Η επιχείρηση λαϊκής χειραγώγησης συνεχίζεται...

gallery thumbnail
Το τι διαπραγματεύεται η κυβέρνηση όσον 
αφορά το κεφάλαιο και πόσο σκληρά 
δεν το ξέρουμε, αλλά σε ότι αφορά 
όμως το λαό και τα φτωχά λαϊκά 
στρώματα ξέρουμε εκ των προτέρων ότι οι
διαπραγματεύσεις τους φέρνουν 
νέα χτυπήματα
Γνώριμο το σκηνικό που στήνει η κυβέρνηση τις τελευταίες μέρες, με στόχο να αποσπάσει την προσοχή του λαού απ' το νέο γύρο επίθεσης που εξαπολύει στα δικαιώματά του, να ξεπλύνει τις ευθύνες της για τα λαϊκά βάσανα κι όπου τίποτα απ' τα δύο δεν είναι εφικτό να εκβιάσει τη λαϊκή ανοχή, αν όχι συναίνεση, στα αντιλαϊκά μέτρα, παρουσιάζοντάς τα σαν μονόδρομο που όμως οδηγεί κάποια στιγμή σε ...ξέφωτο.
Τις βασικές συντεταγμένες της κυβερνητικής προπαγάνδας που ανεβάζει «στροφές» όσο κοντύτερα έρχεται η ώρα των ανατροπών σε Κοινωνική Ασφάλιση και αλλού, έδωσε ο πρωθυπουργός με τη συνέντευξη που παραχώρησε την περασμένη Δευτέρα στην κρατική τηλεόραση. Εκεί, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι «η χώρα έχει περάσει τους δυσκολότερους κάβους, όσα την απειλούσαν δεν υπάρχουν πια στο τραπέζι», ενώ περιέγραψε γλαφυρά το μνημόνιο, υποστηρίζοντας ότι ήταν το ...μικρότερο κακό: «Ανεβήκαμε ένα βουνό δύσβατο. Ο στόχος μας είναι να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού. Είδαμε ανυπέρβλητα εμπόδια μπροστά, παγίδες, μεγάλες παγίδες που μας οδηγούσαν όχι στην κορυφή, αλλά σε βαθιά χαράδρα και αποφασίσαμε να αλλάξουμε διαδρομή για να συνεχίσουμε την ανηφορική πορεία προς την κατάκτηση του βουνού με έναν τρόπο και από ένα δρόμο και από ένα μονοπάτι, το οποίο είναι πολύ πιο βατό, αλλά έχει, βεβαίως, μεγαλύτερη διάρκεια χρόνου».
Επειδή βεβαίως ο ίδιος, περισσότερο από κάθε άλλο, γνωρίζει ότι ο Γολγοθάς για το λαό δεν έχει τέλος, έσπευσε να εκφράσει την απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ευρύτερες συναινέσεις «πρώτα από όλα στην κοινωνία, πρώτα από όλα μέσα στον ελληνικό λαό, αλλά και γιατί όχι, αυτές να αποτυπωθούν και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο». Και πρόσθεσε: «Εγώ θα ήμουν πάρα πολύ ευτυχής αν έβλεπα σε μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα για τον τόπο, για το αύριο αυτού του τόπου να διαμορφώνονται ευρύτερες συναινέσεις. Και θα το επιδιώξω. Διότι αυτές οι αλλαγές, στις οποίες αναφέρθηκα πιο πριν, απαιτούν διαδικασίες διαλόγου συντεταγμένου, διαλόγου ο οποίος θα έχει αρχή, μέση και τέλος και θα οδηγεί σε κάποιο αποτέλεσμα. Σε αυτές λοιπόν τις μεγάλες αλλαγές χρειαζόμαστε ευρύτερες συναινέσεις και πλειοψηφίες».
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τις ευρύτερες συναινέσεις δεν τις χρειάζεται καμία κυβέρνηση που έχει σκοπό να πάρει φιλολαϊκά μέτρα. Αλλωστε, ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε, κατόπιν των παραπάνω, να διαβεβαιώσει την αστική τάξη ότι «αυτό όμως δεν είναι αδυναμία, δεν συνιστά αδυναμία μας να κυβερνήσουμε. Το ότι θέλουμε να περάσουμε μια άλλη κουλτούρα σε αυτό το πολιτικό σύστημα, διαλόγου, συνεννόησης, αυτό το προσλαμβάνουν ως αδυναμία και δεν θα τους βγει σε καλό».
Της πρωθυπουργικής παρέμβασης ακολούθησε το ανέβασμα των τόνων στην κυβερνητική ρητορική απέναντι στο ΔΝΤ και στη γερμανική κυβέρνηση, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα, κατά το οποίο είχαν ακουστεί έως και εγκωμιαστικά για το ρόλο του Ταμείου σχόλια από πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη.
Εξαρχής έγινε καθαρό ότι η κυβέρνηση επιχείρησε να δημιουργήσει άλλοθι για την αντιλαϊκή πολιτική της, ρίχνοντας «στάχτη στα μάτια» του λαού και αποδίδοντας στο ΔΝΤ και στον Σόιμπλε τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που έρχονται και για τα οποία δήθεν διαπραγματεύεται σκληρά ώστε να μαλακώσουν. Ετσι, ανασύρθηκε η γνωστή απ' το πρόσφατο παρελθόν ρητορική και πρακτική του διαχωρισμού των ιμπεριαλιστών σε «καλούς» και «κακούς», στο πλαίσιο της κυβερνητικής προσπάθειας να ξεπλύνει τις ευθύνες της και να εμποδίσει την οργάνωση λαϊκών διεκδικητικών αγώνων, ενόψει των νέων αντιλαϊκών μέτρων.
Ηταν χαρακτηριστικές οι δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου, Ολγας Γεροβασίλη, που επιχειρώντας να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο άνοιξε η κυβέρνηση θέμα συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ανέφερε (SΤΑR και ρ/σ «ΦΛΑΣ»): «Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν χαρούμενη, γιατί το ΔΝΤ είχε φτάσει να καθορίζει την τύχη της χώρας (...) Τα αρχικά σχέδια για τη χώρα μας (...) ήταν η χώρα αυτή να μετατραπεί σε μια αποικία. Από εκεί ξεκινήσαμε με τα μνημόνια και τα προγράμματα κ.λπ. Με όλα τα ακραία νεοφιλελεύθερα, την κατάργηση των εργασιακών σχέσεων, την κατάρρευση του Ασφαλιστικού, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους (...) Αυτή, λοιπόν, η πολιτική που με την εκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που ο λαός επέλεξε, τη νίκησε. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αντίπαλοι παραιτούνται».
Σαν ...αντίπαλους υπέδειξε: «Ξέρουμε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις, που κάποιοι κύκλοι στην Ευρώπη, οι οποίοι θέλουν αυτές οι απόψεις να επιβληθούν στη χώρα μας, διότι ξέρετε γιατί το θέλουν; Διότι αυτά που ζητούν στη χώρα μας δεν έχουν συμβεί σε καμία χώρα της Ευρώπης (...) Επομένως, σ' αυτή τη συζήτηση, εάν δεν ήταν το ΔΝΤ και ήταν μόνο οι Ευρωπαίοι και αυτοί οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι της Ευρώπης, θα είχαν μεγάλη δυσκολία να επιβάλουν τέτοια μέτρα στη χώρα. Δε θα τα επέτρεπε η Ευρώπη. Χρησιμοποιούν, λοιπόν, σαν άλλοθι το ΔΝΤ για να επιβάλουν πολιτικές οι οποίες δεν υπάρχουν σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, αλλά σε χώρες άλλων περιοχών. Επομένως, αυτά δεν μπορούμε να μην τα λέμε. Είναι άλλο ότι έχουμε υποχρέωση στο ΔΝΤ, το ξέρουμε. Ενδεχομένως το ΔΝΤ να συμμετάσχει και σε αυτό το πρόγραμμα (...)».
Η κυβέρνηση, δηλαδή, ισχυρίζεται ότι η πολιτική για την καπιταλιστική ανάκαμψη που η ίδια εφαρμόζει και τσακίζει το λαό, επιβάλλεται από ακραίους νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι μάλιστα στο πλαίσιο της ΕΕ είναι και ...μειοψηφία! Ισχυρισμοί που εκτός απ' τον εξωραϊσμό της λυκοσυμμαχίας, συμβάλλουν στη συσκότιση του ενιαίου χαρακτήρα της ευρωενωσιακής στρατηγικής που καρατομεί τα δικαιώματα των λαών, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, με ή χωρίς μνημόνια, τρόικες και ΔΝΤ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το ζήτημα των αναδιαρθρώσεων στο Ασφαλιστικό συνδέεται με αλλαγές που προωθούνται σε επίπεδο ΕΕ όπου ιεραρχείται ως ένα από τα κύρια δημοσιονομικά προβλήματα (δες αναλυτικά σελ. 8 - 9). Η στρατηγική του κεφαλαίου περιλαμβάνει το στόχο φτηνέματος της εργατικής δύναμης, απαλλαγής του κράτους από δαπάνες, αυτή η στρατηγική εξειδικεύεται στα μνημόνια που υλοποιεί και η κυβέρνηση, όχι βεβαίως με το πιστόλι στον κρόταφο, αλλά συνειδητά, έχοντας στόχο την αναθέρμανση της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ολα τα παραπάνω «πασπαλίστηκαν» μέσα στη βδομάδα από ισχυρισμούς περί σκληρής διαπραγμάτευσης, όπως ότι η κυβέρνηση «είναι διατεθειμένη να συγκρουστεί με όλα όσα θεωρούμε ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ελληνικού λαού», ότι «έχουμε καθαρό το στόχο μπροστά, πού θέλουμε να πάμε τη χώρα», ότι «θα τηρήσουμε τους όρους της συμφωνίας, δε θα τηρήσουμε ό,τι φαντάζεται ο καθένας», ότι «το μεγάλο στοίχημα είναι να κερδίσουμε τον τελικό στόχο. Με μαγικό κουμπί, προφανώς, δε λύνονται τα ζητήματα (...) Θέλει χρόνο, θέλει κόπο»!
«Επομένως, εμείς συνομιλούμε και συνομιλούμε θεσμικά, όπως έχουμε συμφωνήσει και παλεύουμε για τις θέσεις που εμείς νομίζουμε ότι είναι υπέρ του συμφέροντος της χώρας και αυτό θα κάνουμε συνεχώς. Δεν είναι θέμα να βάλουμε τον τίτλο. Εχουμε διαφωνίες. Μέχρι πού θα φτάσουν οι διαφωνίες και μέχρι πού φτάνουν κάθε φορά, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορούμε να το προεξοφλήσουμε», δήλωνε η Ολγα Γεροβασίλη.
Οι ισχυρισμοί αυτοί «γαρνιρίστηκαν» με αυταπάτες όπως «εμείς προσπαθούμε να βρούμε χώρο και μέσα σε αυτό το πολύ ασφυκτικό πλαίσιο μιας πολύ δύσκολης συμφωνίας και για ανάπτυξη ενός παράλληλου προγράμματος και για ανάπτυξη μέτρων που θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή (...) Θέλουμε αυτή τη στήριξη, θέλουμε καθημερινά να ανανεώνεται η εμπιστοσύνη του κόσμου στην κυβέρνηση» (Ράνια Σβίγκου).
Μέσα σ' αυτό το μπαράζ προπαγανδιστικών πυρών ορισμένες φωνές αποκάλυπταν τι πραγματικά είναι αυτό που καίει την κυβέρνηση. Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ , Δ. Παπαδημούλης, υπερασπίστηκε την υλοποίηση της πολιτικής που υπαγορεύουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, λέγοντας: «Νομίζω ότι το συμφέρον της χώρας και της κυβέρνησης είναι να επισπεύσουμε, πριν τη Σύνοδο Κορυφής της 17ης Δεκεμβρίου, την προώθηση όσων έχουμε υπογράψει και συμφωνήσει και στο Προσφυγικό και στα θέματα της υλοποίησης της συμφωνίας, με την υιοθέτηση της δεύτερης λίστας των προαπαιτούμενων. Αυτό θα διευκολύνει την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στις αρχές του '16, την ομαλοποίηση της κατάστασης στην οικονομία, την ελάφρυνση του χρέους και τη συμμετοχή σε ένα επόμενο στάδιο της Ελλάδας και στην ποσοτική χαλάρωση, στο πρόγραμμα "Ντράγκι", που είναι απαραίτητο για να γυρίσει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς».
Το τι διαπραγματεύεται η κυβέρνηση όσον αφορά το κεφάλαιο και πόσο σκληρά δεν το ξέρουμε, αφού στην πραγματικότητα, παρά τις διαρροές, δεν ξέρουμε τι συζητιέται στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, τι συζητάνε, τι μοιράζουν σε σχέση με το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων, δεν ξέρουμε τι εγγυήσεις δίνονται για ενίσχυση του κεφαλαίου, για τη ρύθμιση του χρέους κ.λπ. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να κρίνουμε πόσο σκληρά διαπραγματεύεται η κυβέρνηση για όλα αυτά. Οσον αφορά όμως το λαό και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ξέρουμε εκ των προτέρων ότι οι διαπραγματεύσεις τους φέρνουν νέα χτυπήματα. Αυτό αποδεικνύεται και στην πράξη. Η συμφωνία για τα προαπαιτούμενα την Παρασκευή είναι η απόδειξη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις