Συμμετοχή Κομμουνιστικών Κομμάτων σε κυβερνήσεις: Διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση;
Τους
τελευταίους μήνες βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη η δυνατότητα συμμετοχής
κάποιων (πρώην) κομμουνιστικών κομμάτων σε κυβερνήσεις. Στη Γερμανία «η
Αριστερά» (DieLinke) συμμετείχε και συμμετέχει ακόμα σε
περιφερειακές κυβερνήσεις. Το κόμμα συζήτησε για μια πιθανή συμμετοχή σε
ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στην Ελλάδα και στη Ολλανδία ο αριστερός συνασπισμός
ΣΥΡΙΖΑ και «Socialistische Partij»
ανακοίνωσαν ξεκάθαρα τη θέληση τους να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Η επαρκής πλειοψηφία του γαλλικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2012 απέκλισε το ζήτημα νέας συμμετοχής του
Γαλλικού ΚΚ (ΓΚΚ) στην κυβέρνηση. Το ΓΚΚ, η ιταλική Κομμουνιστική Ανανέωση και
το Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών συμμετείχαν σε κυβερνήσεις τις τελευταίες
δεκαετίες.
Το
2008 οι εκλογικές επιτυχίες που είχαν κάποια από αυτά τα κόμματα οδήγησαν το βρετανικό
αριστερό περιοδικό «The New
Statesman» στο εξής συμπέρασμα:
«μην
έχετε καμία αμφιβολία, ο σοσιαλισμός, ο καθαρός ανόθευτος σοσιαλισμός, μια ιδεολογία που οι φιλελεύθεροι
καπιταλιστές θεωρούσαν νεκρή για πολλά χρόνια, επιστρέφει δυναμικά. Σε όλη την
ήπειρο υπάρχει σαφής τάση αμφισβήτησης των παραδοσιακών κεντροαριστερών
κομμάτων από ξεκάθαρα σοσιαλιστικά κόμματα. Τα κόμματα που αμφισβητούνται
υπερασπίζονται την επανακρατικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων κρατικών
επιχειρήσεων και το σταμάτημα της περαιτέρω απελευθέρωσης του δημόσιου τομέα.
Ζητούν την επιβολή νέων φόρων περιουσίας
και ριζική αναδιανομή του πλούτου. Υπερασπίζονται το κράτος πρόνοιας και τα
δικαιώματα όλων των πολιτών σε αξιοπρεπείς συντάξεις και δωρεάν υγεία.
Αντιτίθενται σθεναρά στον πόλεμο και την περεταίρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Το πιο
βασικό απ’ όλα είναι ότι αμφισβητούν το οικονομικό σύστημα στο οποίο τα
συμφέροντα των απλών εργαζομένων υποτάσσονται σε αυτά του κεφαλαίου[1]».
Δυστυχώς
αυτά τα οράματα για ένα λαμπρό σοσιαλιστικό μέλλον της Ευρώπης μέσα από τις
κάλπες ξεπεράστηκαν από τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα και πολύ περισσότερο
από την πολιτική εξέλιξη αυτών των κομμάτων.
Η Ιταλική τραγωδία
Τα
περισσότερα από αυτά τα κόμματα ιδρύθηκαν αφού πραγματοποιήθηκε η Βελούδινη
Αντεπανάσταση του Γκορμπατσόφ. Στην Ιταλία, το ιστορικό Ιταλικό Κομμουνιστικό
Κόμμα (ΙΚΚ) μεταμορφώθηκε το 1991 στο συνέριο του στο Ρίμινι σε κανονικό
σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Την ίδια χρονιά οι Ιταλοί κομμουνιστές ίδρυσαν το
Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Η εσωκομματική συζήτηση για τη στρατηγική
πορεία της Επανίδρυσης έμεινε ανοιχτή για πολύ καιρό. Η συζήτηση επιταχύνθηκε
με την προεδρία του Bertinotti. Στο πέμπτο συνέδριο της Επανίδρυσης το
Φλεβάρη του 2002 παρουσίασε τις 63 θέσεις του ως συλλογή «καινοτομιών».
Ανακάλυψε μια «νέα εργατική τάξη» που γεννήθηκε το 2001 στη Γένοβα, μια «νέα
έννοια του κόμματος». Πέταξε στα
σκουπίδια το «παρωχημένο» κόμμα της πρωτοπορίας και το αντικατέστησε με «το
κόμμα ως μέρος του κινήματος των κινημάτων». Βρήκε «έναν νέο ορισμό του
ιμπεριαλισμού» όπου ο κόσμος δεν είναι πλέον χωρισμένος σε καπιταλιστικά μπλοκ
και ο πόλεμος δεν είναι πλέον μέσο για την αναδιανομή του. Ο παλιός δημοκρατικός συγκεντρωτισμός
αντικαθίσταται από το δικαίωμα των τάσεων. Ο κομμουνισμός μπορεί να
αναζωογονηθεί μόνο με την πλήρη ρήξη με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό[2]».
Μετά
από 36 μήνες καινοτομιών η ηγεσία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης είναι έτοιμη
να συμμετάσχει στην κυβέρνηση με τους
χριστιανοδημοκράτες του Romano Prodi
και τη σοσιαλδημοκρατία του D’Alema.
Στο 6ο Συνέδριο της Επανίδρυσης το Μάρτη του 2005 ο Bertinotti δηλώνει ότι το κόμμα
του πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη σε μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων και ότι
η συμμετοχή στην κυβέρνηση έχει γίνει το αναγκαίο πέρασμα σε αυτήν την
κατεύθυνση. Στην εισηγητική του ομιλία κάλεσε το κόμμα «να συμμετάσχει στην
ανασυγκρότηση ενός κύκλου μεταρρυθμίσεων όπου θα συνενώνονται ο ριζοσπαστιμός,
η βαθμιαία εξέλιξη, η πρόοδος και μεταρρύθμιση, η δημοκρατία και η αλλαγή...»
Στο κλείσιμο του καλεί το Συνέδριο δήλωσε: « η κυβέρνηση, ακόμα και η
χειρότερη, είναι μόνο ένα πέρασμα , ένα πέρασμα συμβιβασμού. Το κόμμα πρέπει να είναι σε θέση που θα
μπορεί να προβάλει τη στρατηγική του, να δείχνει ότι θέλει να πάει
παρακάτω...».
Για
να αποφύγει την κριτική στην Επανίδρυση για τη σύναψη φιλοευρωενωσιακού
συνασπισμού με το RomanoProndi, πρώην πρόεδρο της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Bertinotti δεν βρήκε καλύτερη
δικαιολογία από τις γνωστές σοσιαλδημοκρατικές πιρουέτες: «Πρέπει να
προβάλλουμε την άποψη ότι τα κινήματα και το κόμμα πρέπει να διατηρούν την αυτονομία τους από την
κυβέρνηση. Το κόμμα δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κυβέρνηση. Πρέπει να
διατηρεί τη δική του γραμμή και στρατηγική που πάει πέρα από αυτήν της
κυβέρνησης».
Το
γνωστό μέλος της λέσχης Bilderbeg, oRomanoProndi, που ήταν παρών στο συνέδριο κατάλαβε πολύ
καλά τη στροφή 180° που έκανε ο ηγέτης της Επανίδρυσης: «αυτές είναι προτάσεις
ενός ρεφορμιστικού κόμματος που είναι
έτοιμο να αναλάβει την κυβερνητική ευθύνη».
Σε
λιγότερο από δέκα χρόνια ο Bertinotti κατάφερε να θέσει ένα
μεγάλο επαναστατικό δυναμικό υπό τον έλεγχο του συστήματος. Το 2007 η
Επανίδρυση εντάχθηκε στο «Συνασπισμό της Ελιάς». Χωρίς ξεκάθαρη
αντικαπιταλιστική αριστερή αντιπολίτευση στις πολιτικές πολέμου και λιτότητας
της κυβέρνησης Prondi η δεξιά κάλυψε το πολιτικό κενό και ο Berlusconi
επέστρεψε σαρωτικά στην εξουσία. Στην πανωλεθρία της εκλογικής αριστεράς η
Επανίδρυση έχασε όλη την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση. Αυτό αποτελεί την πιο
πρόσφατη πείρα του κακού που μπορεί να κάνει ο αναθεωρητισμός. Σήμερα το
ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε βαθιά κρίση.
Ο
20ος αιώνας έχει ήδη αποδείξει την αποτυχία αυτών που προσποιούνταν ότι θα
αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος της εργατικής τάξης μέσα από
πλειοψηφίες στα αστικά κοινοβούλια.
Στο
πλαίσιο της ευφορίας της εκλογικής νίκης του Mitterand το 1981 το πρόεδρος του ΓΚΚ GeorgeMarchais έστειλε τέσσερις κομμουνιστές στην κυβέρνηση
για να αλλάξουν το «συσχετισμό δυνάμεων». Ο ηγέτης του ΓΚΚ RolandLeroy
εξήγησε: «η παρουσία μας συνάδει με την αποστολή και τη στρατηγική μας: να
χρησιμοποιήσουμε κάθε ευκαιρία για να κάνουμε ακόμα και το πιο μικρό βήμα
μπροστά για την οικοδόμηση ενός πραγματικού σοσιαλισμού με δημοκρατικά μέσα[3]».
Αντί
για έναν πραγματικό σοσιαλισμό η γαλλική εργατική τάξη είδε την απελευθέρωση
του «Κώδικα Εργασίας», την παραπέρα μείωση της κοινωνικής ασφάλειας και την
αποσύνδεση των μισθών από τον δείκτη των τιμών. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, τον
Ιούλη του 1997, η ηγεσία του ΓΚΚ έκανε ξανά το ίδιο πράγμα. Τρεις κομμουνιστές
υπουργοί συμμετείχαν στην κυβέρνηση της «Πλουραλιστικής Αριστεράς»
(Σοσιαλιστικό Κόμμα - ΓΚΚ - Πράσινοι – Κίνημα των Πολιτών) που ανέβηκε στην
εξουσία μετά τους μεγάλους αγώνες του 1995. Το αποτέλεσμα; Η κυβέρνηση Jospin
έκανε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις απ’ ότι οι κυβερνήσεις Juppé
και Balladur. Η ιδιωτικοποίηση της AirFrance έγινε υπό την εποπτεία
του κομμουνιστή υπουργού μεταφορών Jean-Claude
Gayssot. HThomson, η AirFrance,
η FranceTélécom,
οι ασφαλιστικές εταιρίες GAN
και CIC, η Société MarseillaisedeCrédit,
η CNP, η Aérospatialeάνοιξαν
για το κεφάλαιο. Η ηγεσία του ΓΚΚ παρέμεινε στην κυβέρνηση του πολέμου (κυβέρνηση Jospin)
όταν το 1992 η Γαλλία υποστήριξε το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ.
Φυσικά
έγιναν και κάποιες παραχωρήσεις στα αιτήματα των συνδικάτων όμως, όπως συνέβη
το 1935 με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, ήταν κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα
των τεράστιων αγώνων που προηγήθηκαν ή συνόδευσαν την εκλογική νίκη της
αριστεράς.
Το
να παριστάνεις ότι αλλάζεις το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος των εργαζομένων
στο κοινοβουλευτικό πεδίο φαίνεται παράλογο στα μάτια όλων αυτών που βλέπουν το
εκλογικό τσίρκο, που βλέπουν τις χιλιάδες ομάδες συμφερόντων και δεξαμενών
σκέψης να πληρώνονται από τους επιχειρηματικούς ομίλους για να επηρεάζουν άμεσα
τις πολιτικές αποφάσεις. Το πώς «ο πλούτος ασκεί έμμεσα αλλά με μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα» την εξουσία του φαίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού
στις ΗΠΑ. Το 2000 οι 429 υποψήφιοι με τις καλύτερα χρηματοδοτούμενες
εκστρατείες κατέλαβαν τις πρώτες 429 θέσεις
στο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Οι λιγότερο «τυχεροί» υποψήφιοι κατέλαβαν τις
θέσεις 430-469[4]...
Αν
υπάρχει κάποιο όφελος σε όλο το έπος του νεοφιλελευθερισμού είναι το εξής: ο
έλεγχος των ισχυρότερων ομάδων του κεφαλαίου πάνω στα εθνικά κράτη, στους
ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς δεν ήταν
ποτέ τόσο ανοιχτός και ξεδιάντροπος. Εδώ και πολλές δεκαετίες οι πραγματικές
αποφάσεις είναι προνόμιο της εκτελεστικής εξουσίας ενώ το κοινοβούλιο δεν είναι
παρά μηχανή ψηφοφοριών που πρέπει απλά να επικυρώνει τις αποφάσεις που έχουν ήδη
παρθεί στο επίπεδο της κυβέρνησης. Όλο και περισσότερο οι νόμοι ετοιμάζονται
από υπουργικά συμβούλια και ακόμη και άμεσα από ομάδες συμφερόντων των μεγάλων
επιχειρήσεων.
Υπάρχει "τρίτος δρόμος" ανάμεσα στην επανάσταση και το ρεφορμισμό;
Φυσικά
πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πλειοψηφία σήμερα στην Ευρώπη αναγνωρίζει το
σημερινό κοινωνικό σύστημα ως το μόνο δυνατό. Οι κομμουνιστές της Ευρώπης
πρέπει να προσαρμόσουν την τακτική τους σε αυτό. Ο κοινοβουλευτικός, ειρηνικός
δρόμος για το σοσιαλισμό βασίζεται στην αυταπάτη ότι το μεγάλο κεφάλαιο θα
κάνει στην άκρη οικιοθελώς και θα παραδώσει αμαχητί την κρατική μηχανή στην
εργατική τάξη, όταν αυτή αποκτήσει επαρκή εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο.
Προϋπόθεση
για τη διαρκή ειρήνη και την κοινωνική πρόοδο είναι η σοσιαλιστική κοινωνία και
η σοσιαλιστική επανάσταση. Η επαναστατική διαδικασία απαιτεί ευελιξία στην
τακτική, προσαρμογή στην πολιτική πραγματικότητα, ακριβή αξιολόγηση του στόχου
σε κάθε μάχη, ακριβή γνώση των ταξικών αντιθέσεων και των σχέσεων εξουσίας και
ευρείες συμμαχίες.
Παλεύουμε
για μεταρρυθμίσεις, παλεύουμε για την ενίσχυση της πολιτικής και οργανωτικής
δύναμης του εργαζόμενου πληθυσμού. Δεν τους λέμε: «θα το λύσουμε εμείς για
εσάς» αλλά εστιάζουμε στο «πάρτε τη μοίρα σας στα χέρια σας». Στη μάχη οι
εργάτες αποκτούν εμπειρία και το καθήκον μας είναι να τους θέσουμε τη
μακροπρόθεσμη σοσιαλιστική προοπτική. Ακόμα και στην περίπτωση των
μεταρρυθμίσεων το αποφασιστικό στοιχείο δεν είναι το κοινοβούλιο ή οι εκλογές
αλλά οι αγώνες. Ό,τι έχει καταφέρει το εργατικό κίνημα κατακτήθηκε με την
οργάνωση, τις καμπάνιες και τη δημιουργία ευνοϊκού συσχετισμού δυνάμεων στους
δρόμους.
Ευρωπαϊκή Αριστερά
Ανάμεσα
στους ιδρυτές του ΚΕΑ στις 8 και 9 Μάη 2004 ήταν τα δυο κόμματα που αναφέρθηκαν
παραπάνω, η Κομμουνιστική Επανίδρυση και το ΓΚΚ. 300 αντιπρόσωποι από 15
κόμματα από 12 ευρωπαϊκές χώρες ενέκριναν το καταστατικό και το Μανιφέστο του
νέου κόμματος. Πρόεδρος έγινε ο Bertinotti.
Το
ΚΕΑ είναι ένα ποιοτικό άλμα από την επανάσταση στον (αριστερό) ρεφορμισμό είπε
ένας από τους ιδρυτές, ο πρόεδρος του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού
(ΚΟΔΗΣΟ), Lothar Bisky. Σε μια συνέντευξη στην
εφημερίδα Freitag αναφέρει: «για τις πολιτικές δυνάμεις στην
Ευρωπαϊκή Ένωση που προέρχονται από το
επαναστατικό εργατικό κίνημα το ΚΕΑ σημαίνει ένα νέο ποιοτικό βήμα στη
διαδικασία προσαρμογής, στον αριστερό σοσιαλισμό[5].
Ούτε
στο “Μανιφέστο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς” ούτε στο “Καταστατικό” υπάρχει κάποια
αναφορά στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στις εγγενείς οικονομικές
κρίσεις αυτού συστήματος, στο φονικό ανταγωνισμό των μονοπωλιακών επιχειρήσεων,
την αναδιανομή του κόσμου από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το ΚΕΑ
υπόσχεται μια «προοδευτική εναλλακτική», «ειρήνη», «κοινωνική δικαιοσύνη»,
«βιώσιμη ανάπτυξη» και άλλα πολλά όμορφα πράγματα που κανένας δεν μπορεί να
φέρει αντίρρηση[6].
Παραμένει
ασαφές και πάντα περιορισμένο μέσα στα όρια του συστήματος και των σχέσεων
ιδιοκτησίας. Μάταια θα αναζητήσει κανείς κάποια αναφορά στη στρατηγική της
κοινωνικής επανάστασης. Αντίθετα, το Κόμμα επικεντρώνεται αποκλειστικά στη
«ριζική μεταρρύθμιση» των θεσμών του συστήματος: «θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι
οι εκλεγμένοι θεσμοί –το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια-
αποκτούν περισσότερη εξουσία και έλεγχο[7]».
Die Linke
Ένα
σημαντικό κόμμα μέσα στο ΚΕΑ είναι το Γερμανικό Κόμμα «η Αριστερά» (Die
Linke). Προέκυψε από την ενοποίηση του ΚΟΔΗΣΟ (Κόμμα του
Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, διάδοχου του ΕΣΚΓ, του κυβερνόντος κόμματος της ΓΛΔ)
και της WASG (Εκλογική Εναλλακτική για την Κοινωνική Δικαιοσύνη-
απογοητευμένοι σοσιαλδημοκράτες, συνδικαλιστικά στελέχη και τροτσκιστικές
ομάδες στη δυτική Γερμανία).
Η
WASG γεννήθηκε από τις διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) - Πρασίνων του Gerhard
Schröder το 2005. Η μεταρρύθμιση HartzIV
αποκλείει τους άνεργους από τα επιδόματα ανεργίας στον ένα χρόνο και τους
σπρώχνει στο σύστημα κοινωνικής βοήθειας δημιουργώντας έναν τεράστιο κλάδο
χαμηλόμισθων. Οι συνέπειες της μεταρρύθμισης HartzIV είναι καταστρεπτικές
για ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης.
Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ για την
κοινωνική κατάσταση στη Γερμανία το 13%
του πληθυσμού ζει σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας και 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι, παρότι δουλεύουν,
χρειάζονται επιπλέον στήριξη γιατί το εισόδημα τους δεν επαρκεί για να ζήσουν.
Η φτώχεια πλήττει 2,5 εκατομμύρια παιδιά. Οι έρευνες δείχνουν ότι 25% των
μαθητών πηγαίνουν σχολείο χωρίς να έχουν φάει πρωινό. Σε πολλά σχολεία δεν
παρέχεται ζεστό γεύμα το μεσημέρι. Στην ανατολική Γερμανία, 20 χρόνια μετά την
επανένωση, η ανεργία είναι διπλάσια απ’ ότι στη Δύση.
Υπάρχει
αυξανόμενη φτώχεια στην τρίτη ηλικία λόγω της μείωσης των ήδη χαμηλών συντάξεων
και των απάνθρωπων συνθηκών σε κάποια γηροκομεία. Την περίοδο 2001-2010 οι
συντάξεις αυξήθηκαν κατά μέσο μόνο κατά 0,82% ετησίως ενώ ο μέσος πληθωρισμός
έφτασε το 1,35% και αυξάνεται. Σήμερα 8,2 εκατομμύρια άνθρωποι απασχολούνται με
προσωρινές σχέσεις εργασίας η δουλεύουν σε minijobsβγάζοντας λιγότερο από
400 το μήνα. «75% των νέων θέσεων εργασίας είναι μη μόνιμες. Όλα αυτά γίνονται
για το συμφέρον των υπερπλουσίων. Το 2010 στη Γερμανία υπήρχαν 924.000
εκατομμυριούχοι, που αυξήθηξκαν 7,2% σε τρία χρόνια.
Αυτή
η «μεταρρύθμιση» διάσπασε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και έκανε τον Lafontaine,
πρώην σοσιαλδημοκράτης υπουργός, να αποχωρήσει από το κόμμα. Ο Lafontaine ακολουθήθηκε από
ολόκληρα τμήματα του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Έφτιαξαν την WASG.
Το ενοποιημένο κόμμα WASG-ΚΟΔΗΣΟ έγινε « dieLINKE»
και στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 συγκέντρωσε 11,9% των ψήφων,
κερδίζοντας 78 έδρες. Τα μέλη του αυξήθηκαν σε 80.000.
Όμως
τρία χρόνια αργότερα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η LINKEθα
δυσκολευτεί στις επόμενες εκλογές να φτάσει το αντιδημοκρατικό πλαφόν 5% που ισχύει για όλα τα εθνικά και περιφερειακά
κοινοβούλια. Το Μάη του 2012 έχασε τις έδρες της σε δυο κοινοβούλια στη Δυτική
Γερμανία, στο Σλέσβιγκ Χολστάιν (έπεσε
από 6% σε 2,2%) και στη Βόρεια Ρηνανία
Βεστφαλία (από 6,2% σε 2,2%). Ο αριθμός των μελών έπεσε κάτω από 70.000.
Η νέα σοσιαλδημοκρατία
Στο
Συνέδριο της Ερφούρτης το 2011 η LINKEενέκρινε ένα νέο
πρόγραμμα. Παρουσιάζεται ως σύνθεση ανάμεσα στις λεγόμενες μαρξιστικές τάσεις
και τους ρεφορμιστές ρεαλιστές (realos).
H LINKE
είναι ένα «σοσιαλιστικό κόμμα που παλεύει για εναλλακτικές για ένα καλύτερο
μέλλον» (σ.4). Αυτό το μέλλον κατανοείται πολύ σωστά ως «ζωή με ασφάλεια, για ένα ελάχιστο εγγυημένο
εισόδημα χωρίς κυρώσεις πάνω από τα όρια φτώχειας και πλήρη προστασία από τις
απολύσεις.
Για
μια κατοχυρωμένη σύνταξη πάνω από τα όρια φτώχειας, για όλους τους
εργαζόμενους, για κοινωνική ασφάλεια, υγεία και πρόνοια, καλής ποιότητας
εκπαίδευση στην οποία θα μπορούν όλοι να έχουν πρόσβαση, για την πολιτιστική
διαφορετικότητα και τη συμμετοχή όλων στον πολιτιστικό πλούτο της κοινωνίας,
για ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα το οποίο θα ελαφρύνει αυτούς που έχουν χαμηλά
και μεσαία εισοδήματα, θα επιβαρύνει περισσότερο τους μεγάλους εισοδηματίες, θα
βασίζεται περισσότερο στις μεγάλες περιουσίες, τις κληρονομιές, για την επιβολή
της δημοκρατίας και των άρχων του κράτους δικαίου εναντία στον εκβιασμό των πολυεθνικών,
για την κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων στη βάση του φύλλου, της ηλικίας, της
κοινωνικής θέσης, της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της εθνικής καταγωγής, του
σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας ή λόγω της αναπηρίας
οποιασδήποτε μορφής».
Όμως
δεν είναι ξεκάθαρο αν όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν σε αυτό το καπιταλιστικό
σύστημα ή αν αυτό το σύστημα πρέπει να καταργηθεί. Σε ένα σημείο λένε ότι
«χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα: το δημοκρατικό
σοσιαλισμό (σ. 4). Η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» επικρίνεται ως
«συμβιβασμός ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο που ποτέ δεν
εξουδετέρωσε την άγρια εκμετάλλευση της φύσης ούτε τις πατριαρχικές σχέσεις στη
δημόσια και ιδιωτική σφαίρα». Σε άλλα σημεία το πρόβλημα δεν είναι το σύστημα
αλλά ο «ανεξέλεγκτος» καπιταλισμός (σ. 58), «το νεοφιλελεύθερο πολιτικό
μοντέλο» (σ. 56) και οι «απελευθερωμένες χρηματαγορές» (σ. 15).
Το
κείμενο μιλάει για μια «μακρά διαδικασία χειραφέτησης στην οποία ξεπερνιέται η
κυριαρχία του κεφαλαίου από δημοκρατικές, κοινωνικές και οικολογικές δυνάμεις»
που οδηγεί σε μια «κοινωνία του δημοκρατικού σοσιαλισμού» (σ.5). Από τη μια «το αποφασιστικό ζήτημα για την
κοινωνική αλλαγή είναι το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Όσο οι αποφάσεις των μεγάλων
επιχειρήσεων θα προσανατολίζονται στα
κέρδη των μετόχων αντί στα συλλογικά συμφέροντα η πολιτική θα χειραγωγείται και
η δημοκρατία θα διαβρώνεται».
Από
την άλλη όμως «η δημόσια ιδιοκτησία είναι (περιορισμένη σε) υπηρεσίες κοινής
ωφέλειας, στις κοινωνικές υποδομές, στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας και στο
χρηματοπιστωτικό τομέα» (σελ. 5). Το πρόγραμμα αντιγράφει την παλιά
σοσιαλδημοκρατική θέση της «δημοκρατίας που εκτείνεται στην λήψη οικονομικών
αποφάσεων και υποτάσσει όλες τις μορφές ιδιοκτησίας σε απελευθερωμένα,
κοινωνικά και οικολογικά πρότυπα. Χωρίς τη δημοκρατία στην οικονομία η
δημοκρατία παραμένει ατελής...». Λοιπόν, αυτό το «διαφορετικό δημοκρατικό οικονομικό σύστημα θα είναι μια ρυθμιζόμενη οικονομία της
αγοράς. Θα «υποβάλλουμε τη ρύθμιση της παραγωγής και της διανομής από την αγορά
σε δημοκρατικό, κοινωνικό και οικολογικό πλαίσιο και έλεγχο». «Οι επιχειρήσεις
πρέπει να υποβάλλονται σε αυστηρό έλεγχο ανταγωνισμού» (σελ 5).
Ο
δημοκρατικός έλεγχος της οικονομικής ανάπτυξης «προϋποθέτει τον περιορισμό των
χρηματαγορών και την επιστροφή τους στη βασική τους λειτουργία για τη
εξυπηρέτηση της πραγματικής οικονομίας. Την απαγόρευση των κερδοσκοπικών
κεφαλαίων (σελ 29) σε συνδυασμό με μέτρα κεϋνσυανού τύπου με στόχο την
«ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης» (σ. 28).
Η
Εργατική τάξη δεν έχει ρόλο στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Γίνεται
λόγος για το «κέρδισμα πλειοψηφιών» (σ. 20) και το «δημοκρατικό σοσιαλισμό» που
μπορούν να επιτευχθούν μέσα στις «δημοκρατικές» δομές του γερμανικού
συντάγματος και του «κοινωνικού κράτους δικαίου».
Πρέπει
να καταργηθούν οι μυστικές υπηρεσίες όμως ο «δημοκρατικός έλεγχος» του στρατού
και της αστυνομίας αρκεί για να μετατραπούν σε εργαλεία του σοσιαλισμού.
Δεν
θίγεται η ίδια η ουσία του αστικού κράτους, το ιερό της ατομικής ιδιοκτησίας.
Συμμετοχή στην κυβέρνηση
Η
συμμετοχή στην κυβέρνηση έχει νόημα αν βασίζεται σε «απόρριψη του
νεοφιλελεύθερου μοντέλου της πολιτικής» και επιφέρει «κοινωνική-οικολογική»
αλλαγή και αν μπορεί να πετύχει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού». Με
αυτόν τον τρόπο «μπορεί να ενισχυθεί η
πολιτική δύναμη της LINKE και των κοινωνικών κινημάτων» και να
απωθηθεί το αίσθημα πολιτικής αδυναμίας που υπάρχει σε πολλούς ανθρώπους» (σ.
56).
Αναρωτιέται
κανείς πως εγκρίθηκε αυτή η θέση αμέσως μετά την πανωλεθρία αυτού που
παρουσιαζόταν ανέκαθεν ως το πρωτοπόρο παράδειγμα της στρατηγικής του κόμματος,
την πανωλεθρία στο Βερολίνο.
Τον
Αύγουστο του 2001 η LINKEκατέρρευσε στις εκλογές για την κυβέρνηση
του Βερολίνου. Στα δέκα χρόνια συμμετοχής στην κυβέρνηση του Βερολίνου έπεσε
από το 22,3% στο 11,5%.
Η
κυβέρνηση SPD- LINKEδιοικούσε την γερμανική
πρωτεύουσα επί δέκα χρόνια. Έκλεισε νηπιαγωγεία, έκοψε επιδόματα και
ιδιωτικοποίησε 120.000 δημοτικά διαμερίσματα. Η LINKE ψήφισε τη μερική
ιδιωτικοποίηση του τραμ στο Βερολίνο,
έκανε εκστρατεία ενάντια στη μισθολογική ισοτιμία για τους εργαζόμενους στο
δημόσιο (που στην Ανατολική Γερμανία εξακολουθούν να βγάζουν αρκετά λιγότερα)
και εναντιώθηκε στις προσπάθειες επαναφοράς της εταιρείας ύδρευσης του
Βερολίνου στην ιδιοκτησία του δημοσίου. Βοήθησε επίσης την ιδιωτικοποίηση ενός
μεγάλου μέρους του βασικού νοσοκομείου του Βερολίνου που οδήγησε σε χειρότερες
εργασιακές συνθήκες και χαμηλότερους μισθούς.
Ο
Mathias Behnis, πολιτικός επιστήμονας
και εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας «Berlin WaterResistance»
και ο Benedict Ugarte Chacón
πολιτικός επιστήμονας και εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας για το σκάνδαλο της
Τράπεζας του Βερολίνου έκαναν τον καταστρεπτικό απολογισμό στην εφημερίδα Junge
Welt στις 20 Αυγούστου 2011. Ο συνασπισμός SPD-ΚΟΔΗΣΟ
(τότε ακόμα ήταν ΚΟΔΗΣΟ βάση του οποίου ιδρύθηκε η LINKE) ξεκαθάρισε ποιος ήταν
ο δρόμος που επρόκειτο να ακολουθηθεί από τις αρχές του 2002 ενώ ενέκρινε
ασπίδα κινδύνου για την Bankgesellschaft Berlin.
Ανέλαβαν τους κινδύνους ενός επενδυτικού ταμείου ακινήτων κλειστού τύπου ύψους
21,6 δις ευρώ που δημιούργησε η τράπεζα. Από τότε το κρατίδιο του Βερολίνου
διαχειρίζεται τις ετήσιες απώλειες της τράπεζας. Το ΚΟΔΗΣΟ συμφώνησε να
εγγυηθεί τις αποδόσεις των μετόχων αυτού του ταμείου με δημόσιο χρήμα.
Παράλληλα
ακολούθησαν αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για παράδειγμα εις βάρος των
επιδομάτων των τυφλών το 2003 ή του κοινωνικού εισιτηρίου για τις δημόσιες
αστικές συγκοινωνίες το 2004 που ο συνασπισμός έκοψε τις κρατικές επιδοτήσεις.
Χρειάστηκε να γίνουν τεράστιες κινητοποιήσεις για να εισαχθεί ξανά το εισιτήριο
αλλά και πάλι σε πολύ πιο υψηλή τιμή.
Δεν
γλίτωσαν ούτε τα νηπιαγωγεία και τα πανεπιστήμια. Αυτό οδήγησε σε έντονες
διαμαρτυρίες φοιτητών και έτσι το 6ο Συνέδριο του ΚΟΔΗΣΟ το Δεκέμβρη του 2003
διεξάχθηκε στο όμορφο ξενοδοχείο Maritim
στο κέντρο του Βερολίνου υπό την προστασία των ΜΑΤ που απώθησαν τους φοιτητές.
Το
2003 πάρθηκαν μέτρα που ανάγκασαν τους γονείς να πληρώνουν 100 ευρώ συμμετοχή
για την αγορά σχολικών βιβλίων.
Η
LINKE στο Βερολίνο έχει επίσης ευθύνη για την επιδείνωση της
κατάστασης χιλιάδων ενοικιαστών. Το Μάη του 2004 πούλησαν 65.700 σπίτια της
δημόσιας στεγαστικής εταιρίας (GSW) στην τιμή 405
εκατομμυρίων ευρώ σε έναν όμιλο της Whitehall Fund της τράπεζας επενδύσεων
Goldman Sachs και της επενδυτικής
τράπεζας Cerberus. Το 2010
επέτρεψαν σε αυτές τις εταιρίες να μπουν στο χρηματιστήριο και να μετατρέψουν
χιλιάδες σπίτια σε αντικείμενο κερδοσκοπίας.
Επίσης,
έκοψαν τα επιδόματα στους ιδιοκτήτες κατοικιών που νοίκιαζαν τα σπίτια τους με
χαμηλά ενοίκια χωρίς να τους νοιάζει τι θα συμβεί στους ενοικιαστές. Στα
παλιότερα φτηνά διαμερίσματα που κατοικούνται κυρίως από χαμηλόμισθους εργάτες
και άνεργους τα νοίκια αυξήθηκαν κατά 17%.
Το νερό γίνεται
εμπόρευμα
Το
1999 η προηγούμενη κυβέρνηση πούλησε το 49,9% της επιχείρησης ύδρευσης του
Βερολίνου στην RWE και Vivendi (Veolia).
Το ΚΟΔΗΣΟ πήρε το υπουργείο οικονομικών το 2002 αλλά αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Η
τιμή του νερού αυξήθηκε κατά 33%. Στην
προηγούμενη κυβέρνηση το ΚΟΔΗΣΟ τάχθηκε ενάντια στη μερική ιδιωτικοποίηση. Όμως
ο Wolf, υπουργός του ΚΟΔΗΣΟ, έκανε ακριβώς αυτό που είχε
αντιπαλέψει: διασφάλισε τα προνόμια των μετόχων και επωφελήθηκε από τις υψηλές
τιμές του νερού.
Στην
συμφωνία του συνασπισμού το 2006 η LINKE
και το SPD τάχθηκαν υπέρ της επιστροφής της επιχείρησης ύδρευσης στο
δήμο. Δεν έγινε τίποτα. Το χειρότερο είναι ότι εναντιώθηκαν με όλα τα μέσα σε
ένα μεγάλο εξωκοινοβουλευτικό κίνημα για την δημοσίευση της μυστικής συμφωνίας
με την οποία ιδιωτικοποιήθηκε η επιχείρηση ύδρευσης. Πάνω από 660.000 άνθρωποι
ζήτησαν να διεξαχθεί δημοψήφισμα γι’ αυτό. Ο συνασπισμός έκανε εκστρατεία
ενάντια σε αυτό το δημοψήφισμα. Μετά τη νίκη του δημοψηφίσματος, αναγκάστηκαν
να το αναγνωρίσουν, αλλά συνέχισαν να εναντιώνονται σε κάθε νόμιμη πρωτοβουλία
του πληθυσμού.
Αυτό
που βρήκαν να πουν στην υπεράσπιση τους ήταν η αιώνια φράση όλων των
σοσιαλδημοκρατών: «χωρίς εμάς θα ήταν χειρότερα». Όχι, θα ήταν ακριβώς τα ίδια
ή ακόμα ή και καλύτερα γιατί η συμμετοχή τους παρέλυσε ένα μέρος του δυναμικού
της αντίστασης.
Όταν
δεν εκλέχθηκαν γκρινιάζανε για το ότι δεν κατάφεραν να επιβάλλουν τις απόψεις
τους στο SPD. Υπήρξαν «περιορισμοί στην ελευθερία κινήσεων» όπως δήλωσε
ο πρόεδρος του κόμματος Klaus Lederer.
Φυσικά, αλλά όταν υπόσχεσαι ότι θα μπεις σε μια κυβέρνηση για να αλλάξεις τα
πράγματα δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι όταν οι άνθρωποι σε ρωτάνε: τι άλλαξες.
Εκτός
από το Βερολίνο το κόμμα συμμετείχε σε περικοπές και κλεισίματα στις
περιφερειακές κυβερνήσεις στο
Μεκλεμβούργο Δυτική Πομερανία και το Βρανδεμβούργο.
Παρόλα
αυτά το συνέδριο της Ερφούρτης κατέληξε ότι έχει νόημα η συμμετοχή στην κυβέρνηση. Φυσικά δεν ισχύει. Ιστορικά
οι «αριστερές» κυβερνήσεις που τίθενται επικεφαλής του καπιταλιστικού
συστήματος διέφθειραν και αποστράτευσαν την εργατική τάξη ανοίγοντας την πόρτα
για την επιστροφή συντηρητικών και
αντιδραστικών κυβερνήσεων.
Η
συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, τοπικές
ή ακόμα και ομοσπονδιακές δύσκολα τίθεται από αμφισβήτηση μέσα στο
κόμμα. Οι δεξιοί που βρίσκονται στην ηγεσία χρησιμοποίησαν ακόμα και τα
πρόσφατα αρνητικά αποτελέσματα για να απαιτήσουν να εγκαταλείψει το κόμμα την
«επιθυμία του να μένει στην αντιπολίτευση». Θα πρέπει να διακηρύξει ανοιχτά την
πρόθεση του να επιδιώξει τη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης
ιδιαίτερα με το «φυσικό εταίρο του» το SPD δήλωσε ο Dietmar
Bartsch ένας από τους βασικούς εκπροσώπους που έχει τη
στήριξη του κόμματος και στα πέντε ομόσπονδα κρατίδια στην Ανατολική Γερμανία
όπου οι οργανώσεις έχουν πολλά περισσότερα μέλη. Στην Ανατολική Γερμανία η
συμμετοχή στην κυβέρνηση αποτελεί πλέον τον κανόνα.
Ο
Oskar Lafontaine που θεωρείται ο
αριστερός του κόμματος δεν ήταν ποτέ ενάντια στη συμμετοχή του κόμματος σε
κυβερνητικούς συνασπισμούς, το αντίθετο μάλιστα. Είναι κεϋνσιανός και
ονειρεύεται ένα είδος κοινωνικού κράτους πρόνοιας με εθνικούς περιορισμούς,
πίσω στη δεκαετία του 70. Αυτός και οι υποστηριχτές του συνεχώς διατυπώνουν
«αρχές» ή «όρους» που πρέπει να εκπληρώνονται για να συμφωνήσουν στη συμμετοχή
σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Είναι
πλέον αδιαμφισβήτητο στο εσωτερικό της LINKE το ότι θα πρέπει
τουλάχιστον να προσπαθεί να μπαίνει σε περιφερειακές κυβερνήσεις. Η αριστερά
δεν τολμάει να πει ότι η LINKE δεν πρέπει να το κάνει.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το SPD και τους Πράσινους να
κυβερνούν μόνοι τους. Μόνο μαζί μας είναι κοινωνικοί» ήταν ο τίτλος του βασικού
κειμένου της ηγεσίας του κόμματος στο συνέδριο του κόμματος στο Rostock
το 2010. Πρέπει να έχουμε εναλλακτικές στο συνασπισμό CDU-FDP.
Λες και το SPD και οι Πράσινοι δεν είναι υπέρ του να πληρώσουν οι
εργαζόμενοι την κρίση. Αυτή είναι η πιο οξεία κριτική που γίνεται σε αυτά τα
κόμματα.
Η
LINKE λέει ότι συνδυάζει την κοινωνική και πολιτική διαμαρτυρία,
εντάσσοντας τις πιθανές εναλλακτικές και την πολιτική υλοποίηση στο πλαίσιο της
κυβέρνησης. Λες και σήμερα υπάρχει συσχετισμός δυνάμεων που καθιστά δυνατό να
ασκηθεί τέτοια πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να αναγκαστούν να εφαρμόσουν
σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των λαών. Δεν υπάρχει και η μόνη συνέπεια
αυτού του προσανατολισμού είναι η παράλυση των μαζικών κινημάτων, η ενσωμάτωση
τους στο σύστημα όπως είδαμε στο Βερολίνο.
Η
πείρα της συμμετοχής των κομμουνιστών στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέδειξε ότι
αυτή η συμμετοχή δεν σταματάει καν τις ιδιωτικοποιήσεις, την κοινωνική
οπισθοδρόμηση, ούτε καν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Αυτή η πείρα έχει
κλονίσει την εμπιστοσύνη στα κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση και τα
έκανε να φαίνονται ίδια με τα υπόλοιπα.
Η
συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση με την κυριαρχία των καπιταλιστικών μονοπωλίων
αδυνατίζει τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.
Σκληρά μαθήματα από το
παρελθόν
Η
εμπειρία επιβεβαιώνει τις θέσεις του Μαρξ, του Λένιν της τρίτης Διεθνούς για
αυτό το ζήτημα. Απορρίπτει τη συμμετοχή με εξαίρεση την κατάσταση όπου ο
φασισμός αποτελεί πραγματική απειλή, την περίπτωση όπου μπορεί να υπάρξει
μετάβαση σε πραγματική επαναστατική κυβέρνηση, σε προεπαναστατικές καταστάσεις
με πολύ σημαντικούς ταξικούς αγώνες και
ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων (π.χ. στη Χιλή τη δεκαετία του ‘70, το ‘75 στην
Πορτογαλία). Σε αυτές τις καταστάσεις, μπορεί να πρέπει να κάνουμε συμμαχίες με
δυνάμεις που εκπροσωπούν μη προλεταριακά στρώματα αλλά καταπιέζονται από τα
μονοπώλια ή απειλούνται από το φάσιμο ή είναι εχθροί του πολέμου. Όμως μόνο υπό
τον όρο ότι αυτή η εξουσία (θα) κατευθύνεται στη λαϊκή δημοκρατία και το
σοσιαλισμό, ότι θα οικοδομηθεί ένα διαφορετικό κράτος που θα ελέγχεται από τους
εργάτες, κάτι που δεν έγινε στη Χιλή όπου η αντίδραση κατέσφαξε τους
σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.
Η
εργατική κυβέρνηση που πρότεινε η Τρίτη Διεθνής κατανοείται ως «το ενιαίο
μέτωπο όλων των εργαζομένων και συνασπισμός όλων των εργατικών κομμάτων» τόσο
στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, για την πάλη ενάντια στην εξουσία
της αστικής τάξης και τελικά για την ανατροπή της. Τα πιο βασικά καθήκοντα μιας
εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο οπλισμός των εργατών, ο αφοπλισμός των
αστικών αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εισαγωγή του (εργατικού) ελέγχου της
παραγωγής, η μετάθεση του βασικού βάρους της φορολογίας στις πλάτες των
πλουσίων και το σπάσιμο της αντίστασης της αντεπαναστατικής αστικής τάξης.
Μια
τέτοια εργατική κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν γεννηθεί από τους αγώνες των
ίδιων των μαζών και στηριχθεί από τις αγωνιστικές οργανώσεις των εργατών. Αυτοί
που υπερασπίζονται έναν συνασπισμό με αστικά πολιτικά κόμματα σε
κοινοβουλευτικούς θεσμούς χρησιμοποιούν συχνά τα γραπτά του Δημητρώφ για το ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασισμό.
Είναι αλήθεια ότι ο Δημητρώφ επέκρινε
αυτούς που αρνήθηκαν την πολιτική των ενιαίων μετώπων ενάντια στο φασισμό αλλά
προειδοποιούσε ότι «η διατήρηση ενός λαϊκού μετώπου στη Γαλλία δεν σημαίνει
απαραίτητα ότι η εργατική τάξη θα στηρίξει τη σημερινή κυβέρνηση με κάθε
τίμημα... Αν για τον έναν ή τον άλλο λόγο η υπάρχουσα κυβέρνηση αποδειχτεί
ανίκανη να επιβάλλει το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, αν ακολουθήσει τη γραμμή
της υποταγής στον εχθρό εντός και εκτός της χώρας, αν η πολιτική της
αποδυναμώνει την αντίσταση στη φασιστική επίθεση, τότε η εργατική τάξη, ενώ θα
προσπαθεί παράλληλα να ενισχύει τους δεσμούς του λαϊκού μετώπου θα επιδιώξει να
επιφέρει την αντικατάσταση αυτής της κυβέρνησης από μια άλλη...»
Αυτό
το πράγμα συνέβη και το ΓΚΚ άργησε πολύ να το καταλάβει. Το 1936 μετά από την
εκλογική νίκη των αριστερών κομμάτων, συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Blum
των σοσιαλιστών και των ριζοσπαστών με την εξωτερική στήριξη του ΓΚΚ. Ένα
μεγάλο κύμα απεργιών άσκησε πίεση στην κυβέρνηση για να την αναγκάσει να
εφαρμόσει τα αιτήματα του προγράμματος
του Λαϊκού Μετώπου. Όμως ο ηγέτης της έθεσε ως στόχο της κυβέρνησης να βρει
έναν τρόπο να «πετύχει την επαρκή ανακούφιση αυτών που υποφέρουν» στο πλαίσιο
της κοινωνίας όπως υφίσταται. Για τον Blum η αποστολή του Λαϊκού
Μετώπου είναι «να διαχειριστεί την αστική κοινωνία και να βγάλει από αυτή «τη
μεγαλύτερη δυνατή τάξη, ευημερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Δεν τίθεται ζήτημα
κατάργησης του καπιταλισμού «που έχει ακόμα πολύ δρόμο». Σε κάθε περίπτωση το
πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο γιατί όπως είπε «είμαστε
κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου όχι σοσιαλιστική κυβέρνηση, ο στόχος μας δεν είναι να
μετασχηματίσουμε το κοινωνικό καθεστώς αλλά να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα του
λαϊκού Μετώπου».
Η
κυβέρνηση Blum ανατράπηκε μετά από
δυο χρόνια και οι γάλλοι καπιταλιστές χρειάστηκαν μόνο δυο χρόνια για να πάρουν
την εκδίκηση τους και να πάρουν πίσω πολλές από τις παραχωρήσεις που είχαν
κάνει. Με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού
Κόμματος η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ηγέτη του ριζοσπαστικού κόμματος Daladier
κήρυξε παράνομο το ΚΚ στις 21 Νοέμβρη 1939 και οι εκπρόσωποι του δικάστηκαν στο
δικαστήριο. Οι ίδιοι εκπρόσωποι των ριζοσπαστών και των σοσιαλιστών στις 7
Ιούλη έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην προδοτική κυβέρνηση Pétain.
Ακόμα
και σε περιόδους όπου η συμμετοχή σε κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει στη φάση
ανοιχτής πάλης για το σοσιαλισμό ενδείκνυται η μέγιστη επαγρύπνηση.
Το
Σεπτέμβρη του 1947 σε μια συνάντηση του συντονιστικού οργάνου των
κομμουνιστικών κομμάτων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, της Κομινφορμ, οι
συμμετέχοντες άσκησαν κριτική στην οπορτουνιστική γραμμή του ΓΚΚ και του ΙΚΚ
για την πολιτική τους σχετικά με τα ενιαία μέτωπα κατά τη διάρκεια της κατοχής
και για τη μετέπειτα συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Η πολιτική του ΓΚΚ και ΙΚΚ
αποτελούσε ιδιαίτερη έκφραση αυτής της οπορτουνιστικής τάσης. Θεωρούσε ότι η
εργατική τάξη μπορεί να έρθει στην εξουσία με ειρηνικό, νόμιμο και
κοινοβουλευτικό τρόπο. Στην ουσία
πρόκειται για υιοθέτηση σοσιαλδημοκρατικής γραμμής.
Η
αστική τάξη είχε συμφέρον να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια
του πολέμου και μετά από αυτόν γιατί ήταν αδύναμη. Οι κομμουνιστές θα έπρεπε να
είχαν εκμεταλλευτεί αυτήν την κατάσταση για να καταλάβουν θέσεις κλειδιά αλλά
δεν το έκαναν. Αντί να κατακτήσουν τη μαζική στήριξη για να πάρουν την εξουσία
αφόπλισαν τις μάζες σπέρνοντας αυταπάτες για την αστική δημοκρατία και τον
κοινοβουλευτισμό. Αντί να δημιουργήσουν αντιφασιστική ενότητα από τα κάτω, με τη
δημιουργία οργάνων που θα πηγάζουν από τις μάζες, συγκεντρώνοντας όλες τις
τάσεις που ήταν πραγματικά έτοιμες να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα για μια
επαναστατική εξουσία, οι ηγέτες του ΓΚΚ και του ΚΚΙ έκαναν το λάθος να χτίσουν
ένα αντιφασιστικό μέτωπο από τα πάνω στη βάση της ισότιμης συμμετοχής
διαφορετικών κομμάτων, ενώ ο στόχος των αστικών κομμάτων ήταν να εμποδίσουν τον
πραγματικό μετασχηματισμό της χώρας. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής οι
ηγέτες του ΓΚΚ και του ΚΚΙ χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα το γεγονός ότι
οποιοδήποτε αίτημα εκτός από αυτό της εθνικής απελευθέρωσης, οποιοδήποτε αίτημα
για ριζοσπαστικές και επαναστατικές δημοκρατικές αλλαγές θα αποξένωνε μια σειρά
κοινωνικές ομάδες και πολιτικές δυνάμεις από το αντιφασιστικό μέτωπο.
Η
συνάντηση άσκησε κριτική στο ΓΚΚ που επέτρεψε και διευκόλυνε τον αφοπλισμό και
τη διάλυση των δυνάμεων της αντίστασης υπό το πρόσχημα ότι δεν είχε τελειώσει ο
πόλεμος και ότι η δράση ενάντια στην πολιτική του de Gaulle
θα οδηγούσε σε σύγκρουση με τους συμμάχους. Επίσης άσκησαν κριτική στη γενική
στάση του ΓΚΚ και του ΚΚΙ που αρνήθηκαν να κάνουν κριτική στην πολιτική των
συμμάχων μπροστά στις μάζες. Αυτό διευκόλυνε τους ιμπεριαλιστές να
ανακαταλάβουν τις προπολεμικές θέσεις, δημιουργώντας αυταπάτες για τη «δημοκρατία»
των ιμπεριαλιστών και την ικανότητα τους να βοηθούν την ανοικοδόμηση των εθνών
που απελευθερώθηκαν από το φασισμό χωρίς περεταίρω σκοπούς.
Οι
αντιπρόσωποι στη συνάντηση τους επέπληξαν σε παγκόσμιο επίπεδο για τη συντήρηση
των αυταπατών για τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και για τη
διάχυση τους στις μάζες, αντί να τις κινητοποιούν ενάντια στη φιλοαμερικανική
πολιτική των κυβερνήσεων τους, για μια πραγματική επαναστατική εναλλακτική.
Στην Ελλάδα
Ωστόσο,
κάποια από αυτά τα κόμματα αρνούνται να διδαχθούν από αυτήν την πείρα.
Αποδεικνύουν ότι έχουν γίνει πραγματικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έτοιμα να
πάρουν τη θέση των παλιών απαξιωμένων κομμάτων.
Στην
Ελλάδα όσο πιο πολύ φαινόταν ρεαλιστική η δυνατότητα εκλογικής τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ
έκανε το πρόγραμμα αποδεκτό για την ηγεσία της ΕΕ και την ελληνική αστική τάξη.
Το κυβερνητικό τους πρόγραμμα παρουσιάστηκε ως «σχέδιο για το τέλος της
κρίσης». «Αρκεί ο λαός να ενωθεί γύρω από το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
για να απαλλάξει την Ελλάδα από την κρίση, την φτώχεια και τη δυσφήμηση».
Πουθενά
δεν αναφέρεται το καπιταλιστικό σύστημα ως αιτία της κρίσης, παρά μόνο η
«νέο-φιλελεύθερη» διαχείριση. Το πρόγραμμα παρουσιάζεται ως κοινωνικά και
οικονομικά δίκαιο. Υπόσχεται να ακυρώσει τα πιο αβάσταχτα μέτρα, να αυξήσει το
βασικό μισθό, να αποκαταστήσει το προηγούμενο επίπεδο προστασίας από την
ανεργία και τις αρρώστιες. Υπόσχεται να καταργήσει τους ειδικούς φόρους για τα
μικρά και μεσαία εισοδήματα. Όμως δεν υπάρχει κάποια δραστηριότητα για την
επίτευξη ενός ανώτερου επιπέδου προστασίας σε σχέση με την περίοδο πριν από τα
μέτρα της τρόικα.
Το
σχέδιο ζητά «σταθεροποίηση των πρωτογενών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατ’
ελάχιστο στο επίπεδο του 43% - έναντι μείωσης κάτω του 36% του ΑΕΠ ως συνέπεια
του Μνημονίου – και, κατά μέγιστο, στο σημερινό μέσο όρο της Ευρωζώνης, του
46%. Αυτό θα φέρει την Ελλάδα στο σημερινό μέσο όρο της ευρωζώνης.»Πρόκειται
για ένα πρόγραμμα που ποτέ δεν υπερβαίνει το όριο του καπιταλισμού. «Θα
οργανώσουμε την αναζωογόνηση της παραγωγής της χώρας, με τόνωση της ανάπτυξης
με στόχο την αναζωογόνηση της παραγωγής της χώρας με τόνωση της ανάπτυξης με
στόχο τη στήριξη των ανταγωνιστικών κλάδων της οικονομίας.» Υπόσχεται μόνο να
παγώσει την ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας που ήταν
δημόσιες το 2010 που ξέσπασε η κρίση. Το πρόγραμμα επιδιώκει συμβιβασμό με την
κυρίαρχη αστική τάξη στην ΕΕ. Ζητά «επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής
συνθήκης». Δεν υπάρχει ριζοσπαστικό αίτημα στο πνεύμα ότι αυτοί που ευθύνονται
για την κρίση (η ελληνική και η ευρωπαϊκή αστική τάξη και άλλες τράπεζες...)
πρέπει να πληρώσουν. Δεν θα διαγράψουν το χρέος. Δεν υπάρχουν ριζοσπαστικά
μέτρα για να πληρώσουν οι πλούσιοι, ούτε τα μέσα για να επιβληθούν τα μέτρα. Θα
γίνει διαπραγμάτευση για όλα. Δεν θα επιβάλει την «κατάργηση του καθεστώτος της
μηδενικής φορολογίας για τους εφοπλιστές και την εκκλησία» αλλά θα «επιδιώξει
συμφωνία» με τον κλάδο της ναυτιλίας με στόχο την κατάργηση 58 φοροαπαλλαγών.
Δεν υπάρχει μέτρο για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης ικανής να επιβάλλει τα ίδια
τα μέτρα. Θα φέρει «τους ελληνικούς φορολογικούς συντελεστές στο επίπεδο της
υπόλοιπης ΕΕ» όπου όλα τα βάρη πέφτουν στους εργαζόμενους. Ποιος θα ελέγξει τα
αφεντικά, τους τραπεζίτες; Τίποτα για την αστυνομία, το στρατό. Ο ΣΥΡΙΖΑ
παραμένει στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ.
Σήμερα περισσότερο από
ποτέ
Το
πρώτο ερώτημα εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα: ποιος είναι ο χαρακτήρας της
κοινωνίας στην οποία ένα κομμουνιστικό κόμμα θέλει να συμμετέχει σε μια
κυβέρνηση; Είναι καπιταλιστικό κράτος. Η οικονομική του βάση είναι ο
καπιταλισμός και ως εκ τούτου το καθήκον της είναι να διαχειριστεί τον
καπιταλισμό, να διασφαλίσει και να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την
επιτυχή ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτό το κράτος ψηφίζει συντάγματα και
νόμους, κανόνες και ρυθμίσεις που εξυπηρετούν το στόχο της διασφάλισης της
τάξης, δημιουργεί συνθήκες για την ανάπτυξη του κεφαλαίου και για την αποτροπή
των συγκρούσεων μέσα στην κοινωνία.
Σε
αυτά τα κράτη η αντεργατική πολιτική δεν είναι ευθύνη των κακών πολιτικών, των
κακών κομμάτων που έχουν κακά προγράμματα. Όσο κυριαρχεί η ατομική ιδιοκτησία
των μέσων παραγωγής, όσο επιχειρήσεις θα πρέπει να ανταγωνίζονται για να
επικρατήσουν, θα πρέπει να συσσωρεύουν, να αυξάνουν τα προνόμια τους, να
μειώνουν τους μισθούς να αρνούνται τα κοινωνικά αιτήματα. Αυτός ο νόμος δεν
μπορεί να αντιπαλευτεί από «καλούς» πολιτικούς με «σωστές» ιδέες και
προγράμματα.
Σήμερα
ο καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον, όπως ελπίζει ο Lafontaine, να γυρίσει πίσω στις
μέρες της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» με τον κοινωνικό εταιρισμό. Αυτό
ήταν ένα επεισόδιο που πρέπει να το ορμηνεύσουμε στο φόντο του ιδεολογικού
ανταγωνισμού ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, της δύναμης των ΚΚ
μετά την περίοδο της αντίστασης που τα αιτήματα μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τα κέρδη της ανοικοδόμησης
μετά τον πόλεμο.
Δεν
είναι πλέον δυνατό και αναγκαίο για τη λογική του καπιταλισμού. 11 εκατομμύρια
επίσημα άνεργοι πιέζουν τους μισθούς και τις αγορές εργασίας, όπου πλέον
υπάρχει παγκόσμια πρόσβαση, να μειώσουν την τιμή της εργατική δύναμης. Η μαζική
ανεργία επιβαρύνει διπλά τον κοινωνικό προϋπολογισμό: οι μειωμένοι μισθοί
φέρνουν λιγότερο εισόρμα στην κοινωνική ασφάλιση ενώ υπάρχουν περισσότεροι
δικαιούχοι που πρέπει να καλυφθούν από αυτά τα ταμεία. Η κατάρρευση του
κοινωνικού συστήματος είναι θέμα χρόνου αν δεν γίνουν εκτεταμένοι αγώνες για να
εξαναγκαστεί το κεφάλαιο. Επιπλέον τα
φορολογικά έσοδα από την επιχειρηματική δραστηριότητα μειώνονται παρά τα
αυξανόμενα κέρδη και θα χρειαστούν περισσότερες μειώσεις φόρων για να ενισχυθούν
οι εθνικοί καπιταλιστές στις διεθνείς αγορές.
Το
κράτος υπάρχει για να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την αυξανόμενη
κερδοφορία των επιχειρήσεων, για να δημιουργεί νέες αγορές μέσα από την
ιδιωτικοποίηση και την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των
κεφαλαιοκρατών. Υπάρχει για να κατευνάζει ή να καταστέλλει την εργατική τάξη
στη χώρα της και να διασφαλίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου σε άλλες περιοχές.
Έτσι
λοιπόν η συμμετοχή σε κυβερνήσεις υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει μόνο τη
συμμετοχή στην κοινωνική οπισθοδρόμηση , ακόμη κι αν είναι λίγο πιο αργή.
Σημαίνει τον αφοπλισμό της αντίστασης δημιουρφώντας ψεύτικες ελπίδες στο
εργατικό κίνημα.
Έτσι
λοιπόν η συμμετοχή στις κυβερνήσεις υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει μόνο
συμμετοχή στην κοινωνική οπισθοδρόμηση ακόμα και αν αυτή μπορεί να είναι λίγο
πιο αργή, Σημαίνει αφοπλισμό της αντίστασης δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες στο
εργατικό κίνημα.
Είναι
ξεκάθαρο ότι κάποια κομμουνιστικά κόμματα επέλεξαν να συμμετάσχουν στην εξουσία
γνωρίζοντας ότι αυτό σημαίνει άσκηση πολιτικής για τα συμφέροντα του κεφαλαίου
και συμμετοχή στην καταστροφή κοινωνικών κατακτήσεων που επιτεύχθηκαν με τους
αγώνες του εργατικού κινήματος.
Μετά
το 1989 δεν υπήρξε κοινωνική πρόοδος μόνο οπισθοχώρηση. Σε αυτές τις συνθήκες
αυξήθηκαν σημαντικά οι επιπτώσεις της συμμετοχής στην κυβέρνηση. Οι κυβερνήσεις
είναι περισσότερο από ποτέ μια μηχανή που χρειάζεται να βελτιώσει την
συσσώρευση κεφαλαίου.
Η
συμμετοχή στην κυβέρνηση συνέβαλε στην αποστράτευση της τόσο αναγκαίας
αντίστασης και στην ανάπτυξη αντίπαλης
δύναμης. Σήμερα για να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων πρέπει να ενώσουμε μια
σειρά αμυντικούς αγώνες ενάντια στην κοινωνική οπισθοδρόμηση, να δημιουργήσουμε
ένα πολιτικό ανεξάρτητο εργατικό κίνημα των εργαζομένων και των ανέργων και να
προβάλλουμε μια όλο και πιο αντικαπιταλιστική συνείδηση στο εργατικό κίνημα.
Η
αδυναμία αντιπολίτευσης κομμουνιστικών
και ταξικών συνδικάτων είναι ο βασικός λόγος για την επιθετική κυριαρχία του κεφαλαίου στις περισσότερες
καπιταλιστικές χώρες. Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό εναλλακτικό πρόγραμμα και
πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτό. Αυτό περιλαμβάνει καθημερινά αιτήματα αλλά και
την προπαγάνδιση της κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτά τα
αιτήματα δεν πρέπει να απευθύνονται σε πιθανούς εταίρους σε μια αριστερή κυβέρνηση (που δεν υπάρχουν) αλλά
στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και τα άλλα εκμεταλλευόμενα στρώματα της
κοινωνίας. Πρέπει να απευθύνονται στα μαχητικά συνδικάτα , σε όλες τις λαϊκές
οργανώσεις που δρουν στους διάφορους τομείς του κοινωνικού, δημοκρατικού, αντιιμπεριαλιστικού
και πολιτιστικού αγώνα.
Το
πραγματικό ζήτημα είναι πως προετοιμάζονται τα ΚΚ για τις επερχόμενες μάχες,
πως οργανώνονται για να μπορέσουν να δράσουν αποτελεσματικά στους νέους αγώνες
μαζί με την εργατική τάξη και τον πλατύ εργαζόμενο πληθυσμό. Η κρίση ωθεί
πλατιά στρώματα των εργαζομένων να γυρίσουν την πλάτη τους στη
σοσιαλδημοκρατία. Δεν πρέπει να τους προσφέρουμε μια νέα ανακαινισμένη
σοσιαλδημοκρατία. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα επαναστατικό κόμμα που λαμβάνει
υπόψη το σημερινό επίπεδο της συνείδησης, που ασχολείται με τα προβλήματα του
απλού λαού, που μιλάει μια γλώσσα που είναι κατανοητή, που επιδιώκει την
ενότητα με την ευρύτερη δυνατή ομάδα αλλά δεν παραιτείται από τις αρχές του,
διατηρεί την κατεύθυνση για μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου
από άνθρωπο χωρίς ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής στην οποία οι
εργαζόμενοι θα είναι πραγματικά ελεύθεροι και θα έχουν ένα κράτος που θα
προστατεύει την ελευθερία της πλειοψηφίας ενάντια στην καταπίεση από τη
μειοψηφία.
Χέρβινγκ Λερούζ
Μέλος της ΚΕ του Κόμματος
Εργασίας Βελγίου (ΡΤΒ)
Υπεύθυνος της
έκδοσης του περιοδικού "Ετούντ Μαρξίστ".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου