συμβαίνει τώρα με μεγαλύτερη ένταση, καθώς το «Ισλαμικό Κράτος» χάνει έδαφος στα πεδία των μαχών και πλησιάζει η ώρα της διανομής της λείας ανάμεσα στους βασικούς παίκτες του πολέμου στη Συρία, που μαζί με το Ιράκ και την ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου και της Β. Αφρικής, αποτελούν εστία μιας ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης με παγκόσμιες διαστάσεις.
Ετσι πρέπει να ιδωθεί ο πόλεμος στη Συρία: Ως ένα πεδίο στρατιωτικής αναμέτρησης ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και κέντρων, που συγκρούονται μεταξύ τους, εξοπλίζοντας, αξιοποιώντας και στηρίζοντας αντιμαχόμενα στρατόπεδα, στο έδαφος της διαιρεμένης εθνοτικά και θρησκευτικά χώρας. Από τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, ξεχωρίζουν η Ουκρανία και η Λιβύη, όπου επίσης καταγράφεται μεγάλη κινητικότητα, προμηνύοντας σοβαρές εξελίξεις.
Επομένως, κανείς δεν δικαιούται να λέει «δεν ήξερα» σε ό,τι αφορά το μέγεθος της σύγκρουσης και το πραγματικό διακύβευμα στη Συρία. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την ελληνική κυβέρνηση, που χωρίς φραγμούς και αναστολές συμμετέχει ενεργά στην ιμπεριαλιστική επέμβαση, ως χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ και μάλιστα ανταγωνιστικά προς την Τουρκία.
Απ' αυτή τη σκοπιά, είναι αστείο, αν όχι επικίνδυνα υποκριτικό, να ισχυρίζεται ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών ότι «στη Συρία πρέπει να υπάρξει πολιτική λύση» και ο πρωθυπουργός να καλεί την ΕΕ να εντείνει τη «διπλωματική δράση», προκάλυμμα της ενεργότερης συμμετοχής στην επικείμενη διανομή της λείας.
Πολύ περισσότερο που στον Ελληνα ΥΠΕΞ ανήκει η παρακάτω κυνική ανάλυση της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί στη Συρία: «Το πρόβλημα δεν είναι ότι εννιά χώρες έχουν επέμβει στη Συρία και πολεμούν έναν αντίπαλο, το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι χώρες πολεμούν διαφορετικούς αντιπάλους. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εξαντλούνται οι μαχόμενοι στη Συρία και στο Ιράκ, ιδιαίτερα στη Συρία, με τους κανόνες που εξαντλούνται όσοι συμμετέχουν σε έναν εμφύλιο πόλεμο.
(...) όταν ο πόλεμος είναι πόλεμος δια αντιπροσώπων, σημαίνει ότι τρίτες δυνάμεις διαθέτουν την ικανότητα - δυνατότητα να φτιάχνουν μεγάλες ροές των λεγόμενων μαχητών (...) επίσης συμπληρώνονται, έρχονται απ' έξω και οι εξοπλισμοί. Αυτό σημαίνει ότι η "ικανότητα" δράσης πολεμικής και επιβίωσης πολεμικής μεγαλώνει. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες περιοχές του πλανήτη που έχουμε αυτές τις εντάσεις».
Ο ρόλος και οι επιδιώξεις της Ελλάδας
Για να ερμηνευτούν καλύτερα η στάση και ο ρόλος της Ελλάδας, θυμίζουμε τι έλεγε ο νέος Αμερικανός πρέσβης σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του στον ελληνικό Τύπο: «Υπάρχει ένα διάγραμμα με τρεις κύκλους. Ο ένας αφορά τη Βόρεια Αφρική, ο άλλος την Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία και ο τρίτος τη Μαύρη Θάλασσα και μια πιο επιθετική και επεκτατική Ρωσία. Το μέρος όπου αυτοί οι τρεις κύκλοι συναντώνται είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι το υφιστάμενο στρατηγικό πλαίσιο (...) Ο γεωστρατηγικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή είναι πολύ σημαντικός. Παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, πυλώνας σταθερότητας και δημοκρατικής διακυβέρνησης σε μια περιοχή που αντιμετωπίζει προκλήσεις».
Είναι, επομένως, φανερό ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει ρόλο στην περιοχή, άμεσα συνδεδεμένο με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης να αναβαθμιστεί έναντι των (ισχυρότερων) περιφερειακών ανταγωνιστών της. Διακηρυγμένος στόχος είναι να ευοδωθούν τα σχέδια για ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο, που θα συμβάλει στην ανάκαμψη της κερδοφορίας ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, τα οποία δραστηριοποιούνται ήδη, επενδύουν ή σκοπεύουν να επενδύσουν κεφάλαια στην Ελλάδα.
Το σχέδιο αυτό, που προϋποθέτει τη βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στο καμίνι των ανταγωνισμών και του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με ανοιχτό το ενδεχόμενο της άμεσης συμμετοχή σε μια πιο γενικευμένη στρατιωτική αναμέτρηση, υπηρετεί με χαρακτηριστική συνέπεια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων και δυνάμεων.
Ετσι πρέπει να ερμηνευτούν τα πήγαινε - έλα των υπουργών στις ΗΠΑ, τα πανηγύρια για τη γρήγορη ανάπτυξη σχέσεων με την κυβέρνηση Τραμπ, οι συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι για αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, μέρος της οποίας είναι και η πενταετής επέκταση της συμφωνίας παραχώρησης της βάσης της Σούδας.
Ετσι πρέπει να ερμηνευτεί και η προσπάθεια παραπέρα σύσφιξης των σχέσεων με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και ο Λίβανος, που πέρα από παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, είναι και χώρες με μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα, στη μεταφορά των οποίων προς την Ευρώπη διεκδικεί να πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα.
Μια κυνική ανάλυση
Ολα αυτά τα σχέδια και οι προκλήσεις αποτυπώνονται με αφοπλιστικά κυνικό τρόπο στις αναλύσεις των αστικών επιτελείων, που αναλαμβάνουν να ζυμώσουν μέσα στο λαό την άποψη ότι είναι «εθνική υπόθεση» και προς το «κοινό συμφέρον» να αναβαθμίσει το ρόλο της η Ελλάδα στην περιοχή, ανεξάρτητα από τους τεράστιους κινδύνους που ελλοχεύουν για το λαό.
Μια τέτοια ανάλυση γράφτηκε πριν από λίγους μήνες στον αστικό Τύπο («Καθημερινή») και έχει ενδιαφέρον να καταγραφούν ορισμένα σημεία της: «Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας αμφισβητείται, πλέον, ανοικτά. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία έχει μπει σε έναν δρόμο όπου, στην... καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούν να βγάλουν άκρη. Συνεχίζει ασφαλώς να είναι μια πολύ μεγάλη χώρα, σε κρίσιμη γεωστρατηγική τοποθεσία και με σημαντικές επιχειρησιακές δυνατότητες. Εχει όμως χαθεί η εμπιστοσύνη.
(...) Μπορεί, λοιπόν, η Ελλάδα να αναπληρώσει το ενδεχόμενο κενό; Εξαρτάται από το αν και πόση "μπάλα" θα παίξει. Οι Ελληνες πολιτικοί συνήθιζαν να ευλογούν τα γένια της χώρας αναφερόμενοι στη γεωπολιτική της θέση. Σημασία, όμως, δεν έχει να έχεις το καλό οικόπεδο, αλλά τι κάνεις με αυτό. Η κυβέρνηση, με ισραηλινές "πλάτες", έχει μπει σε ένα στρατηγικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσε να καταλήξει σε πρακτικά αποτελέσματα. Η επίτευξη μιας μακροχρόνιας συμφωνίας για τη βάση της Σούδας θα επέτρεπε στους Αμερικανούς να την αναβαθμίσουν ξοδεύοντας κονδύλια για υποδομές. Αυτή είναι μία από τις πολλές ιδέες και τα σενάρια που συζητούνται.
(...) Η Ελλάδα είναι χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και ενδέχεται να κληθεί να παίξει ενεργά αυτόν το ρόλο. Θα χρειαστούν ισχυρή πολιτική βούληση και συναίνεση για να παιχθεί αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι αστείο, ούτε παιχνίδι να αναλάβεις ρόλους και αποστολές, όταν επί δεκαετίες φοβόσουν να στείλεις έναν στρατιωτικό αστυνομικό στο Αφγανιστάν. Και επίσης, θα αποκτήσουμε εχθρούς με αυτή την επιλογή και θα αναλάβουμε και ρίσκα, όπως, π.χ., το να γίνουμε στόχος φανατικών ισλαμιστών. Οι εξελίξεις, όμως, τρέχουν. Η ώρα των αποφάσεων μπορεί και να μην απέχει πολύ».
Οι λαοί θα πουν την τελευταία λέξη
Στην Πολιτική Απόφαση που ψήφισε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ καταγράφεται η εκτίμηση πως «θα συνεχιστούν οι τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις, ως έκφραση και αποτέλεσμα των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, με πιθανά πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων τη Μέση Ανατολή, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια, τη Βόρεια Αφρική, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ουκρανία, τη Βαλτική, την Αρκτική και τη Θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας».
Ειδικά για την περιοχή μας, σημειώνεται ότι «είναι πιθανή η όξυνση της κατάστασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με την εμπλοκή και άλλων χωρών. Η αμφισβήτηση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης εντάσσεται στις σχέσεις ανταγωνισμού της με την ελληνική αστική τάξη στην περιοχή».
Τονίζεται, επίσης, ότι «η ελληνική αστική τάξη έχει ενεργό συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, επεμβάσεις, ανταγωνισμούς και πολέμους, με γνώμονα την αναβάθμιση της θέσης της στην ευρύτερη περιοχή. Εχει ευθύνη για μια ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή της χώρας».
Οι αναλύσεις αυτές και οι εκτιμήσεις έχουν μεγάλη σημασία μπροστά στις εξελίξεις και πρέπει να γίνουν αντικείμενο πλατιάς συζήτησης με το λαό. Οχι για να προκαλέσουν φόβο, αλλά για να βοηθήσουν στη σωστή ερμηνεία των εξελίξεων, στην ανάδειξη των πραγματικών αιτιών και των υπευθύνων, πίσω από το σύννεφο της σκόνης που σηκώνουν η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα.
Προπάντων, όμως, για να συσπειρωθούν και να κινητοποιηθούν εργατικές - λαϊκές δυνάμεις ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία, στη συμμετοχή της Ελλάδας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Οπως σημειώνει η Πολιτική Απόφαση, «να δυναμώσει η πάλη ενάντια στις κυβερνήσεις της αστικής τάξης, που προετοίμασαν το έδαφος με την αστική τάξη άλλων κρατών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και οδήγησαν στο σφαγείο τα παιδιά του λαού. Να συντονιστεί η πάλη με το εργατικό - λαϊκό κίνημα άλλων κρατών, να συνδεθεί με το στόχο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα και σε γειτονικές χώρες, για να ζήσουν ειρηνικά οι λαοί τους, με εργατική εξουσία».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις