40 χρόνια από την πτώση της Χούντας: "Αλλαγή φρουράς" για το κεφάλαιο

Τ
Ο Κ. Καραμανλής με τον Φ. Γκιζίκη
η νύχτα της 23ης προς 24/7/1974 ήρθε στην Ελλάδα από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής και σχημάτισε κυβέρνηση της λεγόμενης Εθνικής Ενότητας, από πολιτικούς της προδικτατορικής ΕΡΕ και του «κεντρώου» χώρου. Αρχισε η φάση της λεγόμενης μεταπολίτευσης.
Η ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτήρισε ως εξής την αλλαγή:
«...Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟικών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή».
Στις 24 Ιούλη 1974, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου τόνιζε ότι «ο ελληνικός λαός δε βασανίστηκε, πάλεψε και μάτωσε επί 7,5 χρόνια για να συντελεστεί μία μεταμφίεση του ζυγού του».
Λίγους μήνες αργότερα (Γενάρης 1975) η 2η Ολομέλεια της ΚΕ υπογράμμιζε:
«...το γεγονός ότι η αντικατάσταση της δικτατορίας έγινε από τα πάνω, με συμβιβασμό ανάμεσα στη χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής της 23 του Ιούλη. Στην εξουσία ήρθαν οι συντηρητικές δυνάμεις. Πρόκειται για αναγκαστική αλλαγή μορφής εξουσίας των μονοπωλίων, εγχώριων και ξένων...».
Η ντε φάκτο νομιμοποίηση του ΚΚΕ

Η ΚΕ του ΚΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για
τη νομιμοποίηση του Κόμματος
«προς την εργατική τάξη, την αγροτιά,
τους διανοούμενους, όλο το Λαό»
έπειτα από 27 χρόνια συνεχούς παράνομης
δράσης, το οποίο δημοσιεύτικε στον
πρώτο νόμιμο Ριζοσπάστη στις
25 Σεπτέμβρη 1974
Το πιο σημαντικό γεγονός σ'αυτή τη φάση ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Βασικός λόγος που την επέβαλε ήταν η ντε φάκτο παρέμβαση του ΚΚΕ αμέσως μετά από την κατάρρευση της δικτατορίας, με την άφιξη του ΠΓ στην Ελλάδα και με το άνοιγμα των κεντρικών γραφείων του στην Αθήνα. Τις ίδιες ημέρες εκδόθηκε η εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», πριν την επίσημη νομιμοποίηση του ΚΚΕ.
Στις 24/9/1974 η ΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ «προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους διανοούμενους, όλο το Λαό». Στις 25/9/1974 κυκλοφόρησε ο «Ριζοσπάστης».
Μετά από 27 χρόνια συνεχόμενης παρανομίας, το ΚΚΕ σημείωσε μια σημαντική κατάκτηση. Παρά τις διώξεις και σε πείσμα όσων είχαν σπεύσει κατά καιρούς να αναγγείλουν την εξαφάνισή του, το ΚΚΕ κατάκτησε τη νόμιμη δράση του. Αρχιζε μια νέα περίοδος στην πολυκύμαντη Ιστορία του.
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ αναπτύχθηκαν οργανωτικά και απέκτησαν σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα και σε άλλα μαζικά κινήματα, αν και η οργανωμένη τους δύναμη μέχρι το 1974 ήταν μικρή.
Σειρά διεθνών και εσωτερικών πολιτικών γεγονότων (ο γαλλικός Μάης 1968, η νίκη του βιετναμέζικου λαού κατά των ΗΠΑ, η ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, ο ξεσηκωμός στο Πολυτεχνείο), μαζί με την ηρωική διαδρομή και πάλη του ΚΚΕ, καθώς και οι θυσίες του στον αγώνα κατά της δικτατορίας είχαν συντελέσει στη μαζική ένταξη νέων στην ΚΝΕ.


Τι προηγήθηκε

Η δίκη των πραξικοπηματιών
Ενάμιση χρόνο πριν το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, το λαϊκό κίνημα άρχισε να σημειώνει αισθητή άνοδο και κορυφώθηκε με τον ξεσηκωμό στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973. Την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου (14-15-16 Νοέμβρη) κατέστειλαν τελικά στρατιωτικές δυνάμεις με την εισβολή τανκ και στρατού στο ίδρυμα τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη. Η επέμβαση του Στρατού και της Αστυνομίας στο Πολυτεχνείο και στις γύρω περιοχές οδήγησε σε έναν αιματηρό απολογισμό με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες.
Επίσης είχε εκδηλωθεί το αντιχουντικό κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό (Μάης 1973), που μπορούσε να προκαλέσει ή και που έδειχνε ότι θα υπάρξουν αλυσιδωτές εστίες αντίδρασης στο Στρατό, στο βασικό και πιο δυναμικό στήριγμα της χούντας.
Οι παραπάνω εξελίξεις συντελούνταν στο έδαφος της νέας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού που ξέσπασε το 1973 και βεβαίως εκδηλώθηκε και στην Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου είχαν χειροτερέψει σημαντικά. Χαρακτηριστική ήταν η μείωση των επενδύσεων, με προεξάρχουσα τη μεγάλη πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας. Πτώση υπήρχε και στους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία, ενώ η άνοδός τους στη βιομηχανία και στις μεταφορές, αν και παρουσίαζε μια σχετική σταθερότητα, είχε εξασθενήσει. Το φαινόμενο αφορούσε τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις επενδύσεις του κρατικού καπιταλιστικού τομέα.
Για να εκτονώσει το βαρύ κλίμα, η χουντική κυβέρνηση προχώρησε στη λεγόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, με το γνωστό «πείραμα Μαρκεζίνη».Η δικτατορία, «έχρισε» πρωθυπουργό το Σπύρο Μαρκεζίνη, παλιό αστό πολιτικό, μαζί με άλλα πολιτικά στελέχη αστικών κομμάτων ως μέλη μίας κυβέρνησης που θα έκανε εκλογές προσδίδοντας «αστικοδημοκρατική χροιά» στη χούντα. Η μεγάλη πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου τάχθηκε υπέρ του «πειράματος Μαρκεζίνη»! Το αυτοαποκαλούμενο «ΚΚΕ εσωτερικού», μακρινός πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε με την προσπάθεια της χούντας των συνταγματαρχών να προσδώσει χαρακτηριστικά αστικού εκδημοκρατισμού στο καθεστώς των φυλακών και της εξορίας, των βασανιστηρίων στους αγωνιστές που πάλευαν ενάντια στη δικτατορία και της απαγόρευσης με βαριές ποινές κάθε συνδικαλιστικής και μαζικής λαϊκής δράσης, αλλά και πολιτικής δράσης και ετοιμαζόταν να συμμετάσχει στις εκλογές.
Το μεγαλύτερο τμήμα του κινήματος όμως, που είχε ήδη αναπτυχθεί στα Πανεπιστήμια, καθώς και πρωτοποριακές δυνάμεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος εναντιώθηκαν, ως ελιγμό της δικτατορίας να αλλάξει τη μορφή της, διατηρώντας την ουσία, και να αποκτήσει πλατύ λαϊκό έρεισμα.
Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε. Στις 9 Οκτώβρη 1973 σε ανακοίνωσή του το ΠΓ της ΚΕ τόνιζε: «Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Μαρκεζίνη αποτελεί συνέχιση του ελιγμού της χούντας για μεταμφίεσή της στη λεγόμενη Προεδρική Δημοκρατία. Αποβλέπει στο να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό, τη διεθνή κοινή γνώμη και ταυτόχρονα να επηρεάσει και να παρασύρει λαϊκές μάζες για να διασπάσει τις αντιδικτατορικές και αντιχουντικές δυνάμεις... για να παρατείνει έτσι τη δικτατορική εξουσία της».
Μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου η κυβέρνηση Μαρκεζίνη παραιτήθηκε, ενώ στις 25/11/1973 η χούντα του Παπαδόπουλου ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη.
Τη χαριστική βολή στη δικτατορία έδωσε το πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Μακαρίου (15/7/1974), που υποκίνησε η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με Ελληνοκύπριους πολιτικούς και στρατιωτικούς της ΕΟΚΑ Β'. Αμέσως ακολούθησε η εισβολή σε δύο φάσεις των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (20-22 Ιούλη και 14-16 Αυγούστου). Η κυβέρνηση της δικτατορίας δεν μπορούσε πια να σταθεί.
Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ανησύχησαν μήπως δυσκολέψει ο έλεγχος της κατάστασης. Τότε ακριβώς η δικτατορία παρέδωσε τη διακυβέρνηση.
Το αστικό πολιτικό σύστημα
Η στρατιωτική δικτατορία των χρόνων 1967-1974, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της, οδήγησε στην επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για τη θωράκιση και τη μακροημέρευσή του. Σε αυτήν την ανάγκη ανταποκρίθηκε ομόγνωμα ο αστικός πολιτικός κόσμος, πρώτοι απ' όλους ο Κ. Καραμανλής και το κόμμα που ίδρυσε το 1974, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ).
Το αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ήταν διαμορφωμένο μέχρι το 1967, εξάντλησε τα όριά του για τους εξής λόγους:
Πλήθος κόσμου στη συγκέντρωση του ΚΚΕ 
στη Θεσσαλονίκη πριν τις εκλογές του 1977 (φωτο αρχείου)
1. Εξαιτίας των αντιθέσεων ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο παλάτι που διατηρούσε σημαντικές εξουσίες.
2. Λόγω της μεταπολεμικής αστικής πολιτικής ανασυγκρότησης, που είχε στηριχτεί στη διαμόρφωση εκείνων των μέσων και μηχανισμών καταστολής που δεν ανταποκρίνονταν πια στις ανάγκες ενσωμάτωσης ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων.
3. Εξαιτίας των αντιθέσεων της άρχουσας τάξης με συμφέροντα των ΝΑΤΟικών συμμάχων της στη Μεσόγειο, πρωταρχικά οι εξελίξεις από την τουρκική εισβολή («Αττίλας 1» και «Αττίλας 2») και την κατοχή του 37% της Κύπρου, όπου ο ρόλος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν προκλητικά εμφανής.
Στα προηγούμενα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογιστούν η ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών, που είχε επέλθει κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και η εκδηλωμένη γενική λαϊκή απαίτηση να μην επαναληφθούν οι «ανώμαλες» καταστάσεις του παρελθόντος. Μαζί τους, η αισθητή υποχώρηση του αντικομμουνισμού, που μετά το 1974 υποχρεώθηκαν την πιο ωμή έκφρασή του να εγκαταλείψουν και οι αστοί πολιτικοί που πρωτοστατούσαν στον αντικομμουνισμό πριν από τη δικτατορία.
Παράλληλα, τη σκέψη και τις αποφάσεις της ηγεσίας της ΝΔ και γενικά του αστικού πολιτικού κόσμου επηρέαζαν αισθητά στη νέα τακτική τους η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ (ΕΕ), που είχε «παγώσει» στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη ένταξη σε αυτή.
Η ίδρυση της ΝΔ
Η ίδρυση της ΝΔ ήταν προϊόν των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ, ανάμεσα σε άλλα, αποτυπώνονται οι εξής κατευθυντήριες αρχές:
«..."Νέα Δημοκρατία" είναι η πολιτική παράταξη που ταυτίζει το Εθνος με τον Λαόν, την πατρίδα με τους Ανθρώπους της, την Πολιτεία με τους Πολίτες της, την Εθνική Ανεξαρτησία με την Λαϊκή Κυριαρχία, την Πρόοδο με το Κοινό Αγαθό, την Πολιτική Ελευθερία με την Εννομη Τάξη και την Κοινωνική Δικαιοσύνη.
(...) "Νέα Δημοκρατία" είναι η πολιτική παράταξη που αγνοεί τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος - που τόσα δεινά επεσώρευαν στον τόπο μας - και προσανατολίζεται στα ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος.
(...) Οτι η ελευθέρα οικονομία στην οποία πιστεύει η "Νέα Δημοκρατία" δεν ημπορεί να αποκλείση την διεύρυνση του οικονομικού τομέως τον οποίο ελέγχει το κράτος.
(...) Οτι δεν θα φεισθή κόπων και θυσιών για να καταστήση την Ελλάδα ισχυρή και απρόσβλητη (...) θα επιδιώξη την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητος (...) η Ελλάς όχι μόνο δικαιούται, αλλά και ημπορεί να εξασφαλίση την εξέχουσα θέση και την ευτυχία του λαού της μέσα στην Ευρώπη όπου ανήκει... να συμβάλη πολιτικά, ηθικά και πολιτιστικά στην πραγματοποίηση της ιδέας μιας ενωμένης Ευρώπης.
Βασικά, όμως, προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η θεμελίωση στον τόπο μας της αληθινής και συγχρόνου δημοκρατίας».
Αυτό το τελευταίο, καθώς και το άλλο σημείο της διακήρυξης «...θα επιδιώξει την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας» τα έλεγαν όλα σχετικά με τη μορφή που είχε αποφασιστεί να πάρει το πολιτικό σύστημα. Η «αληθινή και σύγχρονος δημοκρατία», στην οποία προσέβλεπε η ΝΔ, ήταν μία κλασική αστική δημοκρατία.
Η ιδεολογία της ΝΔ ορίστηκε ως «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός».
Αυτή τη γραμμή υλοποίησε η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, προχωρώντας σε κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα, όπως της «Ολυμπιακής Αεροπορίας».
Σχετικά με τη διεθνή θέση της Ελλάδας, αυτή προσδιορίστηκε επιγραμματικά από τον Καραμανλή: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».
Η ταξική πολιτική της ΝΔ, υπογραμμισμένη στην ιδρυτική της διακήρυξη και στη φράση «...τα αληθινά συμφέροντα του έθνους, που βρίσκονται πέρα και επάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς», έγινε προσπάθεια να εκφραστεί με τα«ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος».
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ υπήρξε πράγματι η πιο σημαντική στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης. Την υλοποίησε ο Κ. Καραμανλής, που οραματιζόταν την ένταξη ακόμα από τη 10ετία του 1950 και υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ τον Ιούλη του 1961. Ελεγε ο Κ. Καραμανλής:
«...Η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς και μόνον για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους. Οι Ελληνες πιστεύουν εις την αποστολήν της Ευρώπης. Η εκπλήρωσις της αποστολής αυτής προϋποθέτει την επιτάχυνσιν των διαδικασιών ενοποιήσεως, που ευρίσκονται σήμερον εν εξελίξει. Στις διαδικασίες αυτές ενοποιήσεως της Ευρώπης η Ελλάς επιθυμεί και πιστεύει ότι δύναται να συμβάλη...».
Η ένταξη στην ΕΟΚ διαμόρφωνε καλύτερους όρους για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και για την ισχυροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού. Κάποιες αντιδράσεις που υπήρξαν από μικρά τμήματα του κεφαλαίου αφορούσαν σε επιφυλάξεις για τους όρους της ένταξης, καθώς και τους φόβους ορισμένων για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν κάποιοι παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. Αλλά η ηγεσία της ΝΔ έβλεπε το δάσος και όχι τα δέντρα. Υπέταξε ατομικά συμφέροντα κεφαλαιοκρατών στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Το ΠΑΣΟΚ
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1974, απέρριψε πρόταση να ηγηθεί της «Ενωσης Κέντρου» και προχώρησε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην τάση ριζοσπαστικοποίησης που έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ.
Το ΠΑΣΟΚ προερχόταν από την αντιδικτατορική οργάνωση Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Κίνημα (ΠΑΚ) και διακήρυσσε ότι ακολουθούσε το λεγόμενο «τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό», ότι δηλαδή απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό, όσο και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και άλλες χώρες της σοσιαλιστικής εξουσίας στην Ευρώπη, ενώ επέκρινε και την πολιτική των παλαιότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο είναι σοσιαλιστικό και όχι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευσης κινήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης που εφάρμοζε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Στοιχείο της ήταν και η αξιοποίηση όλων των περιθωρίων που είχε για να διαχωριστεί πειστικά από την «επάρατο δεξιά».
Η συνθηματολογία του ΠΑΣΟΚ κατά «της πολιτικής τής υποτέλειας» απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ακολουθούσε η «δεξιά», επί της ουσίας δεν εξέφραζε στόχο της ηγεσίας του να συγκρουστεί με συνέπεια κατά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο.
Ηταν, πάντως, υποχρεωμένο, όχι μόνο να μην παραγνωρίζει τη δράση του ΚΚΕ και την απήχηση που είχαν οι αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να την παίρνει σοβαρά υπόψη, άλλοτε πραγματοποιώντας ελιγμούς και άλλοτε εκτιμώντας ότι μια σειρά συνεργασίες τού χρησιμεύουν.
Υιοθετώντας το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το ΠΑΣΟΚ «οχύρωνε» την αριστερή πλευρά του και ταυτόχρονα προσέλκυε εργατικές μάζες σε βάρος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, αλλά και πλήθος μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού σε βάρος της ΝΔ.
Από την άλλη, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιούσε «ανοίγματα» και προς την πλουτοκρατία. Εξασφάλιζε ισχυρά οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα (συγκρότημα Λαμπράκη, Εκκλησία, κ.ά.), παρέχοντας στο κεφάλαιο τις εγγυήσεις ακίνδυνης γι' αυτό «εναλλακτικής λύσης». Ετσι, αστοί, εργάτες και μεσαία στρώματα συγκρότησαν την υλική δύναμη της «εθνικής στρατηγικής» του ΠΑΣΟΚ, που υποσχόταν ότι θα οδηγούσε σε μια «νέα Ελλάδα».
Τι είδους δημοκρατία;
Από το 1974 ακόμα, ο Καραμανλής υποστήριζε την ανάγκη «...ν' αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι που μας απειλούν, να θεμελιωθή κατά τρόπον ασφαλή η δημοκρατία».
Το χαρακτήρα της δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε η ΝΔ τον υπερτόνισε και με τη στάση της απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή το αντιμετώπισαν με την εχθρότητα που ταίριαζε στη φιλομονοπωλιακή πολιτική τους. Υπήρξαν ακόμα και νεκροί διαδηλωτές, θύματα της αστυνομικής επίθεσης (Κουμής, Κανελλοπούλου).
Στην επτάχρονη περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ διαμορφώθηκε ένα αυταρχικό κλίμα, που ενίσχυε την αντίληψη «να φύγει η δεξιά», γεγονός που τροφοδοτούσε το ΠΑΣΟΚ, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις λαϊκές απαιτήσεις διεκδίκησης. Πολύ καιρό πριν από την επίσημη προεκλογική περίοδο του 1981, δε σημάδεψε τις εξελίξεις η άνοδος του λαϊκού κινήματος, αλλά η συνεχής πτώση του που συνοδευόταν από την όλο και μεγαλύτερη αδημονία ερχομού του χρόνου των εκλογών.Ετσι, το 1981 αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.
Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση αθέτησε όσα θετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας υπήρχαν στην «ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974». Συνέχισε και διεύρυνε την πολιτική κρατικής παρέμβασης που ακολούθησε η ΝΔ, για να στηρίξει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Παράλληλα, προχώρησε στη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών.
Την πρώτη τετραετία (1981 - 1985) το ΠΑΣΟΚ διακήρυξε το σχήμα της λεγόμενης «μεικτής οικονομίας», μιλώντας για δημόσιο, ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα, όπου οι δημοτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα διείσδυαν εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο αδιαφορούσε ή αδυνατούσε να διεισδύσει.
Τη δεύτερη τετραετία (1985 - 1989) η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έβαλε και φραστικά τη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία σε πρώτη γραμμή, ως τον τομέα που θα κατηύθυνε την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, προχώρησε και σε εισοδηματική πολιτική λιτότητας που συνοδευόταν με μέτρα προετοιμασίας για το 1992 («ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ»), ενώ έκανε και στη ΓΣΕΕ εκλογικό πραξικόπημα, καθαιρώντας με δικαστική απόφαση ακόμα και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, για να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση.
Είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η πολιτική παροχών προς τους εργαζόμενους που το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει την πρώτη τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων (ζήτηση), στο πλαίσιο των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα λόγω και ένταξης στην ΕΟΚ.
Και φθορά των συνειδήσεων
Η εναλλαγή στην αστική εξουσία συνοδεύτηκε με τη μαζική ιδεολογική χειραγώγηση και τη φθορά συνειδήσεων, που αποτέλεσαν ένα από τα χαρακτηριστικά της σχέσης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης - λαϊκών μαζών.
Στη βάση αυτή, το ρουσφέτι και η ευρύτερη δημοσιοϋπαλληλία απέκτησαν επί ΠΑΣΟΚ πρωτόγνωρες διαστάσεις στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, έγιναν σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, γνωστές ως εμφανιζόμενα «νέα τζάκια». Αυτές οι αλλαγές επενδύθηκαν ιδεολογικά με τα συνθήματα «να μπει τέλος στο κράτος της δεξιάς» και «να ελληνοποιηθεί το κράτος» που - κατά το ΠΑΣΟΚ - ήταν φέουδο της «δεξιάς» και καρπός της υποτέλειας στη βάση της διαίρεσης του ελληνικού λαού «σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα».
Το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε κάποιους επιπλέον εκσυγχρονισμούς σε σχέση με τη ΝΔ (αναγνώριση του ΕΑΜ, κ.ά.) και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε πολιτικά τους διωγμούς που υπέστησαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες στις εξορίες και στις φυλακές μετά τον πόλεμο. Από την άλλη, το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που σε ένα βαθμό είχε ατονήσει επί ΝΔ (1974 - 1981), καταργήθηκε τελείως, δίχως να καταργηθεί και το γνωστό «φακέλωμα», που συνεχίστηκε και συνεχίζεται.
Ενας από τους βασικούς λόγους που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να γίνει τόσο μαζικό ήταν αναμφίβολα το χαμηλό επίπεδο της επαναστατικής ταξικής πάλης.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε σε ένα ισχυρό υπόστρωμα στη συνείδηση μεγάλου αριθμού εργαζόμενων μαζών, έτοιμο και να αποδεχτεί κάποια ριζοσπαστικά συνθήματα, αλλά και έτοιμο να υπαναχωρήσει, αρκεί η πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να διαφοροποιούνταν από της «δεξιάς» σε ζητήματα που αυτές οι μάζες θεωρούσαν καίριας σημασίας.
Αρκούσε η κατάργηση της τρομοκρατίας από το χωροφύλακα και του μαζικού φακελώματος, αρκούσαν κάποιες επιπλέον συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να θεωρήσουν ότι άνοιξε η πόρτα για τη μεγάλη αλλαγή. Το «αντιδεξιό» μείγμα που συσσωρεύτηκε στις συνειδήσεις ήταν εκρηκτικό και ιδιαίτερα στέρεο, και σε εργατικές μάζες.
Επίσης, το ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσε πλευρές της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών κρατών. Τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας έδιναν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από όση είχε στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ είχε διαφωνήσει με κάποιες αποφάσεις του ΝΑΤΟ, βάζοντας αστερίσκο κάτω από τα σχετικά κείμενα.
Το ίδιο υπερτιμήθηκαν και διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ, που έτυχαν θερμής υποδοχής από τα σοσιαλιστικά κράτη. Βεβαίως, η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στηριζόταν στη γραμμή «ούτε ΝΑΤΟ ούτε Βαρσοβία», παρότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έκανε προτάσεις για ταυτόχρονη διάλυση και των δύο συνασπισμών, δίχως να βρίσκει ανταπόκριση από το ΝΑΤΟ.
Βάση αυτής της πολιτικής ήταν η ανάλυση που είχε κάνει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, του διαχωρισμού δηλαδή της «δεξιάς» από την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία, που είχε εντάξει και το ΠΑΣΟΚ στις συμμαχικές δυνάμεις στην πάλη για την ειρήνη, την ύφεση και τον αφοπλισμό, ενισχύοντας έτσι το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά».
Ορισμένα συμπεράσματα
Δώσαμε σύντομα τον ταξικό χαρακτήρα της διαδικασίας που ονομάστηκε «μεταπολίτευση» και αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, τον αστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση της χούντας, που οι αστοί παινεύουν ως τη μοναδικά φιλολαϊκή μορφή διακυβέρνησης. Αυτή η πραγματικότητα συνεχίστηκε και στις 10ετίες του 1990 και 2000. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση το 2009 και η βάρβαρη αντιλαϊκή διαχείρισή της από τα δύο αστικά κόμματα, ΝΔ - ΠΑΣΟΚ για τη σωτηρία του κεφαλαίου, έφερε ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα με τη μεγάλη φθορά των δύο αστικών κομμάτων, τη δημιουργία πολλών μικρότερων πολιτικών σχηματισμών, αλλά και τη συγκρότηση συμμαχικών αστικών κυβερνήσεων. Σε αυτές τις συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και σε δύναμη που διεκδικεί τη διαχείριση της αστικής διακυβέρνησης και του καπιταλισμού, ως άξιος αντικαταστάτης της φθαρμένης σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτά τα πλαίσια επίσης ενισχύθηκαν Η διαδικασία μιας νέας αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος είναι σε εξέλιξη.
Η εμπειρία όλων αυτών των δεκαετιών μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, αναδεικνύει οτι η αστική δημοκρατία είναι ξεπερασμένη ιστορικά όπως είναι ξεπερασμένος ιστορικά ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που αυτή εκφράζει , ο καπιταλισμός. Πρόκειται για τυπική δημοκρατία για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ εξασφαλίζει την με κάθε τρόπο περιφρούρηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Η μεταχείριση που έχουν από την κυβέρνηση, τους κρατικούς μηχανισμούς και τα μέσα τους, οι απεργοί εργάτες και υπάλληλοι, το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, οι εργάτες στην Τοπική Διοίκηση και χιλιάδες άλλοι μέσα στα κάτεργα της περιβόητης «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», επιβεβαιώνουν πόση είναι και για ποιους λειτουργεί η υπάρχουσα δημοκρατία. Τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Πάνω απ' όλα αποδεικνύεται οτι την εξουσία την έχει οποιος κάνει κουμάντο και στην οικονομία.
Μόνη διέξοδος για την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους είναι η συσπείρωση και η λαϊκή συμμαχία για την απόκρουση της αντιλαϊκής πολιτικής, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να ανοίξει ο δρόμος για την εργατική εξουσία.
Μόνο τότε θα λειτουργήσει η ουσιαστική δημοκρατία για την λαϊκή πλειοψηφία, γιατί τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν στην κοινωνία, θα λειτουργούν για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι για το καπιταλιστικό κέρδος. Μέσα στις συνθήκες του πανεθνικού κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού, του εργατικού λαϊκού ελέγχου, οι βουλευτές που θα εκλέγονται από την παραγωγική μονάδα θα είναι εργαζόμενοι, δε θα έχουν ιδιαίτερες αμοιβές, θα είναι ανακλητοί από τους εκλογείς τους, δηλαδή θα είναι υπηρέτες του λαού και όχι δυνάστες του.
Γι' αυτό το λόγο κρίσιμο ζήτημα στις σημερινές συνθήκες είναι να γίνουν βήματα στην αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων σε τέτοια κατεύθυνση που θα ανοίξουν το δρόμο για αυτήν την προοπτική.
Πηγές:
1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' τόμος 1949 - 1968
2. Ενθετο Ιστορίας του «Ριζοσπάστη», 5/5/2012: «Βασικές πολιτικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι το 2007».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις