ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ: Με διαφορετικά μείγματα διαχείρισης στον ίδιο στόχο της ανάκαμψης των καπιταλιστικών κερδών

Ι
Οι υπουργοί Οικονομικών Γερμανίας και Γαλλίας
διαίτερης σημασίας ήταν η συνάντηση των οικονομικών επιτελείων των κυβερνήσεων Γερμανίας και Γαλλίας, που έγινε την Τρίτη 2 Δεκέμβρη στο Βερολίνο, όπου συμμετείχαν και οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των δύο χωρών. Ο λεγόμενος «γαλλογερμανικός» άξονας εδώ και πολλά χρόνια έχει ατονήσει, τουλάχιστον όπως τον καθιέρωσαν οι ιδρυτές στην ένωση του κεφαλαίου από τα γεννοφάσκια της ως ΕΟΚ και στη συνέχεια ΕΕ, ωστόσο οι δύο πιο ισχυρές αστικές τάξεις της ΕΕ πάντα πρωτοστατούσαν στην αναζήτηση δρόμων για την προώθηση της κερδοφορίας για τα μονοπώλια των χωρών τους, στο πλαίσιο της κοινής στρατηγικής στην επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Ακριβώς γι' αυτό τον σκοπό συναντήθηκαν - δεύτερη συνάντηση τον τελευταίο ενάμιση μήνα - οι υπουργοί της γαλλικής κυβέρνησης, Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν, με τους Γερμανούς ομολόγους τους, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, αντίστοιχα. Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι βρίσκεται ενόψει το νέο «ψητό» που προκύπτει από την κλοπή και την εκμετάλλευση των λαών της ΕΕ, και έχει το όνομα «επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ», δηλαδή η πρόταση που θα παρουσιάσει στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, στις 18-19 του μήνα. Το «πακέτο» του νέου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν - Κλοντ Γιούνκερ (πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου) εμφανίζεται ως η ανάσα για να ανακάμψει η Ευρωζώνη, να ανοίξει ο δρόμος της ανάπτυξης. Γίνεται λόγος για 315 δισεκατομμύρια ευρώ (κοινοτικά κονδύλια 21 δισ. ευρώ που θα κινήσουν συνολικά πολλαπλάσιες επενδύσεις για την τριετία 2015 - 2017) από τα οποία οι αστικές τάξεις Γερμανίας και Γαλλίας διεκδικούν η καθεμιά καλύτερο μερίδιο.

Συναίνεση για το ξεζούμισμα των λαών, τριβές για τη μοιρασιά

Ακριβώς σε αυτή την κατανομή είναι που «βγαίνουν τα μαχαίρια» για το ποια αστική τάξη θα βγει πιο κερδισμένη, και ιδιαίτερα ποια τμήματά της, ποια μονοπώλια. Η Γερμανία, που οι όμιλοί της έχουν επωφεληθεί από τη νομισματική ένωση, από τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης συνολικά στα κράτη της Ευρωζώνης, στηρίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία και δεν θέλει χαλάρωση των μέτρων που ήδη εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες με μνημόνια ή χωρίς μνημόνια. Η Γαλλία, από την άλλη, που έχει μεγαλύτερα ζόρια στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, όπως και η Ιταλία αλλά και άλλοι (κυβερνήσεις ή κόμματα, επίδοξοι διαχειριστές όπως π.χ. στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ ή στην Ισπανία το Podemos) που προβάλλουν διαφορετικό διαχειριστικό μείγμα με περισσότερα κεϊνσιανά στοιχεία τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, ζητάνε μια περισσότερη χαλάρωση στα μέτρα, αλλά προφανώς για την επίτευξη του ίδιου σκοπού, της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Αν και δεν έγιναν γνωστά πολλά από αυτά που συζητήθηκαν πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάποια ΜΜΕ, όπως η «Ντόιτσε Βέλε», έκαναν λόγο για συνάντηση «σε κλίμα συναίνεσης» αλλά και βασικές αποκλίσεις.
Η γερμανική πλευρά εμφανίζεται «ανήσυχη» για την απόδοση που θα έχουν επενδυτικά «πακέτα», με χαρακτηριστική τη φράση του Σόιμπλε ότι «το ζήτημα δεν είναι να βάλουμε όσο το δυνατόν υψηλότερα ποσά σε κοινή θέα, αλλά να παρουσιάσουμε έναν κατάλογο με συγκεκριμένα και στοχευμένα επενδυτικά σχέδια».
Την ίδια στιγμή, ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν, ζήτησε άμεση τόνωση της ζήτησης και ο Γερμανός ομόλογός του, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που συμμετέχει στη συγκυβέρνηση στη Γερμανία, επέμενε ότι εάν τα επενδυτικά σχέδια είναι συγκεκριμένα και ολοκληρωμένα, τότε τα χρήματα θα είναι διαθέσιμα στην ώρα τους.
Οπως προέκυψε από την κοινή συνέντευξη Τύπου των υπουργών, τα δημοσιονομικά προβλήματα της Γαλλίας συζητήθηκαν χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις αλλά υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις στο πώς θα επιτευχθεί η ανάπτυξη. Η γαλλική κυβέρνηση ανέφερε ότι μέχρι την άνοιξη του 2015 θα παρουσιάσει συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις για την αναδιάρθρωση της οικονομίας της. «Το ανέφερα και στον Σόιμπλε, τον διαβεβαίωσα ότι η Γαλλία θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να εφαρμόσει τους κοινούς κανόνες», είπε ο Ε. Μακρόν. Πάντως, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας επέκρινε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για επιεική στάση απέναντι στη Γαλλία, στην Ιταλία και το Βέλγιο, για μη τήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στην κοινή δήλωση, επίσης, υπογραμμίζεται η βούληση και των δύο κυβερνήσεων να επιταχυνθούν η εισαγωγή του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και η καταπολέμηση της επιθετικής στρατηγικής φοροελαφρύνσεων των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών κολοσσών. Πρόκειται για τη γνωστή χίμαιρα του φόρου Τόμπιν, την οποία προβάλλουν και διάφοροι οπορτουνιστές και επίδοξοι διαχειριστές του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που είναι μια «παρωνυχίδα» μπροστά στην αμέτρητη νόμιμη κλοπή του μεγάλου κεφαλαίου από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.

Αποκαλυπτική κοινή έκθεση

Αυτό που έχει ωστόσο σημασία να ξεχωρίσουμε, παρά τις «αποκλίσεις», είναι η κοινή γραμμή των δύο αστικών τάξεων. Αποκαλυπτική είναι η πρόσφατη έκθεση που συντάχτηκε από κοινού, για λογαριασμό των δύο κυβερνήσεων, από τον Γάλλο οικονομολόγο Ζαν Πιζανί - Φερί και τον Γερμανό Χένρικ Εντερλάιν. Οι δύο τεχνοκράτες σημειώνουν ότι οι δύο χώρες δεν έχουν ανάγκη τις ίδιες μεταρρυθμίσεις. Και αυτό ισχύει αφού στη Γερμανία έχουν προχωρήσει πιο γρήγορα μια σειρά από ανατροπές, με κυριότερες αυτές στις εργασιακές σχέσεις, με επέκταση της μερικής απασχόλησης, από την «Ατζέντα 2010» και το νόμο «Χαρτζ 4» και τα «μίνι - τζομπς», την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ (ήδη πάνω από 7 εκατομμύρια φυτοζωούν με 400 ευρώ το μήνα) τις οποίες οι Χριστιανοδημοκράτες της Αγκελα Μέρκελ βρήκαν «στρωμένες».
Για τη Γαλλία σημειώνεται ότι βρίσκεται σήμερα σε δύσκολη κατάσταση και χρειάζεται «επείγουσες και συγκεκριμένες» μεταρρυθμίσεις. Για τη, δε, Γερμανία επισημαίνεται ότι μακροπρόθεσμα θα βρεθεί σε αντίστοιχη κατάσταση γι' αυτό και πρέπει να πάψει να «αναβάλλει» την αντιμετώπιση των «σοβαρών προκλήσεων» και να αντιμετωπίσει ειδικά «όσα προκύπτουν από την αυξημένη γήρανση» του πληθυσμού και «τις περιορισμένες επενδύσεις». Με βάση τις σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου, εκτιμάται ότι στη Γαλλία πρέπει να επεκταθεί ακόμα πιο αποφασιστικά η «ευελφάλεια» (ευέλικτη εργασία και περιορισμένες ασφαλιστικές καλύψεις) ώστε οι εργοδότες να μπορούν να αλλάζουν τα ωράρια εργασίας. Οσον αφορά τις αμοιβές των εργαζομένων, υπογραμμίζεται ότι «η πραγματική αύξηση του βασικού μισθού θα έπρεπε περισσότερο να εξαρτάται από την παγκόσμια εξέλιξη της παραγωγικότητας στην οικονομία» (δηλαδή, πορεία βαθιά προς τα κάτω). Ζητούν να επιμηκυνθεί η ισχύς των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στα τρία χρόνια αλλά και να δεσμευτεί η γαλλική κυβέρνηση να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες στο 50% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) από 55% το 2013.
Οσον αφορά τη Γερμανία, η έκθεση αναφέρει ότι θα έπρεπε να αυξηθεί η μετανάστευση και η χώρα να δέχεται κάθε χρόνο τουλάχιστον 300.000 μετανάστες, εξαιτίας της γρήγορης γήρανσης του πληθυσμού και των λιγοστών γεννήσεων (δηλαδή, πιο φτηνό εργατικό δυναμικό και με λιγότερες απαιτήσεις, νέο «καύσιμο» για τις μηχανές των κεφαλαιοκρατών). Μεταξύ άλλων, προτείνονται μέτρα που θα συμβάλουν στην ένταξη στην αγορά εργασίας περισσότερων εργαζόμενων μανάδων, ώστε να διασφαλίσει η πλουτοκρατία μεγαλύτερη δεξαμενή εργατικών χεριών και να επεκταθεί η δυνατότητά της να αυξομειώνει το δυναμικό κάθε επιχείρησης ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της. Επιπλέον, γίνεται λόγος για «έλλειμμα» επενδύσεων που πρέπει να καλυφθεί και να δαπανηθούν 24 δισ. ευρώ επιπλέον μέσα στα τρία προσεχή έτη (το Βερολίνο έχει υποσχεθεί να διαθέσει 10 δισ. ευρώ για δημόσιες επενδύσεις μέχρι το 2018).
Επίσης, αναφέρεται ότι και στις δύο χώρες πρέπει «να απλοποιηθούν αισθητά και μεσοπρόθεσμα οι πολιτικές συνταξιοδότησης». Κάτι που συνδέεται, αφενός, με τη μείωση των «δημόσιων δαπανών» (βλέπε επιχορήγηση ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης), αφετέρου, με τη διάδοση της επαγγελματικής και της καθαρά ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Τέλος, οι δύο αστοί οικονομολόγοι προτείνουν την ενοποίηση των αγορών Ενέργειας των 28 μελών της ΕΕ αλλά και την ενοποίηση της αγοράς Πληροφορικής. Τα πεδία στα οποία μπορούν να αναζητηθούν πηγές κερδοφορίας για το κεφάλαιο μπορεί να είναι κοινά, αλλά όταν αρχίζει το κυνήγι του κέρδους ο κάθε «κυνηγός» - καπιταλιστής, δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να βγάλει τον ανταγωνιστή από τη μέση με «καύσιμη» πάντα «ύλη» τους εκμεταλλευόμενους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις