Αστικοί Προβληματισμοί για το "Μέλλον" της ΕΕ

Με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου

Η έναρξη της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ έρχεται σε μια περίοδο που εξελίσσεται μια εκτεταμένη συζήτηση για την πορεία και το ίδιο το μέλλον της λυκοσυμμαχίας. Προβληματισμοί που εκφράζονται εντός του αστικού κόσμου, αναγνωρίζουν ότι δεν έχουν ξεμπλέξει με την κρίση τους και πατούν πάνω σε υπαρκτά ζητήματα που αντιμετωπίζει το σύστημα, όπως οι αντικειμενικές ανισομετρίες, οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, οι δυσκολίες στην αστική διαχείριση της κρίσης. Ψάχνονται πώς θα ελιχθούν στην προσπάθειά τους να εξισορροπήσουν τις ενδοαστικές αντιθέσεις συμφερόντων, που όλο και πιο καθαρά βγαίνουν στην επιφάνεια στο εσωτερικό της ΕΕ. Τους απασχολεί το πώς θα χαλιναγωγήσουν πιο αποτελεσματικά τις λαϊκές αντιδράσεις. Δυνάμεις υποστηρίζουν την ανάγκη εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης και εκφράζουν ανησυχίες για την άνοδο του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού, παρότι και αυτός δεν αμφισβητεί την ανάγκη ύπαρξης μιας διακρατικής συμμαχίας στην Ευρώπη.

Χαρακτηριστικός ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε την προηγούμενη βδομάδα, με αρθρογραφία στον αστικό Τύπο που αναπτύχθηκε κάτω από το γενικό ερώτημα «Πού πάει η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο κόσμος». Παράγοντες όπως ο Κ. Σημίτης κρίνουν ανεπαρκή τα εργαλεία που έχει η ΕΕ στα χέρια της, βλέπουν στο λεγόμενο φεντεραλισμό - δηλαδή την «ομοσπονδοποίηση» της ΕΕ, με μεταφορά περισσότερων αρμοδιοτήτων λήψης αποφάσεων στα κεντρικά της ΕΕ - τη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η λυκοσυμμαχία στην πορεία της.

Γράφει σχετικά ο πρώην πρωθυπουργός στο άρθρο του: «Το σχήμα όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα δεν ανταποκρίνεται πια στις ανάγκες. Παρουσιάζει όλο και περισσότερες δυσλειτουργίες. Η Ενωση βρίσκεται σε "διαδικασία μετάβασης" χωρίς να έχει ορισθεί το "προς τα πού" (...) Η αφετηρία του προβλήματος είναι ότι η ευρωζώνη είναι μία ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών μελών με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά (...) Οι δημιουργοί της θεωρούσαν ότι οι αυτοματισμοί της αγοράς θα εξαλείψουν βαθμιαία τιςανισορροπίες. Οι εξελίξεις τούς διέψευσαν. Οι διαφορές εντάθηκαν (...) Η επικρατούσα κατάσταση δυσκολεύει την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού δρόμου (...) Η αναγκαία για την πρόοδο της Ενωσης ενιαία οικονομική διακυβέρνηση προϋποθέτει τη μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα κράτη - μέλη προς το ευρωπαϊκό κέντρο (...) η Ενωση θα πρέπει να εμβαθύνει την ενοποίησή της στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο».

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε δική του παρέμβαση, ζητούσε «εγκαθίδρυση μιας "τελειότερης ένωσης" (...) να ολοκληρώσουμε την ΟΝΕ, βασισμένη σε μια πραγματικά κοινή αγορά (...)». Ανοιγε τη συζήτηση για το πώς να επιτευχθεί αυτό και έθετε ερωτήματα όπως«ποιες εξουσίες θα πρέπει να εκχωρηθούν σε υπερεθνικό επίπεδο ώστε να υποστηριχθεί η κοινή αγορά; 'Η, διαφορετικά, πόση κυριαρχία πρέπει ένα κράτος να μοιρασθεί με τα υπόλοιπα;».Απαντώντας στο ερώτημά του, αναφέρει ότι η «κυριαρχία» κάθε αστικού κράτους θα πρέπει να κρίνεται όχι με βάση τα «δικαιώματά» του, αλλά με βάση την «αποτελεσματικότητά» του (προφανώς για τα συμφέροντα των μονοπωλίων), η οποία με τη σειρά της ενισχύεται από την Οικονομική και Νομισματική Ενωση και την εμβάθυνσή της. Επί της ουσίας, ο πρόεδρος της ΕΚΤ καλεί τα ευρωπαϊκά μονοπώλια και τους εκπροσώπους τους να δουν τα θετικά που τους προσφέρει η ένωσή τους και ότι αυτή τους παρέχει περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να πετύχουν με άλλα εργαλεία αλλά χωρίς αυτήν.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος γράφει από την πλευρά του: «Με βάση τα διδάγματα από την οικονομική κρίση και την κρίση δημόσιου χρέους, το σύστημα διακυβέρνησης στην Ευρώπη έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης χωρών που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες χρηματοδότησης και την ενίσχυση της εποπτείας και του συντονισμού των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών. Αποφασιστικά βήματα έχουν γίνει επίσης προς την κατεύθυνση της δημιουργίας της τραπεζικής ένωσης. Η τελευταία αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως θεσμική μεταρρύθμιση στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη δημιουργία του ευρώ».

Προβάλλει σαν λύση «εργαλεία» που έστησαν στην πορεία της κρίσης, συμπληρώνοντας βέβαια σε σχέση με την Ελλάδα ότι «ο αναπροσανατολισμός της οικονομίας προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα είναι αναμφισβήτητα μια μακροχρόνια και επίπονη διαδικασία. Ομως είναι απαραίτητη για να επανέλθει η οικονομία σε μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά».

Αντιθέσεις και φυγόκεντρες τάσεις

Η συστηματική προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, η ένταση στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων προς διασφάλιση της μονοπωλιακής κερδοφορίας, καλώντας μάλιστα το λαό να δεχτεί τα αντιλαϊκά μέτρα γιατί τάχα ωφελείται εξίσου με το κεφάλαιο, προς χάριν του οποίου λαμβάνονται, είναι αυτό στο οποίο ομονοούν όλοι οι θιασώτες του ευρωμονόδρομου.

Από κει και πέρα ωστόσο, σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχούν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί - ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, στη βάση της αντικειμενικής για το καπιταλιστικό σύστημα ανισομετρίας και που ειδικά στις συνθήκες της κρίσης βγαίνουν πιο έντονα στην επιφάνεια, δεν μπορεί παρά να αναπτύσσονται σοβαρές αντιθέσεις μέσα στις αστικές τάξεις στο εσωτερικό της ΕΕ: Για την πορεία εξέλιξης της λυκοσυμμαχίας τους, για τη σχέση της με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Κάθε βήμα στην πορεία της ΕΕ γίνεται πεδίο αντιπαραθέσεων, όπως έγινε και πρόσφατα με την υπόθεση της περιβόητης τραπεζικής ένωσης και οι λύσεις που τελικά υιοθετούνται (όπως π.χ. στη συγκεκριμένη περίπτωση που υιοθετήθηκε μοντέλο που ευνοεί το γερμανικό κεφάλαιο) καθορίζονται στη βάση του συσχετισμού δύναμης, είναι τελικά αντανάκλαση της αντικειμενικής διαφορετικής οικονομικής και πολιτικής δύναμης των κρατών-μελών στο εσωτερικό της ΕΕ, που δεν μπορούν να αναιρεθούν από καμία Συνθήκη και από καμία απόφαση κανενός οργάνου.

Σε αυτά τα πλαίσια, αναπτύσσονται και φυγόκεντρες τάσεις μέσα στις αστικές τάξεις της Ευρώπης, τάσεις που εξετάζουν ακόμα και την αποχώρηση χωρών από την ΕΕ. Τάσεις που βεβαίως δεν εκδηλώνονται στον ίδιο βαθμό σε όλα τα κράτη-μέλη, ούτε και πάντα σαν παγιωμένες θέσεις του ενός ή του άλλου τμήματος του κεφαλαίου, καθώς και στο εσωτερικό κάθε χώρας διαφορετικά τμήματα της αστικής της τάξης βλέπουν με διαφορετικό μάτι τα συμφέροντά τους, στοιχίζονται πίσω από διαφορετικές επιλογές, εξετάζουν τις μεταβαλλόμενες εξελίξεις στο διεθνές πλαίσιο και πέρα από την ΕΕ.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Βρετανίας όπου ο πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον έχει εξαγγείλει ότι εφόσον κερδίσει τις εκλογές το 2015, θα επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση με την ΕΕ και στη συνέχεια, το 2017, θα δέσει το αποτέλεσμα της επαναδιαπραγμάτευσης ενώπιον των Βρετανών σε δημοψήφισμα ώστε αυτοί να αποφασίσουν αν θέλουν να μείνει ή χώρα στην ΕΕ ή όχι.

Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η συζήτηση που ξεδιπλώνεται για τον «ευρωσκεπτικισμό». Γίνονται αναφορές στις εκλογικές ή δημοσκοπικές επιδόσεις του γαλλικού Εθνικού Μετώπου της Λεπέν, του ολλανδικού Κόμματος της Ελευθερίας, του βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας, του Κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Δυνάμεις εμφανιζόμενες να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τους «φιλοευρωπαϊστές».

Η πραγματικότητα είναι πως ο «ευρωσκεπτικισμός» είναι αστικό ρεύμα και ότι οι υπαρκτές αντιθέσεις που εκφράζει σχετίζονται με τμήματα του κεφαλαίου που τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε αντίθεση με την Ευρωζώνη ή συνολικά την ΕΕ. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, βασικά χαρακτηριστικά των προαναφερόμενων κομμάτων και άλλων, είναι πλευρές που εντάσσονται αρμονικά στη στρατηγική του κεφαλαίου και αξιοποιούνται ανάλογα. Σε συνθήκες κρίσης, αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό της ΕΕ, είναι φυσικό επακόλουθο η εναντίωση σε πλευρές της ΕΕ, όπως το κοινό νόμισμα, το ευρώ ή άλλες. Σε αυτό το έδαφος ενισχύεται και ο εθνικισμός. Ομως και οι ευρωσκεπτικιστές ως αστικές δυνάμεις δεν μπορούν να αρνηθούν γενικά τη συμμετοχή των κρατών τους σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις και συμμαχίες, παρά την όποια ρητορεία. Γι' αυτό η Μ. Λεπέν καλεί σε διάλυση της ΕΕ, με στόχο μια άλλη ένωση των εθνικών κρατών της Ευρώπης, με άλλους όρους στη συμμετοχή τους.

Η αστική προπαγάνδα βέβαια δεν θέλει να αποκαλύπτονται τέτοιες παράμετροι και επιχειρεί να παρουσιάσει αυτές τις ενδοαστικές αντιθέσεις ως αντίθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με δυνάμεις που επιδιώκουν την κατάλυσή της, ως αντίθεση των «υπεύθυνων» δυνάμεων που παίρνουν «δύσκολες αλλά αναγκαίες» αποφάσεις και των «λαϊκιστικών» δυνάμεων που αν επικρατήσουν θα βυθίσουν την Ευρώπη σε μεγαλύτερα προβλήματα. Τέτοια προσπάθεια κάνουν και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις ώστε να συγκροτηθεί ένα ρεύμα υπεράσπισης της ΕΕ (το λεγόμενο «φιλοευρωπαϊκό») στο όνομα της (αστικής) δημοκρατίας και της αντίθεσης σε αυτές τις δυνάμεις, επιδιώκοντας να ενσωματώσουν λαϊκές δυνάμεις, να χειραγωγήσουν λαϊκές συνειδήσεις στον ευρωμονόδρομο. Σε αυτά τα πλαίσια, δεν είναι τυχαία η λαθροχειρία του τσουβαλιάσματος κάτω από την ταμπέλα του «ευρωσκεπτικισμού» αστικών δυνάμεων, όπως αυτές που περιγράφονται παραπάνω, με λαϊκές δυνάμεις που αντιμάχονται συνολικά την ΕΕ και την εξουσία των μονοπωλίων.

Ολα τα σενάρια στο τραπέζι

Σ' αυτή τη δαιδαλώδη για το μέλλον της ΕΕ συζήτηση αναπτύσσονται κάθε λογής σενάρια όπως: Διάλυση του ευρώ ή έστω δημιουργία δύο νομισματικών ζωνών εντός της ΕΕ, με παράλληλη αποδυνάμωση της Κομισιόν. Πιο προσεκτικά, αργά και σταθερά βήματα στον ίδιο μονοπάτι με μια πιο ...συγκρατημένη τραπεζική ένωση όπου τον πρώτο λόγο για την τύχη των τραπεζών θα έχουν οι εθνικές αρχές ή, το αντίθετο, φυγή προς τα μπρος με ισχυρή ευρωενωσιακή εκτελεστική εξουσία, ίδρυση ευρωενωσιακού υπουργείου Οικονομικών, βέτο στους εθνικούς προϋπολογισμούς που δεν πληρούν τις κοινοτικές νόρμες. Επιστροφή αρμοδιοτήτων από τα όργανα της ΕΕ στα κράτη-μέλη ή αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, δυνατότητα της ΕΕ να έχει δικά της έσοδα κ.ο.κ.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα όποια σενάρια παρουσιάζονται ως εναλλακτικές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ούτε τις ανισομετρίες στην καπιταλιστική ανάπτυξη, ούτε τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να φέρουν λύση στα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, να ικανοποιήσουν τις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες. Οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες μπορεί να διατάσσονται και να αναδιατάσσονται, να σπάνε και να συγκροτούνται άλλες στη θέση τους, ωστόσο θα έχουν πάντα μία σταθερή συνισταμένη: Τη συνέχιση και την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, ακριβώς γιατί αυτήν την πολιτική επιβάλλουν οι στόχοι της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτούς τους στόχους υπηρετούσαν από τη γέννησή τους η ΕΕ και οι πρόγονοί της, αυτούς θα υπηρετεί και η ίδια ή οι απόγονοί της στο μέλλον, όποια μορφή κι αν πάρουν, «φεντεραλιστική» ή «χαλαρής ένωσης καπιταλιστικών κρατών». Μέχρι οι λαοί να δουν τη μοναδική λύση προς το συμφέρον τους, την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και της εξουσίας των μονοπωλίων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις