Μια συμφωνία προκάλυμμα μονοπωλιακών ανταγωνισμών

gallery thumbnail
Αποψη από τη
διάσκεψη για το
κλίμα στο Παρίσι
Η Συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι προβλήθηκε από τους αρχηγούς των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών του πλανήτη ως ιστορική με δηλώσεις πανηγυρικού χαρακτήρα. Ο στόχος τους είναι μέχρι το 2100 να μην αυξηθεί η μέση παγκόσμια θερμοκρασία πάνω από τους 2 βαθμούς Κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, εκτιμώντας ότι αυτό θα μειώσει σημαντικά τους κινδύνους και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ηδη, ο πλανήτης είναι περίπου 1 βαθμό Κελσίου θερμότερος σε σχέση με τη μέση επιφανειακή θερμοκρασία πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Τα κυριότερα σημεία της Συμφωνίας, η οποία θα ισχύσει από το 2020 και μετά, είναι:
Οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να αρχίσουν να μειώνονται άμεσα ώστε στο δεύτερο μισό του αιώνα να μειωθούν στα επίπεδα που μπορούν να απορροφούν τα δάση.
Ολες οι χώρες θα εγγραφούν σε κοινό σύστημα αναφοράς, παρακολούθησης και επιβεβαίωσης των εκπομπών.
Από το 2020 οι ανεπτυγμένες χώρες θα προσφέρουν βοήθεια 100 δισ. δολαρίων το χρόνο προκειμένου να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να στραφούν σε καθαρές πηγές Ενέργειας.
Η Συμφωνία είναι προϊόν συμβιβασμών λόγω των αντιδράσεων των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων κρατών, που ανησυχούν για τις επιπτώσεις της στην οικονομία, ενώ δεν έχει νομικές δεσμεύσεις για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Κάθε κράτος από τα 196 μέλη της Συνθήκης - Πλαισίου του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή θα πρέπει να παρουσιάσει, εθελοντικά, στόχους για τη μείωση ή συγκράτηση των εκπομπών, οι οποίοι θα επανεξετάζονται κάθε πέντε χρόνια από το 2018. Δεν υπάρχει επίσης πρόβλεψη για οικονομική αποζημίωση των κρατών που πλήττονται από φυσικές καταστροφές λόγω ανόδου της θερμοκρασίας. Πού επικεντρώνεται η Συμφωνία; Βασικά στο ενεργειακό ζήτημα και πώς αυτό θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου. Αλλά πίσω απ' αυτό βρίσκεται η επιδίωξη κάθε κράτους για κερδοφόρες επενδύσεις των μονοπωλίων του, μεγαλύτερα μερίδια στη διεθνή αγορά και «χτύπημα» των ανταγωνιστών τους.
Ανταγωνισμοί
Στη διάρκεια της διάσκεψης εκφράστηκαν ανταγωνισμοί για τον καταμερισμό του βάρους των προσπαθειών για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Δηλαδή, στη συζήτηση για τη συνεισφορά σε μέτρα μείωσης των εκπομπών ρύπων άνθρακα στην ατμόσφαιρα υπήρξαν κόντρες, άλλωστε αυτό το ζήτημα είναι σύνθετο ως προς τις αναλογίες, λόγω της ανισομετρίας στην καπιταλιστική ανάπτυξη, τους τομείς οικονομίας κάθε κράτους, αλλά και την κατανάλωση Ενέργειας καθώς και τις μορφές Ενέργειας που καταναλώνουν.
Καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί που εδράζονται στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές των αναπτυσσόμενων οικονομιών θέλουν την όσο γίνεται πιο γοργή ανάπτυξη, δηλαδή πιο γοργή συσσώρευση κεφαλαίου για να μεγεθύνουν το κεφάλαιό τους, επομένως θα τους βόλευε η καθυστέρηση στην ανάπτυξη της οικονομίας των ανεπτυγμένων, οι δε καπιταλιστές των ανεπτυγμένων θέλουν αφενός ανάπτυξη των δικών τους οικονομιών, αφετέρου καθυστέρηση στην ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Ανταγωνισμοί που αντικειμενικά εκδηλώνονται, γιατί η εφαρμογή της συμφωνίας έχει σχέση και με τους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης και με την Ενέργεια, που είτε καταναλώνεται είτε παράγεται προς πώληση, εξαγωγή κ.λπ.
Βεβαίως, αυτή η πραγματικότητα που φάνηκε στις συζητήσεις στο Παρίσι, εκφράζεται κάπως ομαδοποιημένα αλλά είναι πιο σύνθετη.
Γιατί εστιάζουν στην Ενέργεια
Το βασικό ζήτημα που τους απασχολεί, δηλαδή η μείωση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει, πρωταρχικά, άμεση σχέση με τη μορφή Ενέργειας η οποία καταναλώνεται σε όλη την αλυσίδα της παραγωγικής διαδικασίας, από την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών μέχρι τη μεταφορά τους στην αγορά, στα σημεία πώλησής τους, σε συνδυασμό με τους ρυθμούς ανάπτυξης κάθε οικονομίας.
Εδώ βρίσκεται και η πρώτη εστία ανταγωνισμών. Αφενός γιατί γίνεται συνεχώς λόγος για «πράσινη ανάπτυξη», «πράσινη Ενέργεια», «Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» (ΑΠΕ), αλλά υπάρχουν ερωτήματα και διαφορετικές προσεγγίσεις στις δυνατότητες των ΑΠΕ να στηρίξουν και να ενισχύσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, σε σχέση με τις μορφές Ενέργειας των ορυκτών καυσίμων, στερεών ή υγρών, δηλαδή άνθρακα, πετρελαίου, φυσικού αερίου. Η ηλιακή και η αιολική Ενέργεια εξελίσσονται τάχιστα σε αποτελεσματικότητα και μείωση κόστους, αλλά δεν αρκούν για να στηρίξουν τη βιομηχανία, τις μεταφορές, την οικονομία γενικότερα αφού δεν υπάρχει πάντα ηλιοφάνεια και αέρας, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα να κινηθούν όλα τα μέσα παραγωγής αποκλειστικά με ηλεκτρική ενέργεια. Ετσι θα συνεχίζει η μεγάλη ζήτηση για άνθρακα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα έχει μεγάλη ζήτηση και η πυρηνική ενέργεια.
Υπάρχει επίσης ένα ακόμη πρόβλημα: Η απόδοση από τη μετατροπή μιας μορφής Ενέργειας σε μια άλλη. Εχει σχέση με το κόστος παραγωγής και ενδιαφέρει άμεσα τους καπιταλιστικούς ομίλους. Για παράδειγμα, η Ενέργεια από τους υδρογονάνθρακες και τα στερεά ορυκτά καύσιμα είναι φθηνότερη και αποδοτικότερη από την Ενέργεια των ΑΠΕ.
Αυτό λοιπόν είναι το βασικό πεδίο ανταγωνισμών, ανάμεσα στα μονοπώλια των ΑΠΕ και σ' αυτά των ορυκτών καυσίμων (κυρίως υδρογονανθράκων), αλλά και σ' αυτά που χρησιμοποιούν Ενέργεια ορυκτών καυσίμων, χωρίς να είναι το μοναδικό. Οχι μόνο γιατί μπορεί να επιδρά στην επιτάχυνση ή επιβράδυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης, άρα και της οικονομίας, αλλά γιατί υπάρχουν καπιταλιστικές οικονομίες η ανάπτυξη των οποίων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα και μάλιστα των υγρών και των στερεών καυσίμων, ως οικονομίες με ενεργειακούς τομείς που καθορίζουν τη γενικότερη ανάπτυξή τους, όπως π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία, Ιράν, Σαουδική Αραβία, Βενεζουέλα κ.λπ.
Η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα, πρωτοστάτησε στην προσπάθεια να εξαλειφθεί από το κείμενο της Συμφωνίας κάθε αναφορά στη «σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων». Η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες βασίζονται στο λιθάνθρακα για την οικονομική ανάπτυξη και την ηλεκτροπαραγωγή, αρνήθηκαν να ορίσουν ημερομηνία για την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων. Ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση δίστασε να υιοθετήσει τη «σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων» λόγω της Πολωνίας, της οποίας η οικονομία εξαρτάται από το κάρβουνο.
Επομένως, ένα δεύτερο πεδίο οξύτατης διαπάλης που εκδηλώνεται στην εφαρμογή της Συμφωνίας είναι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε μονοπώλια διαφορετικών τομέων Ενέργειας, δηλαδή ανάμεσα στα μονοπώλια που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ και σ' αυτά των υδρογονανθράκων αλλά και των στερεών καυσίμων.
Να τι γράφτηκε σε άρθρο του «Βloomberg»: «Οι παραγωγοί των ηλιακών πάνελ ή των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων αναμένεται να εκτοπίσουν τους παραγωγούς πετρελαίου, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Παρισιού για το περιβάλλον. Αναμένονται επενδύσεις ενός τρισ. δολαρίων σε ετήσια βάση για την απεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με τις εταιρείες που εστιάζουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να επωφελούνται περισσότερο. Ιδιαίτερα εάν περισσότερες χώρες συμμετάσχουν σε σχέδια των ΗΠΑ και κρατών - μελών της ΕΕ για την επιβολή φόρων στις εκπομπές καυσαερίων».
Η λογική κόστους - κέρδους
Η επιμονή για ανάπτυξη της «πράσινης Ενέργειας» και των ΑΠΕ ενισχύει την ηλεκτρική ενέργεια, όμως η παραγωγή της από τις ΑΠΕ είναι κοστοβόρα συγκριτικά με την παραγωγή της από λιγνίτη, πετρέλαιο, ακόμη και φυσικό αέριο, ενώ δε βρίσκει παντού εφαρμογή. Αυτή η επιμονή εστιάζεται στην ενίσχυση των μονοπωλίων παραγωγής μέσων παραγωγής για ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, άλλα μέσα παραγωγής ηλιακής ενέργειας κ.λπ). Ετσι πριν από την κατάληξη της Συμφωνίας υπήρξαν επίσης αντιθέσεις για το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της, που συνδέονται και με τους ρυθμούς «μετάβασης» σε νέους ενεργειακούς πόρους και εγκατάλειψης ορυκτών καυσίμων.
Ταυτόχρονα, η αλλαγή μέσων παραγωγής ώστε να γίνει η προσαρμογή σε μορφές «πράσινης Ενέργειας» ή η εφαρμογή μεθόδων μείωσης των ρύπων άνθρακα, που απαιτεί εξοπλισμό προσαρμοσμένο σε ήδη υπάρχοντα μέσα παραγωγής που κινούνται με πετρέλαιο ή άνθρακα, απαιτούν κεφάλαια, δηλαδή οι καπιταλιστικοί όμιλοι τα μετράνε με κόστος το οποίο δεν είναι σίγουρο αν το αποσβέσουν γρήγορα, ενώ σίγουρα τους μειώνει τα κέρδη. Επομένως, και σ' αυτό το ζήτημα εκδηλώνονται ανταγωνισμοί, ανάμεσα στα μονοπώλια που παράγουν τέτοια μέσα, και στους ομίλους για τους οποίους η εφαρμογή της Συμφωνίας απαιτεί την εγκατάστασή τους με μεγάλο κόστος.
Για παράδειγμα, πάλι σύμφωνα με το «Βloomberg», «οι εταιρείες που εξαρτώνται από τον άνθρακα θα υποστούν τις πιο βαριές συνέπειες». Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται: «Προς το παρόν, οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο και οι εταιρείες μετρούν το κόστος και τα οφέλη από τη Συμφωνία, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει θεμελιώδεις αλλαγές στις μεταφορές, στην παραγωγή Ενέργειας και δεκάδες άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων και οι οικονομίες που εξαρτώνται από την Ενέργεια είναι αντιμέτωπες με μεγάλες μεταβολές στη δομή τους που θα φέρουν υψηλό κόστος. Οι παίκτες σε νέες βιομηχανίες, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή αποδοτικότητα, έχουν μπροστά τους μια ανεπανάληπτη ευκαιρία». Φαίνεται επίσης ότι τα μονοπώλια στην πληροφορική έχουν άμεση σχέση με την έρευνα και την παραγωγή μέσων παραγωγής ΑΠΕ, αφού στο Παρίσι βρέθηκαν ο ιδιοκτήτης της «Microsoft», Μπιλ Γκέιτς, ο ιδιοκτήτης της «Facebook», Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο ιδιοκτήτης της «Αμαζον», Τζεφ Μπέζος, και άλλοι που ανακοίνωσαν τη δημιουργία «ιδρύματος» με τον τίτλο «Συμμαχία για τη μεγάλη ανακάλυψη στην Ενέργεια». Θα πέσει πολύ χρήμα, αρκεί να σκεφτεί κανείς τα 200 τρισ. δολάρια του «Πράσινου Κλιματικού Ταμείου», που δημιουργήθηκε με κρατικά κεφάλαια για επενδύσεις χαμηλού άνθρακα.
Υπάρχουν και άλλοι τομείς της οικονομίας οι επιχειρηματικοί όμιλοι των οποίων ενδιαφέρονται, όπως π.χ. η κατασκευή κτιρίων που εξοικονομούν Ενέργεια. Ενδιαφέρονται κυρίως οι όμιλοι στον τομέα των μονωτικών υλικών.
Στον «Ριζοσπάστη» στις 12/12/2015, γράφαμε ότι «ακόμα κι αν ανακοινωθεί "συμφωνία", η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί, καθώς η θέση κάθε πλευράς εξαρτάται από το πώς καλύτερα ωφελείται το προβάδισμα των μονοπωλίων που εκπροσωπεί: Π.χ. χώρες με μεγάλα αποθέματα ορυκτών που θεωρούνται "βλαβερά", διαφωνούν με χώρες όπου η τεχνολογική ανάπτυξη γεννά αυξημένη πρόσβαση σε νέες μεθόδους επεξεργασίας αλλά και νέα επιστημονικά ευρήματα, διευρυμένες εξορύξεις σε πολλές περιοχές κ.τ.λ.».
Αυτό επιβεβαιώνεται απ' όλα τα παραπάνω. Η Συμφωνία δεν είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμη, αφήνεται στον «πατριωτισμό των μονοπωλίων» και των κρατών τους. Οσο για την προσφορά βοήθειας 100 δισ. δολαρίων το χρόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες για καθαρές πηγές Ενέργειας, έχει σχέση με τις κόντρες ανεπτυγμένων - αναπτυσσόμενων κρατών. Οι ανεπτυγμένες χρηματοδοτούν τις αναπτυσσόμενες για «καθαρές πηγές Ενέργειας», που όταν επενδύουν σ' αυτές ωφελούνται τα μονοπώλια των αναπτυγμένων που παράγουν μέσα παραγωγής καθαρής Ενέργειας. Επίσης, υπάρχουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες, ύψους άνω των 2 τρισ. δολαρίων, σε επιχειρηματικά προγράμματα προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές.
Συμπερασματικά, η «ιστορική Συμφωνία» θα εφαρμόζεται από κάθε κράτος με τρόπο που να ωφελούνται τα μονοπώλιά του και μόνον τότε. Οι λαοί τίποτα θετικό δεν «έχουν λαμβάνειν» απ' αυτήν, όπως βεβαίως και το «κλίμα»...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις