Εκατό χρόνια φτωχομάνα

Σήμερα ολοκληρώνονται εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της συμβασιλεύουσας θεσσαλονίκης και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Κaι ενώ η ιστορική μνήμη ξεφυλλίζει τις σελίδες αυτού του αιώνα, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: πώς κατάντησε έτσι αυτή πόλη;

Πώς έχασε το χρώμα και την ομορφιά που της χάριζαν οι λαοί που την κατοικούσαν και τους συγχώνευσε σε μια άμορφη, αδιάφορη μάζα, χωρίς ταυτότητα κι ιδιαιτερότητες; Και τώρα πια μπορείς να αναπνεύσεις την αύρα και τα υπολείμματά τους κυρίως στην άνω πόλη, ένα είδος αστικού δρυμού που προστατεύει τις αναμνήσεις, ως είδος υπό εξαφάνιση.

Πώς σταμάτησε να παράγει μεγάλους αθλητικούς μύθους και να τροφοδοτεί το αθλητικό πάνθεον με τις δικές της μορφές; Και να παράγει γενικώς οτιδήποτε –εκτός από χυδαία επίδειξη χλιδής, ντεμέκ κουλτούρα, και νόθα λαϊκή καγκουριά- με τα εργοστάσιά της να κλείνουν, το ένα μετά το άλλο;

Της έμειναν όμως άπειροι ιεροί ναοί κι ο θρησκευτικός τουρισμός. Μπορεί οι σαράντα εκκλησιές να έχουν μόνο μία εκκλησία στην πραγματικότητα, αλλά έχουν άλλες 39 (και άλλες τόσες) τριγύρω τους, σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων. Οπότε νιώθεις σαν τον καλογερόπουλο στο «μάθε παιδί μου γράμματα», που έβλεπε παντού εκκλησίες και παπάδες, ως το βασικό παραγωγικό προϊόν του χωριού του. Και λες ιστορίες για την περιοχή της αγίας σοφίας, όπου ο νίκος ζαχαριάδης το ‘σκασε απ’ τον χαφιέ που τον φυλούσε και τον έριξε σε έναν παρακείμενο αρχαιολογικό λάκκο. Περιμένοντας την παναγιά τη λαοδηγήτρια να κάνει το θαύμα της, για να αφυπνιστεί ο κόσμος και να κατέβει μαζικά στους δρόμους.

Πώς έγινε έτσι η πόλη της φεντερασιόν και του μάη του 36’; Ή της κομμούνας των ζηλωτών, αν γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω –κι ένας σύντροφος είχε προτείνει στην όβα να της κάνουμε αφιέρωμα σε μια προφεστιβαλική, αλλά εμείς γελούσαμε και λέγαμε να βάλουμε πρωτοσέλιδα από το ριζοσπάστη της εποχής. Η πόλη που έβγαζε πρώτη την εδα στις μετεμφυλιακές εκλογές και κομμουνιστές δημάρχους σε όλα τα δυτικά προάστια στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Πώς έγινε τέτοια δεξιούπολη με γραφικούς τοπικούς άρχοντες και σκοπιανοφάγους παράγοντες, που δεν αφήνουν ζωτικό χώρο έκφρασης στους χρυσαυγίτες, γιατί πρεσβεύουν οι ίδιοι καλύτερα τα ιδανικά της; Με ένα πανεπιστήμιο που πνίγεται στα σκουπίδια και δεν έχει λεφτά ούτε για να καλλωπίσει τη βιτρίνα του, αλλά οι αρχές του ετοιμάζονται για παράτες. Και με κόσμο αντιδραστικό ή απολίτικο στην καλύτερη, που η βασική κριτική του στο μπουτάρη είναι επειδή πρότεινε την συγχώνευση των ομάδων της πόλης σε μία, ή τη μετονομασία της αποστόλου παύλου σε κεμάλ ατατούρκ. Ενώ το βασικό του επιχείρημα για να τον ψηφίσει είναι ότι φαίνεται ωραίος, χαλαρός τύπος, πασπαλισμένο με ένα ρηχό αντιδεξιό αίσθημα, ενάντια στο κατεστημένο που ήταν κυρίαρχο τόσα χρόνια –σε στιλ, αυτούς τους είδαμε, ας δοκιμάσουμε κάτι καινούριο. Μπουτάρης, να γουστάρεις...

Την πόλη αυτή που σε γεμίζει απορίες κι αγανάκτηση, αρχίζεις να την αγαπάς κυρίως όταν φεύγεις μακριά της, από απόσταση ασφαλείας. Είτε για τα βιώματα που κουβαλάς με ντεκόρ τους δρόμους της, είτε επειδή καταλαβαίνεις ότι είναι διαφορετική από την αθήνα, αν και της μοιάζει όλο και περισσότερο, όσο περνάν τα χρόνια. Κι αρχίζεις να νοσταλγείς τα πάντα. Απ’ την υγρασία της, που τα βράδια γίνεται ένα μοβ σκέπασμα στον ουρανό, μέχρι τους νωχελικούς ρυθμούς της, που τώρα σου φαίνονται ανθρώπινοι. Και πρωτίστως το φαγητό της και την ορολογία της περί φαγητού. Μαζί με τις μικρές αποστάσεις απ’ τον ένα (γαστριμαργικό) σταθμό στον άλλο.

Κάθε φορά που μένεις όμως λίγο παραπάνω, θυμάσαι τα παλιά, νιώθεις τα ίδια πράγματα να σε πνίγουνε, να σε εκνευρίζουν και λες ότι χρειάζεται ένας μεγάλος σεισμός, σαν αυτόν του 78’, να τα γκρεμίσει όλα και να τα φτιάξουμε από την αρχή.

Ας κλείσουμε όμως με ένα γάμο για αίσιο τέλος (happy end), σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες. Κάπου μες στο 11’ παντρεύτηκαν στο δημαρχείο δύο σύντροφοι, στελέχη της πάλαι ποτέ κοθ (που πριν μετονομαστεί, οι απέξω τη μπέρδευαν με την κρατική ορχήστρα της πόλης). Παίρνει το λόγο λοιπόν ο σύντροφος από τη λαϊκή συσπείρωση, γυρνάει στο μπουτάρη και του λέει: κύριε δήμαρχε, γνωρίζετε τις πολιτικές διαφωνίες μας, αλλά σήμερα ξεπεράσατε τα εσκαμμένα… και θα το δείτε αύριο πρωτοσέλιδο τίτλο στο ριζοσπάστη.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΚΡΕΜΑΕΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ!!

Ναι, ο μπουτάρης είναι χαβαλές τύπος για να κάνεις τέτοια αστειάκια. Ίσως και για να πιεις μαζί του κάνα κρασάκι, απ’ αυτά που παράγει. Αλλά ως εκεί. Γιατί οι διαφορές μας παραμένουν μεγάλες, (και κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν και τότε που ήταν στο δικό μας ψηφοδέλτιο, του σαχίνη, για να φτιάξει λεζάντα για το όνομά του). Κάτι που φαίνεται και στο σύνδεσμο που ακολουθεί.

Σε αυτήν τη σελίδα οι σύντροφοι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο που έβγαλε η λαϊκή συσπείρωση πριν λίγες εβδομάδες, σχετικά με τον απολογισμό του δήμου για το 2011, το οποίο βάζει σχετικά σύντομα και χωρίς ξύλινο λόγο, κάποια πράγματα σε σωστή βάση για την κατάσταση στην τοπική διοίκηση –και όχι αυτοδιοίκηση πλέον, μετά την αναδιάρθρωση του καλλικράτη.

Η κε του μπλοκ παραθέτει στον επίλογο της ανάρτησης το κλείσιμο αυτής της ανακοίνωσης.

Και για όσους πείθονται στο επιχείρημα της δημοτικής αρχής : «και τι να κάνω, αφού το κράτος μου κόβει την επιδότηση;», εμείς της Λαϊκής Συσπείρωσης απαντάμε:

Οι δημότες εξέλεξαν δήμαρχο και δημοτική αρχή, δεν εξέλεξαν λογιστικό υπάλληλο του κράτους που θα δικαιολογείται καλυπτόμενος κάτω από τη πολιτική του κεντρικού κράτους (αφού την έχει υποστηρίξει μα χέρια και πόδια, όπως ο Γ. Μπουτάρης).

Οι δημοτικές διοικήσεις στη σημερινή συγκυρία έχουν κατά τη γνώμη μας μία επιλογή: να βρεθούν στο πλάι των εργαζόμενων που βάλλονται, όχι με την αστική «φιλανθρωπία» και την «αλληλεγγύη» των ΜΚΟ που στην καλύτερη περίπτωση αξιοποιούν τον κλεμμένο λαϊκό πλούτο για «παρηγοριά στον άρρωστο».. Αλλά μαχητικά, πολιτικά, αναδείχνοντας τα αίτια της κατάστασης, αντιπαλεύοντας κάθε πτυχή της βάρβαρης αστικής διαχείρισης παλεύοντας εν τέλει, μαζί με τους εργαζόμενους για μια διαφορετική κατεύθυνση συνολικά της κοινωνίας και της οικονομίας που να καλύπτει τις κοινωνικές /λαϊκές ανάγκες οι οποίες διευρύνονται.

Άξιος δήμος και δήμαρχος, στη σημερινή συγκυρία αλλά και πάντα δεν είναι αυτός που θα αρκείται και θα μοιράζει όλο και λιγότερα ψίχουλα στους πολλούς και όλο και περισσότερα κέρδη στους λίγους.

Άξιος δήμος και δήμαρχος είναι εκείνος που και διαχειρίζεται με διαφάνεια και με κριτήριο το λαϊκό συμφέρον όσα έχει αλλά και μπαίνει μπροστάρης του λαού της πόλης για να διεκδικήσει όσα δεν έχει και χρειάζονται οι δημότες του, οι εργαζόμενοι και ο λαός της Θεσσαλονίκης.

Η άρνηση αυτού του αντιλαϊκού απολογισμού δεν είναι απλά υποχρέωση της δημοτικής παράταξης μας. Είναι θέση ευθύνης κάθε δημότη, κάθε λαϊκού ανθρώπου της πόλης που άδικα περίμενε το δήμο σαν συμπαραστάτη και το βλέπει κάθε μέρα όλο και πιο απέναντι του, χέρι – χέρι με το κράτος της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που τον έφερε μέχρι εδώ.

Η ριζική ανατροπή αυτής της πολιτικής δεν είναι πια φιλολογική συζήτηση μεταξύ λίγων. Είναι καθήκον κάθε λαϊκού ανθρώπου.

Σφυροδρέπανο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις