Φιλολαϊκή τράπεζα όπως λέμε... ξύλινο σίδερο
Η
συζήτηση περί επιτυχίας των «stress test»
συσκοτίζει την πραγματικότητα που
ετοιμάζουν
για τα λαϊκά στρώματα...
|
Με
αφορμή τα αποτελέσματα των περιβόητων «stress test», ξέσπασε ανάμεσα στη
συγκυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ μια νέα ψευτοαντιπαράθεση σχετικά με την επόμενη
μέρα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για
την επιτυχία των τραπεζών στα «stress test» ακολουθήθηκαν από μια τάχα σκληρή
αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ για την αξιοποίηση του «μαξιλαριού» των 11 δισ. ευρώ
του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Το περιεχόμενο των "stress test"
Τα «stress test» των τραπεζών πρακτικά εξετάζουν αν οι
τράπεζες έχουν επαρκές κεφάλαιο σε σχέση με το ύψος των δανείων που έχουν,
λαμβάνοντας υπόψη και πιθανές αρνητικές μεταβολές στη διεθνή οικονομία στο
μέλλον. Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες πέρασαν τυπικά με επιτυχία τα
«stress test». Η ΕΚΤ που τα διεξήγαγε αποφάσισε πως έχουν αρκετά ισχυρή
κεφαλαιακή βάση και συνεπώς πως μπορούν να προχωρήσουν σε αύξηση του δανεισμού
τους προς την υπόλοιπη οικονομία.
Οι πανηγυρισμοί της άρχουσας τάξης και του πολιτικού
προσωπικού της για τα «stress test» των ελληνικών τραπεζών κρίνονται συνεπώς
δικαιολογημένοι. Μια αποτυχία των τραπεζών στα «stress test» θα οδηγούσε σε
μεγαλύτερο κόστος δανεισμού για τους εγχώριους ομίλους.
Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος.
Η συζήτηση για την επιτυχία συγκαλύπτει τους όρους με
τους οποίους προέκυψε. Οι τράπεζες έχουν
ήδη «χρεώσει» τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή τις πλάτες των εργαζόμενων, με
περισσότερα από 40 δισ. ευρώ για να γίνει η ανακεφαλαιοποίησή τους. Συγχρόνως
οι τράπεζες ενισχύονται άμεσα απ' τον κρατικό προϋπολογισμό με τη μέθοδο του
«αναβαλλόμενου φόρου», με το συνολικό ύψος αυτής της ενίσχυσης να ξεπερνά ήδη
τα 13 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, η συζήτηση περί επιτυχίας συσκοτίζει τη
πραγματικότητα που ετοιμάζουν για τα λαϊκά στρώματα. Δίνεται η εντύπωση πως το ισχυρό τραπεζικό
σύστημα μεταφράζεται σε διευκόλυνση και σε φτηνό δανεισμό για τα υπερχρεωμένα
λαϊκά νοικοκυριά, για τους αυτοαπασχολούμενους για τους μικρούς ΕΒΕ. Ωστόσο,
στον πυρήνα των «stress test» βρίσκεται η υπόθεση πως τα σημερινά δάνεια των
τραπεζών θα συνεχίσουν να αποπληρώνονται σε μεγάλο βαθμό. Με απλά λόγια, η
ισχυρή κεφαλαιακή βάση των τραπεζών προϋποθέτει πως τα υπερχρεωμένα λαϊκά
νοικοκυριά, οι αυτοαπασχολούμενοι που έχουν καταστραφεί απ' την κρίση και την
κρατική πολιτική, οι οικογένειες το εισόδημα των οποίων συρρικνώθηκε δραματικά
και δεν μπορούν να πληρώνουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων, όσοι κατέφυγαν
στον φτηνό δανεισμό της προηγούμενης περιόδου για να καλύψουν τις ανάγκες τους
θα πρέπει να αναγκαστούν να αποπληρώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα των
δανείων που έχουν.
Τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να
πανηγυρίζουν για τις ισχυρές τράπεζες. Η «ισχύς» των τραπεζών φορτώνεται στις
πλάτες των εργαζόμενων διπλά. Τόσο ως κρατικό χρέος και φοροαπαλλαγές προς τις
τράπεζες που πληρώνονται με τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, όσο και με τα
υπέρογκα δάνεια που χρωστά ο λαός στις τράπεζες για τα οποία η άρχουσα τάξη, οι
μεγαλομέτοχοι των ομίλων, οι τραπεζίτες, οι πολιτικοί υπηρέτες τους στην κυβέρνηση
και στην αντιπολίτευση ψάχνουν τον καλύτερο τρόπο για να τα αρμέξουν από το
υστέρημα των εργαζόμενων.
Η ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ
Το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βρει
μια θαυματουργή λύση που, όπως ισχυρίζεται, λύνει τα προβλήματα με έναν τρόπο,
«με την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο». Με έναν τρόπο με τον οποίο τράπεζες
και υγιείς επιχειρήσεις έχουν κοινά συμφέροντα με τα λαϊκά στρώματα.
Η κεντρική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, εκ στόματος Αλ. Τσίπρα,
συμπυκνώνεται ως ακολούθως: Τα θετικά αποτελέσματα των «stress test» πρέπει να
οδηγήσουν τις τράπεζες στο να «ανταποδώσουν τη στήριξη με ρευστότητα στην
πραγματική οικονομία», που ωστόσο προϋποθέτει να «αντιμετωπιστεί το
πρόβλημα των κόκκινων δανείων». Λίγο παρακάτω σημείωνε πως το πρόβλημα των
κόκκινων δανείων «εντείνει τις υφεσιακές τάσεις και αποτρέπει δυνάμει
οικονομικά υγιείς επιχειρήσεις, καθώς και την ελληνική οικονομία στο σύνολό
της, να ακολουθήσουν το δρόμο της ανάπτυξης για την έξοδο από την κρίση,
μειώνοντας έτσι το επίπεδο του χρέους ως προς το εισόδημα». Ως λύση για το
πρόβλημα προτείνεται η αξιοποίηση των 11.5 δισ. ευρώ του ΤΧΣ για να
αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.
Το συνέδριο που συνδιοργανώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα
το λεγόμενο «αριστερό» ρεύμα του, με το ινστιτούτο RMF του
πανεπιστημίου SOAS, που, όπως αναφέρουν πολλαπλές πηγές, αποτελεί «κέντρο
εκπαίδευσης» υπαλλήλων του βρετανικού ιμπεριαλισμού, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,
κινείται επίσης στην ίδια γενική λογική.
Ο ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη αξιοποίησης των
περίπου 11,5 δισ. του ΤΧΣ έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Απ' τη μια, απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα και
υπόσχεται πως με τα 11.5 δισ. ευρώ του ΤΧΣ θα «τακτοποιηθούν» τα κόκκινα δάνεια
και, από την άλλη, απευθύνεται στις «υγιείς επιχειρήσεις» και ισχυρίζεται πως
με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζεται η καπιταλιστική κρίση. Οι ισχυρισμοί
του είναι παραπλανητικοί.
Καταρχάς τα 11.5 δισ. ευρώ είναι το 1/7 των συνολικών
«κόκκινων» δανείων που σήμερα υπερβαίνουν τα 80 δισ. ευρώ. Ακόμα και αν
χρησιμοποιηθεί το σύνολο του ποσού για τα «κόκκινα» δάνεια, καλύπτεται μόλις
ένα μικρό τμήμα τους. Από αυτήν την άποψη, η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ελαφρώς
διαφοροποιημένη εκδοχή της κυβερνητικής πρότασης για τα «κόκκινα» δάνεια, με
τον ΣΥΡΙΖΑ να δίνει λίγο παραπάνω τυράκι... Ωστόσο η φάκα παραμένει,
δηλαδή η υποχρέωση των δανειοληπτών να αποπληρώσουν το υπόλοιπο ποσό. Συγχρόνως
αυτά τα 11,5 δισ. δεν πέφτουν απ' τον ουρανό. Πρόκειται για
νέο κρατικό χρέος που θα αυξήσει τα βάρη που θα πρέπει να πληρώσουν και πάλι τα
λαϊκά στρώματα το επόμενο διάστημα μέσα από τη φορολογία.
Τα «κόκκινα» δάνεια δεν είναι ένα λογιστικό πρόβλημα
που μπορούμε να το «απαλείψουμε». Αντανακλούν την απαξίωση κεφαλαίου
λόγω της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης. Η κρίση οδηγεί σε
επιχειρήσεις που κλείνουν, σε μείωση εσόδων και τζίρου, σε φτηνή εργατική
δύναμη που ρίχνει τα ενοίκια και την αξία της κατοικίας. Αντίστοιχα και οι
υπερχρεωμένες χώρες αντανακλούν το ίδιο πρόβλημα. Κεφάλαιο που επενδύθηκε,
έμμεσα ή άμεσα, στην καπιταλιστική οικονομία και τώρα δεν αποδίδει τα
αναμενόμενα. Αυτή η καταστροφή κεφαλαίου είναι ο μοναδικός τρόπος που διαθέτει
ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής να βγει από το τέλμα της κρίσης.
Το κεφάλαιο χάθηκε και κάποιος πρέπει να πληρώσει. Γι' αυτό, το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να
«εξαφανίσουμε» αυτές τις απώλειες. Πολύ απλά γιατί αυτό δε γίνεται. Το
πραγματικό ερώτημα που συγκαλύπτει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ποιος θα τις πληρώσει. Ο λαός
ή οι μονοπωλιακοί όμιλοι;
Το επιχείρημα αυτό δένεται και με τη γνωστή θέση του
ΣΥΡΙΖΑ για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών και την, σε πρώτη ανάγνωση, αφελή
διατύπωση για ανάγκη να «ανταποδώσουν» οι τράπεζες με ρευστότητα προς την
πραγματική οικονομία. Η θεώρηση αυτή τελικά υπόσχεται πως με κάποιο τρόπο, με
το δημόσιο έλεγχο των τραπεζών ή με κάποια άλλη κρατική ρύθμιση, οι τράπεζες θα
χρηματοδοτήσουν την οικονομία με «κριτήρια αναπτυξιακά και κοινωνικά»,
όπως δήλωνε μόλις ένα χρόνο νωρίτερα ο Γ. Δραγασάκης. Η θέση αυτήσυγκαλύπτει
πως στον καπιταλισμό οι τράπεζες επενδύουν αναγκαστικά με γνώμονα το ποσοστό
κέρδους, ειδάλλως κλείνουν, άσχετα με τη φύση και τις ειδικές
πεποιθήσεις του ιδιοκτήτη τους. Αν τα δάνεια της τράπεζας δε δίνουν αρκετό
τόκο, τότε η τράπεζα δεν μπορεί να συγκρατήσει τις καταθέσεις και κλείνει. Γι'
αυτό μια υποθετική τράπεζα που θα δανειοδοτούσε με άλλα κριτήρια απλά δε θα
έβγαινε και θα έκλεινε.
Οι τράπεζες έχουν αντικειμενικό συμφέρον από την
αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων. Το κέρδος των τραπεζών είναι
τελικά τμήμα της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας και έχουν συμφέρον να είναι όσο
το δυνατόν μεγαλύτερη. Συγχρόνως, ο καπιταλισμός είναι συνυφασμένος με
τις τράπεζες. Τόσο γιατί η κίνηση των προσωρινά διαθέσιμων κεφαλαίων απαιτεί
τέτοιες δομές όσο και γιατί στο σύγχρονο, μονοπωλιακό καπιταλισμό των
τελευταίων 100 ετών είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσεις τις τράπεζες από τη
βιομηχανία σε επίπεδο ιδιοκτητών για να τους φέρεις σε αντιπαράθεση.
Ουσιαστικά, οι τράπεζες είναι άρρηκτα δεμένες με τον ίδιο το χαρακτήρα
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Γι΄ αυτό και η ιδέα της «φιλολαϊκής τράπεζας»
θυμίζει πολύ την «ειλικρινή διπλωματία»...
Η αγωνία της ρευστότητας
Την ίδια στιγμή, το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για «επίταση
της κρίσης» λόγω των «κόκκινων» δανείωναναποδογυρίζει την αιτία με το
αποτέλεσμα. Δεν έφερε την κρίση η χαμηλή ρευστότητα στην οικονομία.
Αντίθετα, η κρίση είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση κεφαλαίου και τις οικονομικές
δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι
το 2008-2009 η κρίση εκδηλώθηκε στην ελληνική οικονομία όταν η συνολική
δανειοδότηση προς τις επιχειρήσεις ξεπερνούσε τα 133 δισ. ευρώ, σχεδόν 30 δισ.
ευρώ παραπάνω από σήμερα.
Σήμερα, παρά τις μεγάλες εξαγωγές χρηματικού κεφαλαίου
την περίοδο της κρίσης, που εκτιμώνται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ, οι καταθέσεις
στις ελληνικές τράπεζες υπερβαίνουν το 90% του ΑΕΠ της χώρας, με τη σχετική
αναλογία να είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αναλογία στις ΗΠΑ. Τα
επενδυμένα κεφάλαια των πλουσιότερων Ελλήνων στο εξωτερικό εκτιμώνται σε πάνω
από 150 δισ. ευρώ, σημαντικό τμήμα εκ των οποίων αφορά βραχυπρόθεσμα καταθετικά
προϊόντα. Είναι φανερό ότι το πρόβλημα δεν είναι γενικά η «έλλειψη
ρευστότητας». Υπάρχουν σημαντικά διαθέσιμα χρηματικά κεφάλαια και το
πραγματικό πρόβλημα είναι η αδυναμία τοποθέτησης τους στην ελληνική οικονομία
με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Πρόκειται για μια ουσιαστική πλευρά της
καπιταλιστικής κρίσης ως κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.
Η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται φυσικά σε άγνοια
της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Αντίθετα, οφείλεται σε συνειδητή
προσπάθεια εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων. Η προσπάθεια συγκάλυψης
του καπιταλισμού ως της γενεσιουργού αιτίας της κρίσης και της εξαθλίωσης των
λαϊκών στρωμάτων συνδυάζεται με τη μετατόπιση της ευθύνης στην «ασυδοσία» του
νεοφιλελεύθερου μοντέλου, στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό» της Μέρκελ και των
υποτελών της ή «στην αρπακτικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού»,
όπως υποστηρίζει ο Γ. Δραγασάκης. Τελικά, συνδυάζεται με την υπόσχεση
ενός άλλου φιλολαϊκού καπιταλισμού, όπου η ανάπτυξη των «υγιών επιχειρήσεων» θα
συνδυάζεται με την κοινωνική ευημερία και για την οποία, φυσικά, αρκεί η αλλαγή
της κυβέρνησης.
Ο δρόμος της λαϊκής αντεπίθεσης
Αυτός ο άλλος φιλολαϊκός, μη αρπακτικός καπιταλισμός,
δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει. Η αρπακτικότητα του καπιταλισμού, οι
πόλεμοι που παράγει, η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, ο παρασιτισμός του είναι
εγγενή χαρακτηριστικά του. Ο καπιταλισμός έχασε εδώ και 150 χρόνια τα
προοδευτικά του χαρακτηριστικά.
Η απλή πραγματικότητα είναι πως όσο τα κλειδιά της
οικονομίας βρίσκονται στα χέρια των μονοπωλιακών ομίλων, αυτοί θα παίρνουν όλες
τις οικονομικές αποφάσεις. Πότε και αν θα επενδύσουν, τι θα παράγουν, πότε θα
κάνουν προσλήψεις και πότε απολύσεις, με γνώμονα το κέρδος τους. Και
το κέρδος σημαίνει αρπαγή της υπεραξίας, αρπαγή του μόχθου του λαού, κυριαρχία
του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνία. Γι' αυτό και ο καπιταλισμός είναι
γενικά αρπακτικός, αντιδραστικός, άδικος. Τα δικαιώματα και οι ανάγκες των
λαϊκών στρωμάτων θα θυσιάζονται στο βωμό της ανταγωνιστικότητάς τους, με κρίση
ή με ανάπτυξη. Αυτή είναι η τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το εργατικό - λαϊκό κίνημα σήμερα δεν έχει τίποτα να
κερδίσει από μια τέτοια στάση αναμονής μιας άλλης αστικής κυβέρνησης, που το
μόνο που μπορεί να δώσει είναι ορισμένα ψίχουλα, μια αναδιανομή της φτώχειας
ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Μονόδρομός του είναι η συγκέντρωση δυνάμεων, η
οργάνωση της πάλης για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος που θα απαιτεί
ανάκτηση των απωλειών της κρίσης, θα απαιτεί να πληρώσουν την κρίση οι
μονοπωλιακοί όμιλοι, θα ανοίγει το δρόμο για την ικανοποίηση των αναγκών των
εργαζόμενων, για την εργατική - λαϊκή εξουσία.
Γρηγόρης ΛΙΟΝΗΣ
Μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου