Εργατικές - λαϊκές θυσίες για το στόχο της ανάκαμψης

gallery thumbnail
Ο στόχος της καπιταλιστικής ανάκαμψης καθορίζει το περιεχόμενο των μέτρων που προωθεί και ψηφίζει η κυβέρνηση, η σημερινή και οι προηγούμενες. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής όλων των αστικών κομμάτων, παρά τις μεταξύ τους επιμέρους διαφορές. Αλλωστε, ούτε οι ίδιοι το αρνούνται. Από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ μέχρι την Ενωση Κεντρώων και τη Χρυσή Αυγή, όλοι προτείνουν μέτρα και πολιτικές διαχείρισης που στόχο έχουν να διαμορφώσουν προϋποθέσεις ταχύτερης ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Ταυτίζουν, μάλιστα, αυτή την ανάκαμψη με τα συμφέροντα του λαού.
Ετσι, πίσω από κάθε μέτρο της κυβέρνησης κρύβεται η προσπάθεια που κάνει για λογαριασμό μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ντόπιων και ξένων, να δημιουργήσει καλύτερους όρους για τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κεφαλαίων τους. Να διασφαλίσει, δηλαδή, το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, προκειμένου η ελληνική οικονομία και μάλιστα σε συγκεκριμένους τομείς που έχουν προοπτική κερδοφορίας, να αποτελέσει πόλο έλξης για την επένδυση κεφαλαίων που λιμνάζουν.
Ετσι πρέπει να ερμηνευτεί η πολιτική της κυβέρνησης, είτε αφορά την παραπέρα μείωση μισθών και τη συρρίκνωση δικαιωμάτων, είτε την παραπέρα απελευθέρωση τομέων της οικονομίας, είτε τις λεγόμενες ιδιωτικοποιήσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο που γίνονται. Να αποκαλύπτεται, δηλαδή, πίσω από κάθε μέτρο, ο τρόπος με τον οποίο υπηρετείται το συμφέρον του κεφαλαίου και επομένως θίγονται παραπέρα τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα, ακόμα και όταν αυτό δεν είναι ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά ή σκεπάζεται με μαεστρία από την κυβερνητική προπαγάνδα. Ας το δούμε αυτό με ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
Παρέμβαση για τον προσανατολισμό της ανάκαμψης
«Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών (...) συνεχίζουν να επεκτείνονται με 3,6% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2009 και μέχρι το 2014 (...) Η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η μείωση της εσωτερικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει στην μεγαλύτερη εξωστρέφεια του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Αποτελέσματα που θα ήσαν ακόμη θεαματικότερα εάν είχαμε καταφέρει να περιορίσουμε το κόστος της Ενέργειας στην παραγωγική διαδικασία, το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων και τα αντικίνητρα στην επιχειρηματικότητα και να βελτιώσουμε το τεχνολογικό επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών (...) ώστε να αναβαθμιστεί αισθητά το καλάθι προϊόντων που εξάγει η χώρα».
Αυτά γράφει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του. Πρώτα απ' όλα, φαίνεται πως οι βιομήχανοι εστιάζουν τις απαιτήσεις τους ως προς τον επόμενο γύρο των μεταρρυθμίσεων στη μείωση του ενεργειακού και του «μη μισθολογικού» κόστους, που σημαίνει φτηνότερη Ενέργεια και παραπέρα απαλλαγή των επιχειρήσεων από τη συμμετοχή τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι τιμές των προϊόντων που εξάγουν, χωρίς βέβαια να μειωθεί (αλλά να αυξηθεί κιόλας) το ποσοστό της κερδοφορίας τους.
Ολα αυτά, βέβαια, επιπρόσθετα στη «βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης», που την πλήρωσε με αιματηρές περικοπές και θυσίες ο λαός, αλλά και στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που έγιναν και οι οποίες αφορούν κατά βάση ανατροπές στα μισθολογικά, εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αναδιαρθρώσεις στην οικονομία που πλήττουν τους μικροεπαγγελματίες και τους μικρούς αγρότες.
Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι βιομήχανοι ότι τα αντιλαϊκά μέτρα που εντάθηκαν την περίοδο της κρίσης είναι η προϋπόθεση για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το κόστος της Ενέργειας, είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε παραπέρα «διευκόλυνση» δοθεί στο κεφάλαιο, θα φορτωθεί στις πλάτες του λαού, όπως γίνεται συνολικά με τις φοροαπαλλαγές και τα άλλα προνόμια που απολαμβάνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Για το «μη μισθολογικό κόστος», το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο, επειδή σ' αυτήν τη φάση η κυβέρνηση εμφανίζεται να προτείνει την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών για να αποφύγει τάχα νέες μειώσεις στις συντάξεις. Ακόμα κι αν τελικά το κάνει, είναι βέβαιο ότι η πορεία απαλλαγής των εργοδοτών από τις υποχρεώσεις τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως και του κράτους, θα συνεχιστεί με κάθε πρόσφορο μέσο, αφού η μείωση του «μη μισθολογικού κόστους» των επιχειρήσεων προβάλλεται από τους βιομηχάνους ως ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα των εξαγωγών.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο το κράτος μείωσε τα προηγούμενα χρόνια κατά 3,9 μονάδες την εργοδοτική εισφορά στα Ταμεία και τώρα παζαρεύει μια ανεπαίσθητη αύξηση της τάξης του 0,5%, με αντίστοιχη επιβάρυνση όμως και των εργαζομένων.
Οι εξαγωγές "καθρέφτης" της ανταγωνιστικότητας
Ενα τρίτο στοιχείο είναι η διαπίστωση των βιομηχάνων ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, άρα και η ανάκαμψή της από την κρίση, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον εξαγωγικό της προσανατολισμό και λιγότερο βέβαια από την εσωτερική κατανάλωση.«Οι εξαγωγές αγαθών είναι ο καθρέφτης της ανταγωνιστικής παραγωγής μιας χώρας και ένδειξη του βαθμού ενσωμάτωσης τεχνολογιών και καινοτομικών εξελίξεων στην παραγωγική διαδικασία», παρατηρεί ο ΣΕΒ, και θέτει ως προτεραιότητα την«προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με κατεύθυνση την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού».
Αυτό απαντά έμμεσα και σε όσους ερμηνεύουν την κρίση με όρους «υποκατανάλωσης», προβάλλοντας ως διέξοδο προς την ανάκαμψη (την οποία την θέλουν καπιταλιστική) τη μείωση των φόρων και την αύξηση των εισοδημάτων για να «κινηθεί» η εσωτερική αγορά και «να πάρει μπροστά» η οικονομία.
Οι ίδιοι οι βιομήχανοι απαντούν ότι η «εξωστρέφεια» των επιχειρήσεων είναι αυτή που ηγείται της καπιταλιστικής ανάκαμψης, γιατί εκεί το ποσοστό του κέρδους είναι μεγαλύτερο για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ζητάνε μάλιστα να βελτιωθεί το τεχνολογικό επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών, να εξοπλιστεί δηλαδή με υψηλότερη τεχνολογία η παραγωγή, για να ανέβει η παραγωγικότητα της εργασίας και άρα το ποσοστό του κέρδους.
Κριτική στο "μοντέλο ανάπτυξης"
Η κριτική τους εξάλλου στο «μοντέλο» ανάπτυξης που επικράτησε τα προηγούμενα χρόνια είναι ενδεικτική της διαπάλης ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου με διαφορετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα για τον προσανατολισμό που πρέπει να έχει η πολιτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η διαμάχη αυτή αφορά το ποιοι κλάδοι, ποιοι επιχειρηματικοί όμιλοι και με ποιους όρους θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος από τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις του κράτους, των τραπεζών και της ΕΕ.
Γράφει χαρακτηριστικά το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ: «Για πολλές δεκαετίες, το παραγωγικό πρότυπο στην Ελλάδα ευνοούσε τις παραδοσιακές δραστηριότητες και κλάδους που παράγουν κυρίως υπηρεσίες για την εγχώρια αγορά χωρίς την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Συνήθως, οι κλάδοι αυτοί είναι χαμηλής παραγωγικότητας και η επιβίωσή τους συναρτάται με την ύπαρξη μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υψηλού δανεισμού από το εξωτερικό, που δημιουργούν εισοδήματα και θέσεις απασχόλησης λόγω της τεχνητά υψηλότερης ζήτησης στην οικονομία.
Η ζήτηση αυτή είναι μη βιώσιμη διότι δεν στηρίζεται στην λειτουργία μιας οικονομίας που παράγει με κέρδος, στην βάση επενδύσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα (...) Οι κλάδοι αυτοί ωφελούνται (...) και από μία σειρά ρυθμίσεων προστασίας από τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά (π.χ. κλειστά επαγγέλματα), καθώς και από την εξάπλωση της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της μαύρης εργασίας, της διαφθοράς στις σχέσεις με το Δημόσιο, κ.ο.κ.
Στην ουσία, όλες αυτές οι εκφάνσεις θεσμικής ανεπάρκειας δρουν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τους κλάδους αυτούς, που αντισταθμίζει σε κάποιο βαθμό την χαμηλή τους παραγωγικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, οι πρακτικές αυτές εμποδίζουν παντοιοτρόπως νέες επιχειρήσεις να εισέλθουν ανταγωνιστικά στην αγορά, σε βάρος της υγιούς επιχειρηματικότητας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία».
Οι "δυναμικοί" κλάδοι
Με βάση τα παραπάνω, οι βιομήχανοι ξεχωρίζουν ως δυναμικούς τομείς της οικονομίας, πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχτεί η καπιταλιστική ανάκαμψη, την κλωστοϋφαντουργία, το μέταλλο,υλικά όπως το τσιμέντο, τα πλαστικά, τα χημικά προϊόντα, τακαλλυντικά και τα φάρμακα, τη βιομηχανία και την παραγωγή τροφίμων. Οπως φαίνεται, γι' αυτούς τους κλάδους υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον για επενδύσεις. Ετσι εξηγούνται εν πολλοίς το ενδιαφέρον και οι κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα με επίκεντρο αυτούς τους τομείς της οικονομίας...
Παράδειγμα 1ο: Το Ασφαλιστικό
gallery thumbnail
Η κυβέρνηση επικεντρώνει τώρα τα προπαγανδιστικά της πυρά στο ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, για να νομιμοποιήσει στις λαϊκές συνειδήσεις τις νέες ανατροπές που ετοιμάζει. Πλέον, ομολογείται απ' όλους ότι ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος για νέες μειώσεις στις συντάξεις και αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, όπως γινόταν με τις μεταρρυθμίσεις όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Πώς συνδέεται, όμως, αυτό με το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης; Γιατί είναι κάλπικα τα επιχειρήματα της κυβέρνησης ότι θέλει να διασφαλίσει τάχα τη βιωσιμότητα του συστήματος και να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στο εσωτερικό του συστήματος, ώστε να έχουν σύνταξη και οι επόμενες γενιές;
Κατά πρώτον, με τα μέτρα που συζητάει η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην αγορά εργασίας (διεύρυνση της μερικής απασχόλησης, εναλλαγή μεγάλων περιόδων ανεργίας με μικρά διαστήματα εργασίας, ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, μισθοί πείνας), ακόμα κι αν κάποιοι από τους σημερινούς εργαζόμενους καταφέρουν να πάρουν σύνταξη στα βαθιά γεράματα, αυτή θα ισούται με προνοιακό επίδομα. Επομένως, ας αφήσει τα «σάπια» ότι ενδιαφέρεται τάχα για τους νέους, οι οποίοι, σε μεγάλα ποσοστά, απασχολούνται σήμερα και ανασφάλιστοι.
Οι βασικοί στόχοι κάθε προηγούμενης και κάθε επόμενης μεταρρύθμισης στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι οι εξής: Από τη μια, να μειωθεί παραπέρα το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» για τους εργοδότες και άρα να αυξηθεί η μάζα της υπεραξίας που αποσπούν από τους εργαζόμενους, αφού θα αγοράζουν φτηνότερα την εργατική τους δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένα μέτρο από το προηγούμενο πακέτο των μεταρρυθμίσεων, αυτό της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 μονάδες, απέδωσε στην εργοδοσία 1 δισ. ευρώ το χρόνο, όσο είναι και το ετήσιο έλλειμμα του ΙΚΑ!
Μάλιστα, τους είναι τόσο βραχνάς στα κέρδη οι ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να γενικεύεται σε επιχειρήσεις το εξής φαινόμενο: Οι εργάτες υπογράφουν να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς, βάσει των οποίων υπολογίζεται και η (μικρότερη) ασφαλιστική εισφορά και στη συνέχεια η εργοδοσία δεσμεύεται να τους αποδίδει και ένα μέρος των απωλειών σαν «οικειοθελή προσφορά», την οποία, βέβαια, κατά βούληση μπορεί να διακόψει ανά πάσα στιγμή.
Από την άλλη, διαχρονικός στόχος των παρεμβάσεων είναι να μειωθεί και η κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση του συστήματος, ώστε να περισσεύει περισσότερο χρήμα για την έμμεση (επιδοτήσεις, δάνεια κ.ά.) ή την έμμεση (φοροαπαλλαγές και άλλες διευκολύνσεις) ενίσχυση του κεφαλαίου, προκειμένου να κάνει επενδύσεις. Δηλαδή, το 1,8 δισ. ευρώ που σκοπεύει να «εξοικονομήσει» το κράτος από τις αλλαγές στην Κοινωνική Ασφάλιση μόνο για το 2016, δε θα γίνει προσλήψεις σε Παιδεία - Υγεία ή αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων, αλλά μέτρα για την παραπέρα ενίσχυση του κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, η αποχώρηση του κράτους και της εργοδοσίας από τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος ανοίγει «πεδίον δόξης λαμπρό» για τα «κοράκια» της ιδιωτικής ασφάλισης να κάνουν χρυσές δουλειές. Αυτό είναι το «κουκούτσι» της μεταρρύθμισης που προωθεί και η σημερινή συγκυβέρνηση. Θέλουν την Ασφάλιση, την Υγεία, την Πρόνοια να είναι ατομική υπόθεση του καθενός και αυτόν το στόχο περιγράφουν οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τα ζητήματα της Ασφάλισης και των συντάξεων.
Αλλωστε, βασικά σημεία των μεταρρυθμίσεων που έγιναν τα τελευταία χρόνια στο Ασφαλιστικό, υπήρχαν στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων και των κομμάτων της από τις αρχές ακόμα της δεκαετίας του '90. Απέναντι σε τέτοια μέτρα, αγώνες δόθηκαν και στο παρελθόν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το «σχέδιο Γιαννίτση», το οποίο, στις δοσμένες συνθήκες της εποχής, αποκρούστηκε προσωρινά από το κίνημα. Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι το κεφάλαιο εγκατέλειψε την προσπάθεια να περάσει τα μέτρα που καθυστέρησαν, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης.
Παράδειγμα 2ο: Οι ομαδικές απολύσεις
gallery thumbnail
Τα «Τσιμέντα Χαλκίδας» ήταν από τις
πρώτες επιχειρήσεις όπου η εργοδοσία
ζήτησε να έχει λυμένα τα χέρια της για
ομαδικές απολύσεις
Αποκαλυπτικό είναι και το παράδειγμα με τα Εργασιακά. Ξεχωρίζουμε εδώ ένα από τα μέτρα που περιέχονται στο τρίτο μνημόνιο, αυτό της πλήρους απελευθέρωσης των απολύσεων, που συνδέεται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές ζητάνε με την ίδια ευελιξία που κάνουν προσλήψεις όταν αυτό απαιτεί η διεύρυνση της παραγωγής, να μπορούν να απολύουν κιόλας, όταν οι συνθήκες αλλάζουν.
Πολύ περισσότερο που στον καπιταλισμό, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση κεφαλαίου, με αναδιαρθρώσεις ομίλων, εξαγορές και συγχωνεύσεις, αλλά και ο εξοπλισμός των επιχειρήσεων με νέα τεχνολογία, προκειμένου να αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας, συνοδεύονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων με μειώσεις προσωπικού. Επιπλέον, ο καπιταλιστής επενδύει μόνο εκεί που υπάρχει κέρδος. Μ' αυτό το κριτήριο ανοίγει και κλείνει επιχειρήσεις, μεταφέρει τα κεφάλαιά του ακόμα και σε άλλους κλάδους. Γι' αυτό χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των απολύσεων, για να μην μπαίνουν εμπόδιο στην κίνηση κεφαλαίων.
Ας δούμε το παράδειγμα των τραπεζών, οι οποίες μετά την ανακεφαλαιοποίηση και προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό, σκοπεύουν να προχωρήσουν μέχρι το τέλος του 2017 σε παραπέρα συρρίκνωση καταστημάτων και προσωπικού. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι μειώσεις στις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα φτάσουν τους 5.694 εργαζομένους, με το κλείσιμο 179 καταστημάτων. Τα σχέδια αυτά είναι ήδη κατατεθειμένα και εγκεκριμένα από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Από τα τέλη του 2009, με τις συγχωνεύσεις που έγιναν, πάνω από 16.000 τραπεζοϋπάλληλοι έχασαν τη δουλειά τους. Για τις απολύσεις αυτές, τράπεζες και κράτος πλήρωσαν αδρά προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να κατοχυρώσει μακροπρόθεσμα οφέλη από τη μείωση του λειτουργικού του κόστους.
Τώρα, με δεδομένο ότι στενεύουν τα περιθώρια των τραπεζικών ομίλων για τη χρηματοδότηση «ακριβών» προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου και του κράτους να χρηματοδοτήσει μέρος των υποχρεώσεων που προκύπτουν προς τα Ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων που φεύγουν πρόωρα από τη δουλειά, φαίνεται πως η πλήρης απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για να προχωρήσει η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από το συγκεκριμένο μέτρο έχουν να ωφεληθούν μόνο οι τράπεζες.
Παράδειγμα 3ο: Η ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων
gallery thumbnail
Το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης είναι
στη λίστα εκείνων που παραχωρούνται
στην κοινοπραξία «Fraport - Slentel»
Η κυβέρνηση, υλοποιώντας σχέδιο των προκατόχων της, προχωράει στην ιδιωτικοποίηση - παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων (Ακτίου, Καβάλας, Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Χανίων, Κεφαλονιάς, Κω, Μυτιλήνης, Μυκόνου, Ρόδου, Σάμου, Σαντορίνης, Σκιάθου και Ζακύνθου).
Γιατί το κάνει; Επειδή τα αεροδρόμια παίζουν κομβικό ρόλο σε δυο από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, που είναι ο τουρισμός και οι διεθνείς μεταφορές, μέρος των οποίων αποτελούν οι αερομεταφορές. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα αναγκαστικό μέτρο αντίτιμο της χρηματοδότησης που λαμβάνει η χώρα από τους δανειστές της, όπως προσπαθεί να παρουσιάσει η συγκυβέρνηση.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, την περίοδο αυτή αναθεωρούνται προς το καλύτερο οι εκτιμήσεις για την πορεία του στην Ελλάδα, εξαιτίας της «αστάθειας» που προκαλούν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε γειτονικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Επομένως, τα αεροδρόμια (όπως και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται γύρω από αυτά) είναι υποδομές - «φιλέτα» για το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, και προσφέρουν προοπτικές για υψηλή κερδοφορία τα επόμενα χρόνια.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η κοινοπραξία που τα απέκτησε («Fraport AG - Slentel Ltd») θα καταβάλλει ετήσιο μίσθωμα ίσο με το 28,6% του ετήσιου τζίρου των αεροδρομίων. Θυμίζουμε ότι για την ιδιωτικοποίηση - παραχώρηση των αεροδρομίων, που φτιάχτηκαν αρχικά με κρατικό χρήμα, υπάρχει έτοιμο το θεσμικό πλαίσιο, με τη λεγόμενη στρατηγική «απελευθέρωσης» της ΕΕ για τις αερομεταφορές.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι τα περιφερειακά αεροδρόμια παραχωρούνται «πακέτο» σε μια κοινοπραξία, δίνει τη δυνατότητα στο νέο ιδιοκτήτη να αναπτύξει εκείνες τις υποδομές και τις υπηρεσίες που θα του αποφέρουν μεγαλύτερο κέδρος, με το αζημίωτο βέβαια για το λαό - χρήστη των υπηρεσιών. Και αντίστροφα, να υποβαθμίσει κι άλλο τα «μη ανταγωνιστικά» αεροδρόμια, αδιαφορώντας για το αν εξυπηρετούνται ακόμα και οι στοιχειώδεις ανάγκες των κατοίκων της περιφέρειας, κυρίως των πιο απομακρυσμένων νησιών.
Επομένως, η παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων δε γίνεται επειδή παραμένουν ασυντήρητα όσο βρίσκονταν στην ευθύνη του κράτους ή επειδή ο καινούργιος ιδιοκτήτης δεσμεύεται να φτιάξει νέες υποδομές. Ούτε το πρόβλημα βρίσκεται στο τίμημα της παραπέρα ιδιωτικοποίησης, στο οποίο σκόπιμα επικεντρώνουν την κριτική τους τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης για να κρύψουν τη συμφωνία τους με αυτή τη στρατηγική.
Και βέβαια, η ιδιωτικοποίηση με οποιαδήποτε μορφή δε θα διασφαλίσει καλύτερες και φτηνότερες υπηρεσίες για το λαό. Το αντίθετο θα γίνει: Οι υπηρεσίες των αεροδρομίων στο σύνολό τους θα γίνουν ακριβότερες, οι εργασιακές σχέσεις σ' αυτά θα χειροτερέψουν, ενώ είναι βέβαιο ότι στα μη ανταγωνιστικά αεροδρόμια θα χειροτερέψουν κιόλας...
Αγώνας με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες
Είναι φανερό από τα παραδείγματα ότι ο στόχος της καπιταλιστικής ανάκαμψης είναι ασύμβατος με τα λαϊκά συμφέροντα, ότι οδηγεί σε παραπέρα αφαίρεση δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους και το λαό. Επομένως, κάθε μέτρο που υπηρετεί αυτό το σκοπό, εκφράζεται με ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου και είναι αναγκαίο να απαντιέται άμεσα και αποφασιστικά από τους εργαζόμενους και το κίνημα, να συναντά ισχυρές αντιστάσεις η προσπάθεια χειροτέρευσης της ζωής του λαού, η προσπάθεια κυβέρνησης - κεφαλαίου να αποσπάσουν ανοχή και συναίνεση.
Βασικό είναι αυτός ο αγώνας να οργανώνεται στον κλάδο και στον τόπο δουλειάς, εκεί που «πονάει» περισσότερο την εργοδοσία. Για να είναι όμως αποτελεσματικός, χρειάζεται να υπηρετεί τη συσπείρωση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων σε γραμμή σύγκρουσης με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Χρειάζεται, δηλαδή, να δυναμώσει στο κίνημα το ρεύμα που αμφισβητεί και αντιπαλεύει το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης και παλεύει ταυτόχρονα με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, που συνθλίβονται στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Σίγουρα, ένας τέτοιος στόχος δεν μπορεί να υπηρετηθεί με την κυριαρχία στο συνδικαλιστικό κίνημα της γραμμής δυνάμεων εργοδοτικών, κυβερνητικών ή ρεφορμιστικών, που πίνουν νερό στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης και ασκούν κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση με κριτήριο το κατά πόσο την προωθεί ή όχι με την πολιτική της.
Ο χαρακτήρας των ανατροπών, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ανάπτυξης που επιδιώκει η κυβέρνηση για λογαριασμό του κεφαλαίου, είναι ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί ακόμα πιο ουσιαστικά με τους εργαζόμενους μπροστά στην απεργία του Γενάρη, για την οποία ήδη προετοιμάζονται οι ταξικές δυνάμεις, με αιχμή το Ασφαλιστικό. Να ανέβει ο προβληματισμός για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το κίνημα για να μπορεί με αποτελεσματικότητα να αντιπαλέψει μέτρα που τσακίζουν το λαό, να αντιπαρατεθεί στη στρατηγική του κεφαλαίου, που χτυπάει ενιαία τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Να πολλαπλασιαστούν οι δυνάμεις εκείνες που την επόμενη κιόλας μέρα θα βάλουν πλάτη για την ανασύνταξη του κινήματος, για το κέρδισμα περισσότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων με τη γραμμή της ταξικής σύγκρουσης, ενάντια στην ταξική συνεργασία και συναίνεση που καλλιεργεί ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός σε όλες του τις εκδοχές.
Να διευρυνθεί και να δυναμώσει η μάζα των πιο πρωτοπόρων εργατών στους κλάδους και στους τόπους δουλειάς, που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα και δουλεύουν για να ενισχυθεί ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του εργατικού κινήματος, να δυναμώσει η συμμαχία με τα άλλα λαϊκά στρώματα, να στρατευθούν περισσότερες εργατικές - λαϊκές δυνάμεις στην πάλη για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, που προϋποθέτει ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις