Της Σύνταξης*

Τ
ο τελευταίο διάστημα γινόμαστε για άλλη μία φορά μάρτυρες μιας εκκωφαντικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους σημερινούς και τους επίδοξους διαχειριστές του ελληνικού καπιταλισμού.

Όσο πλησιάζουμε χρονικά σε ενδεχόμενη κήρυξη εκλογών, όσο πιο πολύ συγκλίνουν οι θέσεις των μνηστήρων της αστικής διακυβέρνησης, τόσο πιο μανιασμένος είναι ο καβγάς τους, τόσο πιο πολύ κουρνιαχτός σηκώνεται, τόσο πιο πολύ μετατοπίζεται η αντιπαράθεση σε ζητήματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, σε ζητήματα ηθικής και διαφθοράς, σαν αυτά που κυριάρχησαν κατά την τελευταία τριήμερη συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.

Για ακόμα μία φορά αναδεικνύεται ότι η λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα οι αστικές εκλογές ως δημοκρατικός «μανδύας» της δικτατορίας του κεφαλαίου αποτελούν πολύ χρήσιμα εργαλεία για την αστική τάξη. Λειτουργούν ως απαραίτητα μέσα για τον περιορισμό της αντιπαράθεσης εντός των ορίων που θέτει αυτή η επιδίωξη.

Αντίθετα, η παρέμβαση του ΚΚΕ εστιάζει στα θεμελιώδη εκείνα ζητήματα από τα οποία καθορίζεται πραγματικά η ζωή των εργαζομένων. Αναδεικνύει την αναγκαιότητα σφυρηλάτησης του αντικαπιταλιστικού-αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού της Λαϊκής Συμμαχίας. Η παρέμβαση αυτή στοχεύει στην αντιμετώπιση της μοιρολατρίας, των μειωμένων απαιτήσεων, του αφοπλισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης. Το ΚΚΕ προβάλλει ότι η αναγκαιότητα της πάλης για την ανάκτηση των εργατικών-λαϊκών απωλειών δεν υποτάσσεται στη συναίνεση της εργατικής-λαϊκής πάλης απέναντι σε κάποια από τις μορφές της αστικής διαχείρισης. Έχει πολιτική αυτοτέλεια και συνδέεται με την πάλη για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

Συστατικό στοιχείο της παρέμβασης του ΚΚΕ αποτελεί και η ανάδειξη της ουσίας των πολιτικών εξελίξεων και αντιπαραθέσεων υπό το πρίσμα των οικονομικών εξελίξεων που αποτελούν το γενικό υπέδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται. Η ανάδειξη αυτής της ουσίας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος σε συνθήκες κατά τις οποίες αυξάνεται αντικειμενικά η πίεση πολιτικού ευνουχισμού του μέσω της στοίχισης πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής πολιτικής.

Ας σταθούμε για παράδειγμα στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, η οποία σημάδεψε και την επόμενη περίοδο. Εκεί αποδείχτηκε με τρανταχτό τρόπο ότι και οι δύο πόλοι αποδέχονται ως αναγκαία τα μέτρα απαξίωσης της εργατικής δύναμης που πάρθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτή η αποδοχή κρύβεται τόσο πίσω από τις κυβερνητικές θριαμβολογίες περί «σωτηρίας της πατρίδας», όσο και πίσω από την απουσία κάθε υπόσχεσης άρσης του πυρήνα των μέτρων αυτών από το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλλον ανακουφισμένος δείχνει που αυτά τα μέτρα πέρασαν από κυβερνήσεις άλλων κομμάτων.

Οι δύο πόλοι διεκδίκησης της αστικής διακυβέρνησης «μεταφράζουν» σε πολιτικές τους θέσεις τις αναγκαιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας. Και οι δύο αποδέχονται την ανάγκη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, οι οποίοι θα γίνονται αποδεχτοί από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ, και οι δύο αποδέχονται τη γενναιόδωρη στήριξη της κερδοφορίας των «υγιών επιχειρηματιών» από τον κρατικό κορβανά, και οι δύο προβάλουν ως λύση των λαϊκών προβλημάτων τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, είτε με το ελάχιστο εισόδημα που εγγυάται η κυβέρνηση είτε με τον αυξημένο κατώτατο μισθό που εγγυάται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος διαχείρισης της ακραίας φτώχειας επιχειρείται να προβληθεί ως το βασικό επίδικο της όλης αντιπαράθεσης την περίοδο που διανύουμε, κατά την οποία διαφαίνονται κάποια σημάδια μετάβασης της ελληνικής οικονομίας προς μία αναιμική και ασταθή ανάκαμψη. Βασική επιδίωξη και των δύο πόλων είναι η αξιοποίηση των ίδιων των θυμάτων της ακραίας φτώχειας ως όχημα συνέχισης της επίθεσης στον κύριο όγκο των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων. Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν αξιοποιηθεί άλλωστε και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε άλλες χώρες.

Σε επίπεδο νομοθετικής δραστηριότητας η παραπάνω σύγκλιση –πέρα από τις σχετικές κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες– επιβεβαιώνεται και από τα πρώτα δύο νομοσχέδια που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ως εφαρμογή του περιβόητου «προγράμματος της Θεσσαλονίκης». Σε αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει –δρώντας ακόμα από θέσεις αντιπολίτευσης– το σύνολο των …«μνημονιακών» χαρατσιών και «οφειλών» που φόρτωσε στο λαό η κυβέρνηση και εγγυάται την αποπληρωμή τους, αφήνοντας άθικτο όλο το αντιλαϊκό πλαίσιο που διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια.

Το ίδιο συμπέρασμα απορρέει άλλωστε και από τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ εκεί που είναι ήδη στην «κυβέρνηση», στην Περιφέρεια της Αττικής, όπου τόσο οι ομοιότητες του προϋπολογισμού που εισηγήθηκε η Ρ. Δούρου με τον αντίστοιχο του προκατόχου της Γ. Σγουρού, όσο και η γενικότερη στάση της Περιφέρειας δίνουν ένα «άρωμα» του «κυβερνητικού» ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν πράξη αυτό που επανειλημμένα έχουν δηλώσει και επανέλαβε πρόσφατα και ο Α. Τσίπρας, ότι δηλαδή «το κράτος έχει συνέχεια».

Αυτή την πίστη του ΣΥΡΙΖΑ στη …«συνέχεια» του αστικού κράτους διαφημίζει άλλωστε και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας στην αστική τάξη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα προβάλλει όλο και πιο έντονα αυτό που θεωρεί ως συγκριτικό του πλεονέκτημα σε σχέση με την κυβέρνηση: τη μεγαλύτερή του ικανότητα να συμβάλει στην επίτευξη της «κοινωνικής ειρήνης», στην υποταγή δηλαδή των εργαζομένων στα συμφέροντα των αφεντικών τους.

Η εναγώνια αυτή προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε το τελευταίο δίμηνο την παρουσία του –κεκλεισμένων των θυρών– στη λεγόμενη «ιταλική Λέσχη Μπίλντερμπεργκ», την επίσκεψή του στον Πάπα, την παρουσία του επικεφαλής του τομέα Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Σταθάκη στο ετήσιο συνέδριο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, τις υποσχέσεις του Α. Τσίπρα προς το κεφάλαιο στα πλαίσια της ετήσιας διάσκεψης της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών κλπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει καταλάβει «για τα καλά» ποιες είναι οι επιταγές της διεκδίκησης της αστικής διακυβέρνησης. Οι πράξεις του δείχνουν ότι έχει συνειδητοποιηθεί πως η «πρωτιά» στις αστικές εκλογές κρίνεται σε μεγάλο βαθμό στα σαλόνια των καπιταλιστών. Εκεί παίζεται το μεγάλο «παιχνίδι», εκεί δίνει εξετάσεις ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και απ’ ό,τι φαίνεται καθόλου μάταια δεν είναι αυτή η προσπάθεια, αφού όλο και πιο έντονα το τελευταίο διάστημα εισπράττει τη θετική ανταπόκριση κάποιων πυλώνων του καπιταλισμού σε Ελλάδα και εξωτερικό, όπως με μεγάλη ευχαρίστηση σημείωνε σε έναν τίτλο της η «Αυγή»: «Μόντι - Πρόντι στηρίζουν Τσίπρα». Η ίδια εφημερίδα διαφήμιζε μάλιστα ως απόδειξη της αποδοχής του ΣΥΡΙΖΑ στο εξωτερικό το ενδιαφέρον του γερμανικού «Spiegel» για τη Ρ. Δούρου και των αμερικάνικων «New York Times» για το Μανώλη Γλέζο.

Θετική όμως είναι και η ανταπόκριση των άμεσων εκπροσώπων των καπιταλιστών. Στα περιθώρια του «Οδοιπορικού Παρουσιάσεων» (Roadshow) του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο Οδυσσέας Αθανασίου, διευθύνων σύμβουλος της Lamda Development του Ομίλου Λάτση, σχολίασε ως εξής το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ: «Οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν έχουμε στην Ελλάδα, μετά από τόσα χρόνια κρίση, θα δράσει υπέρ των ελληνικών συμφερόντων». Για το ίδιο θέμα ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, επικεφαλής της Ιntralot, σημείωσε ότι «από την επιχειρηματική σκοπιά, οι εταιρίες θα συνεχίσουν να λειτουργούν υπό οποιαδήποτε κυβέρνηση». Ιδιαίτερα φιλικές προς το ΣΥΡΙΖΑ ήταν και οι δηλώσεις της Γ. Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.

Εκτός όμως από τους παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν την προοπτική ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση και κάποια στελέχη του οπορτουνισμού. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του διευθυντή της εφημερίδας του ΝΑΡ (συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) Γ. Δελαστίκ για τις εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ (εφημερίδα «Έθνος», 15 Σεπτέμβρη 2014): «Η σύγκριση των δεσμευτικών εξαγγελιών Τσίπρα με την ασκούμενη πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου λειτουργεί καταλυτικά εις βάρος των ηγετών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Αυτές οι δεσμεύσεις αν υλοποιηθούν θα σηματοδοτήσουν μια τεράστια οικονομική ανακούφιση του λαού μας. Αρκούν οι αυτοβούλως αναληφθείσες εκ μέρους του δεσμεύσεις, για να διαμορφώσουμε σοβαρή άποψη για την ειλικρίνεια των προθέσεών του». Είναι ηλίου φαεινότερο ότι στην τοποθέτηση αυτή του διευθυντή της εφημερίδας του ΝΑΡ αντανακλάται η …«κρυστάλλινη» θέση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πως δεν πρόκειται να στηρίξουν μία ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ! Ίσως ν’ αρκούνται απλώς στην …ανάδειξή της, την οποία ουσιαστικά υπηρετεί όλη η παρέμβασή τους (αρθρογραφία στελεχών τους, συνθηματολογία, στάση τους στα συνδικάτα, στις τοπικές εκλογές κλπ.).

Την ίδια στιγμή, η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα επηρεάζεται και από τις οικονομικές εξελίξεις στην ΕΕ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη νέα ύφεση για μια σειρά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Χαρακτηριστική είναι η θετική αντίδραση της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και των αστικών ΜΜΕ στη διαφαινόμενη ενίσχυση της επιλογής πιο επεκτατικών οικονομικών πολιτικών, όπως εκφράστηκε τόσο από τις σχετικές δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι, όσο και από τη σχετική χαλάρωση των γερμανικών απαιτήσεων για δημοσιονομική πειθαρχία της Γαλλίας και τον αντίστοιχο συμβιβασμό μεταξύ των δύο κρατών.

Η αναζήτηση της κατάλληλης προσαρμογής της αστικής οικονομικής διαχείρισης στα παραπάνω δεδομένα προβάλλεται κατά το δοκούν από τους δύο αντιμαχόμενους πόλους στην Ελλάδα. Από τη μία η κυβέρνηση προβάλλει ότι υπάρχουν ευνοϊκοί όροι απεγκλωβισμού από το Μνημόνιο, από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζει για τις θέσεις αυτές της ΕΚΤ με την ίδια θέρμη που πανηγύριζε και αξιοποιούσε προπαγανδιστικά και τις θέσεις του ΔΝΤ πριν από κάποιους μήνες.

Και από τους δύο πόλους οι εξελίξεις αυτές προβάλλονται ως ελπιδοφόρες για το λαό. Αποκρύβεται ότι η στροφή σε πιο επεκτατικές πολιτικές συμβαδίζει με την επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Πέρα από την Ελλάδα, αυτό φάνηκε το τελευταίο διάστημα πολύ καθαρά στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου τα πανηγύρια για την προσαρμογή αυτή συνοδεύονταν από επιτάχυνση της επίθεσης στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των εργαζομένων. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι αυτές οι δύο χώρες προβάλλονταν μέχρι πριν από λίγο καιρό από το ΣΥΡΙΖΑ ως ραχοκοκαλιά της «αντιμερκελικής Συμμαχίας του Νότου».

Η επιδίωξη όμως καλύτερων όρων κερδοφορίας του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται μόνο συμβιβασμούς, αλλά και ανοιχτή πολεμική σύγκρουση, όπου αυτό επιβάλλεται. Αυτό το χαρακτήρα έχει η συνέχιση της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε την επέκταση της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στην Ανατολική Ευρώπη και την αντίδραση από την πλευρά της Ρωσίας. Αυτό το χαρακτήρα έχουν και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, αλλά και η επικίνδυνη όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελληνική, κυπριακή και την τουρκική αστική τάξη, με αφορμή την παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ από το τουρκικό πλοίο «Μπαρμπαρός», με επίδικο την εύρεση και αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της περιοχής.

Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα εξελίξεων η ελληνική αστική τάξη προσπαθεί να παίξει ενεργό ρόλο, έχοντας πάντα ως στόχο τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της θέσης της. Γι’ αυτό εμπλέκεται ενεργά στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, γι’ αυτό προσπαθεί να ενισχύσει τη συνεργασία της με χώρες που οι σχέσεις τους με την Τουρκία παρουσιάζονται αρκετά εύθραυστες, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Χαρακτηριστική της σύγκλισης κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτό τον τομέα είναι τόσο η κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ότι δεν παίζει αρκετά ενεργό ρόλο στις «διεθνείς εξελίξεις», όσο και η θεώρηση ως αδιαμφισβήτητης της συμμετοχής της χώρας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ.

Η κινητικότητα στο μέτωπο της διαμόρφωσης νέων συσχετισμών ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα παρατηρείται και στις υπόλοιπες ηπείρους. Στην Ασία, για παράδειγμα, η ινδική αστική τάξη φαίνεται να στρέφεται σε κάποιο βαθμό προς τη συνεργασία με την ιαπωνική, προκαλώντας την αντίδραση της Κίνας και της Ρωσίας. Η Αφρική αντίστοιχα έχει μετατραπεί σε θέρετρο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία να ενισχύουν τη στρατιωτική και τη Κίνα την οικονομική της παρουσία.

Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον που «μυρίζει μπαρούτι» οι λαοί πρέπει να ξεκαθαρίσουν από τώρα τόσο το χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όσο και τη στάση τους σε περίπτωση εμπλοκής της χώρας τους σε αυτόν. Η εργατική τάξη πρέπει ν’ αξιοποιήσει την εμπλοκή της χώρας της σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο για την επιδίωξη των δικών της σκοπών, του χτυπήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας ως πηγών της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και του ίδιου του πολέμου. Οι λαοί δεν πρέπει να χύσουν το αίμα τους για τα συμφέροντα των καπιταλιστών της χώρας τους, αλλά να οργανώσουν τη δική τους αυτοτελή παρέμβαση.


* Συντακτική Επιτροπή της ΚΟΜΕΠ (τεύχος 6 2014)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις