Φτηνότεροι και πιο ευέλικτοι

Τα στοιχεία του ΙΚΑ, που επεξεργάστηκε και παρουσιάζει σήμερα ο «Ριζοσπάστης», είναι αποκαλυπτικά για τη μείωση του μέσου μισθού και την ταυτόχρονη αύξηση της μερικής απασχόλησης, ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία (Γενάρης 2012 - 2016).
Το 2012 δεν επιλέχτηκε τυχαία ως αφετηρία για τη μελέτη των στοιχειών του ΙΚΑ. Είναι η χρονιά που η κυβέρνηση Παπαδήμου νομοθέτησε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) 6/2012 την αναστολή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που ίσχυε έως τότε και καθιέρωσε μισθό 586 και 511 ευρώ μεικτά για τους πάνω και κάτω από 25 χρόνων, αντίστοιχα.
Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με τους αντεργατικούς νόμους που προηγήθηκαν και ακολούθησαν, έδωσε ώθηση στη μείωση του μέσου μισθού, με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είτε άλλαξαν το προσωπικό τους με νέους και φτηνότερους εργαζόμενους είτε με επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις μείωσαν τους μισθούς στα όρια του κατώτερου. Αυτονόητα, βέβαια, όσες νέες προσλήψεις έγιναν σε αυτό το διάστημα, προέβλεπαν κατά κανόνα αμοιβή με τον κατώτερο μισθό.
Τόσο η ΠΥΣ, όσο και το σύνολο των αντεργατικών νόμων που ψήφισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, διατηρούνται αυτούσια από τη σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση, σε συνεργασία με το κουαρτέτο, σχεδιάζει αυτό το διάστημα τον επόμενο γύρο της επίθεσης, με στόχο να κατοχυρώσει αυτά τα κεκτημένα του κεφαλαίου στην αγορά εργασίας και να τα επεκτείνει.
Η επίδραση των νόμων που ψηφίστηκαν την τελευταία τετραετία στην κατρακύλα των μισθών και στη γενίκευση της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας, επιβεβαιώνεται ακόμα και από τα στοιχεία του κρατικού συστήματος «Εργάνη», που δείχνει ότι περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας είναι προσωρινής, μερικής και εκ περιτροπής εργασίας, σε βάρος των προσλήψεων με αορίστου χρόνου συμβάσεις. Ανάλογα διαμορφώνονται βέβαια και οι μισθοί.
Είναι φανερό για ποιον «δουλεύει» και ποιον υπηρετεί αυτή η νομοθεσία. Σε συνθήκες κρίσης, οι επιχειρηματικοί όμιλοι κατάφεραν να μειώσουν δραστικά το λεγόμενο «κόστος εργασίας», πιο σωστά την τιμή της εργατικής δύναμης, και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους, αυξάνοντας το ποσοστό του κέρδους. Ετσι διαμορφώνονται οι όροι για βελτίωση του «επιχειρηματικού κλίματος» και για την «προσέλκυση επενδύσεων», που, μαζί με τις κάθε είδους επιδοτήσεις και προνόμια στο κεφάλαιο, τίθενται από την κυβέρνηση ως βασικές προϋποθέσεις για την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Τα «επιτεύγματα» αυτής και της προηγούμενης κυβέρνησης στην παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης αναγνωρίζει και η Κομισιόν. Θυμίζουμε ότι η επίτροπος αρμόδια για την Απασχόληση, Μ. Τίσεν, σχολίαζε πρόσφατα σε συνεντεύξεις της ότι «το κόστος εργασίας στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά, ευθυγραμμισμένο όλο και περισσότερο με την παραγωγικότητα, και οι επιχειρήσεις έχουν επαρκή περιθώρια για να προσαρμοστούν».
Μπροστά στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη «αξιολόγηση», η κυβέρνηση προσπαθεί να καθησυχάσει το λαό ότι στόχος της είναι να επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και επικαλείται γι' αυτό το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο. Κοροϊδεύει το λαό. Τα μέτρα που σχεδιάζει θα πλήξουν παραπέρα το εργατικό εισόδημα, θα δώσουν μεγαλύτερη ευχέρεια στην εργοδοσία να προσαρμόζει τους μισθούς και τις συνθήκες δουλειάς στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της.
Τα σχέδια κυβέρνησης και εργοδοσίας για τις Συλλογικές Συμβάσεις, το συνδικαλιστικό νόμο και τις ομαδικές απολύσεις πρέπει να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις. Ουσιαστική ανακούφιση για τους εργαζόμενους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανάκτηση των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, χωρίς την κατάργηση του αντεργατικού πλαισίου που φυλάει σαν κόρη οφθαλμού η σημερινή κυβέρνηση.
Διέξοδος για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οργάνωση της πάλης με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, χωρίς τη συγκέντρωση δυνάμεων για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, με ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις