Μάνος Χατζιδάκις: Ακούραστος του ονείρου κυνηγός

″...Είμαι ένα δέντρο έρημο στην πέτρα σπάει η φωνή μου
δεν μπαίνει αγέρας μήτε φως πετρώνει το κορμί μου.
Είμαι η κραυγή της μάνας μου είμαι η πληγή του κόσμου
φέρτε κρασί φέρτε φωτιά να κάψω τον καημό μου″

εια σας. Ηρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι ας πούμε - ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ' αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Ομως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν...»
Ο Μάνος Χατζιδάκις, δύο χρόνια μετά τα «Παιδιά του Πειραιά» και το πολυσυζητημένο Οσκαρ για το τραγούδι του στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση - μιούζικαλ «Οδός Ονείρων» που ανεβαίνει στο θέατρο Μετροπόλιταν της οδού Πατησίων στις αρχές του καλοκαιριού του 1962 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μία μουσική - σταθμός στη διαδρομή του Χατζιδάκι, και μία παράσταση - σταθμός για τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα μιας ταραγμένης εποχής.
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που ο Μάνος Χατζιδάκις, ο μελωδός της ψυχής μας, έφευγε για το στερνό «ταξίδι», έχοντας καταφέρει, στο δημιουργικό διάβα του να μας προσφέρει ανείπωτες συγκινήσεις και να σμιλέψει τον κοινό μας μύθο με μουσικές και τραγούδια εξαίσια, αληθινά και ακριβώς γι' αυτό βαθιά λαϊκά. Εξάλλου, όπως και ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στο «Ρ» (27/5/90), «η άντληση της θεματολογίας μου προέρχεται από μια πηγή που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. Και πέρα από το συνειδητό πολλές φορές», τονίζοντας ότι «λαϊκό είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από τον άνθρωπο». «Είμαι λαϊκός, αλλά όχι λαϊκίζων», έλεγε, σημειώνοντας: «Δεν είμαι εναντίον του λαϊκού, αλλά φανατικά εναντίον του λαϊκισμού. Το πρώτο συνθέτει την αλήθεια μας, το άλλο την αυτοκολακεία και την εκμετάλλευση. Για παράδειγμα: Η κυβέρνηση ασκεί το λαϊκισμό σαν πολιτιστική πολιτική για κομματικό όφελος και ο λαός κολακεύεται, ενδίδει και υποτάσσεται στο κόμμα που διοικεί. Να μια σχέση που αντιπαθώ βαθιά και φυσικά την πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις».
Πνεύμα ασυμβίβαστο, ο Μάνος Χατζιδάκις αντιτάχθηκε στους κρατούντες, στην όποια κολακεία και αναρρίχηση: «Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω από τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια να αφαιρέσω αυτόν τον "τίτλο τιμής" από την πλάτη μου, μα αν δεν το κατάφερα αυτό, ο αγώνας με βοήθησε να ξαναγίνω νέος, ή καλύτερα να ξαναγίνομαι νέος κάθε φορά που ο χρόνος μου πετούσε μια επίσημη υπενθύμιση της παρουσίας μου».
Από την κριτική του πένα δεν ξέφυγαν ούτε τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι. «Σαν άρχισα τα "Σχόλια" στο Τρίτο το '78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα 'πρεπε να ξεκινήσω απ' την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της "βραδυνής" και "μεσημβρινής" παραδημοσιογραφίας -τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ' το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ, είναι αλήθεια, δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό - ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση - ενορχηστρωμένη λασπολογία, "αγανακτισμένοι ακροατές", μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα "Σχόλια". Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των "Σχολίων" ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας».
Ηταν το 1975 όταν διορίζεται διευθυντής των ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή παραιτείται. Ο Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε, τον ξανακαλεί. Αναλαμβάνει, όμως, μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα, για να τολμήσει το 1977 μια από τις πιο δημιουργικές και ανατρεπτικές κινήσεις. Τα προσωπικά του σχόλια ξεσηκώνουν τους συντηρητικούς κάθε παράταξης, μα ιδίως τους κυβερνητικούς. Το ίδιο και οι μουσικές επιλογές του: «Τώρα βάζουμε τους άλλους», ειρωνεύεται όταν του επισημαίνουν ότι ο Θάνος Μικρούτσικος είναι αριστερός. «Τους δικούς μας θα τους βάλουμε την επόμενη εβδομάδα».
Οι διενέξεις του με τη γενική διεύθυνση αρχίζουν να τον κουράζουν όταν συνεχίζονται και επί ΠΑΣΟΚ: «Ο Αργυράκης σε μια "ημιαποχώρησή μου" οργανώνει έκθεση εναντίον του ραδιοφώνου. "Κάνετε έρωτα. Οχι ραδιόφωνο". Αλλά ήταν πεπρωμένο, ώσπου ν' ανέβει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, να κάνω έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία (...) Μόνο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω διά παντός από το ραδιόφωνο». Το ίδιο επεισοδιακή υπήρξε και η θητεία του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Λυρική Σκηνή, καθώς εκείνος δεν ανέχεται τη γραφειοκρατία και οι άλλοι τις εκρήξεις του... «Προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να με νικήσουν κατά κράτος» - έλεγε.
Μπορεί να ειρωνευόταν στρατευμένη τέχνη, αλλά την ίδια στιγμή μελοποιεί Γκάτσο, Μπρεχτ, Ρώτα, Καμπανέλλη. Επίσης, το 1946 γράφει στην «Εργατική cantata» του, που είχε χαρίσει στον Μανώλη Αναγνωστάκη: ...«Του αντρειωμένου το σπαθί/ Φόβος δεν το κατέχει/ Εχει δρεπάνι για κραυγή/ κι ένα Σφυρί για τάμα (...)/ Η γης τραγούδι αρχίνησεν και δε Το σταματάει/ Κι ο Μάης στήνει το χορό, κάτου Με τους εργάτες/ Κι ας πέφτουν νιοι λεβεντονιοί /Στον πονεμένο κάμπο/ Καθώς αγριοπερίστερα, με τη Γητειά στο στόμα/ Το αίμα τους είν' γαρούφαλλο,/ Είν' η κραυγή τους κρίνος».
Ομως, πολύ μικρή σημασία έχει αυτό, καθώς το έργο του ως μεγάλη τέχνη ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Αλλωστε, δάσκαλοί του -όπως ο ίδιος έλεγε «στάθηκαν ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Θεόφιλος, ο Μεγαλέξαντρος, η Αρετούσα κι ο Τσιτσάνης, όπως και κάθε γνήσια ελληνική μορφή. Αυτοί με βοήθησαν να κινηθώ στις ρίζες των ζωντανών δυνάμεων που συνθέτουν τον ελληνικό χώρο, από την εποχή του Αισχύλου ως την εποχή μας».
Κάπου εδώ, θα κλείσουμε έτσι όπως αρχίσαμε: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα. Που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά. Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σ' αυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα ...».
Πηγές:

- Συνέντευξη στο Ριζοσπάστη (27/5/90)
- Από την ″πύλη″ της ιστοσελίδας του στο διαδίκτυο. www.manoshadjidakis.gr που προσφέρει τη δυνατότητα ενός γοητευτικού και συνάμα χρήσιμου ″ταξιδιού″ στο δημιουργικό του κόσμο, μέσα από την επαφή με ένα υλικό, ανέκδοτο και μη, κυρίως από το προσωπικό του αρχείο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις