Ο παράδεισος ... του Μεσοπρόθεσμου

Η κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2015-2018 συνοδεύθηκε από τις γνωστές κυβερνητικές εξαγγελίες για την έξοδο από την κρίση χωρίς νέα μέτρα και από αντεγκλήσεις απ' τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ για πρόγραμμα εξόντωσης των εργαζομένων, που υπογραμμίζει την ανάγκη άμεσης αλλαγής στο μείγμα διαχείρισης.
Το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει έξοδο της καπιταλιστικής οικονομίας από την κρίση και εμφάνιση θετικών ρυθμών ανάπτυξης, ξεκινώντας από το 2014, για να φθάσουν ή και να ξεπεράσουν το 3,5% ετησίως. Χωρίς αμφιβολία, η εξαγγελία τέτοιων θετικών αποτελεσμάτων για το ρυθμό ανάπτυξης έχει και προπαγανδιστικό χαρακτήρα απ' τη σκοπιά της κυβέρνησης. Παρ' όλα αυτά, από καταβολής καπιταλισμού, η οικονομία διατρέχει εναλλάξ φάση κρίσης και ανάπτυξης. Είναι δεδομένο ότι τελικά η κρίση θα τελειώσει και η καπιταλιστική οικονομία θα περάσει σε φάση ανάπτυξης. Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το 2014 είναι έτος σχετικής σταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας και αβέβαιης, σταδιακής μετάβασης σε περιορισμένη ανάπτυξη1. Φυσικά, το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, μιας επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ευρωζώνη ή αρνητικών επιπτώσεων από την ακολουθούμενη κρατική πολιτική μπορεί να μεταβάλει την οικονομική κατάσταση.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν οδηγεί ούτε καν σε ανάκτηση των απωλειών
Ωστόσο, το πραγματικό επίδικο για τα λαϊκά στρώματα δεν είναι η φάση του κύκλου της καπιταλιστικής οικονομίας, αν δηλαδή ο ρυθμός του ΑΕΠ είναι θετικός ή αρνητικός. Πραγματικό επίδικο για τους εργαζόμενους είναι οι μισθοί και οι συντάξεις τους, οι κοινωνικές κρατικές παροχές, η κρατική φορολογία, γενικότερα το βιοτικό τους επίπεδο. Με αυτό το κριτήριο κρίνουν για την ακολουθούμενη πολιτική, με αυτό το κριτήριο πρέπει να κρίνουμε και το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται και στις επίσημες κυβερνητικές διακηρύξεις του Μεσοπρόθεσμου, είναι αντιλαϊκή. Δεν οδηγεί ούτε καν σε ανάκτηση των τεράστιων απωλειών δεκάδων δισ. που γνώρισαν οι εργαζόμενοι τα τελευταία έτη. Παρά την προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ, δεν προβλέπεται καμιά αύξηση μισθών, καμιά αύξηση συντάξεων, καμιά αύξηση των κοινωνικών παροχών.
Αντίθετα, το Μεσοπρόθεσμο και συνολικά η κυβερνητική πολιτική, προβλέπει μέτρα επιδείνωσης της κατάστασης των εργαζομένων. Μετά την αντιλαϊκή επιδρομή 6 δισ. ευρώ από μειώσεις παροχών και αύξηση της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων, που έχει ήδη αποφασιστεί για το 2014, αλλά δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί, το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει επιπρόσθετες αυξήσεις στους έμμεσους φόρους που ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2018, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και αυξήσεις στους άμεσους φόρους, που αθροιστικά μεταφράζονται σε πάνω από 1 δισ. ευρώ επιπρόσθετη επιβάρυνση. Αν συνυπολογίσει κανείς και την περαιτέρω μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, που πρακτικά ήδη δρομολογείται, η νέα επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων από φορολογία και μειώσεις μισθών ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015-2018. Πέραν αυτού, το ίδιο το Μεσοπρόθεσμο προϋπολογίζει την ανάγκη νέων μέτρων σχεδόν 3 δισ. ευρώ για τη διετία 2015-2016, που δεν έχουν ακόμα συγκεκριμενοποιηθεί.
Απ' την άλλη, στο Μεσοπρόθεσμο καταγράφεται η πρόσθετη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων μέσα από τη μείωση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών κατά 3%, που φθάνει τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Μόνο αυτό το σκέλος χρηματοδότησης των ομίλων είναι πολλαπλάσιο του εφάπαξ «κοινωνικού μερίσματος» που διανέμει προεκλογικά η κυβέρνηση.
Συγχρόνως, η κυβερνητική πολιτική για το επόμενο διάστημα επιφυλάσσει επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων σε όλα τα μέτωπα. Στο στόχαστρο βρίσκονται οι επικουρικές συντάξεις και γενικότερα το ασφαλιστικό σύστημα, ενώ προετοιμάζονται και ριζικές αντιλαϊκές μεταβολές στα εργασιακά δικαιώματα. Προωθείται ριζική μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, μέσα από την κατάργηση των τριετιών για τους μακροχρόνια ανέργους, καταδικάζοντάς τους σε μόνιμη απασχόληση με τον κατώτατο μισθό, απελευθέρωση των απολύσεων, επαναφορά του εργοδοτικού «lockout» και άλλες αντιλαϊκές αλλαγές στην όποια συνδικαλιστική προστασία είχαν καταφέρει να κερδίσουν με τους αγώνες τους οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια.
Η υπόσχεση της μειωμένης ανεργίας
Οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές υπόσχονται απ' την άλλη πως η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να θεραπεύσει τη «νούμερο 1 μάστιγα» της ελληνικής κοινωνίας, την ανεργία. Στο Μεσοπρόθεσμο μάλιστα αποτυπώνεται ως κυβερνητικός στόχος η μείωση της ανεργίας στο 16% στο τέλος του 2018, από 26% στο τέλος του 2013.
Ομως, ο στόχος της ανεργίας στο 16%, υπεραισιόδοξος με τα σημερινά δεδομένα, είναι άραγε στόχος πανηγυρισμού για τα λαϊκά στρώματα; Ακόμα και αν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν «μέχρι κεραίας», η κυβέρνηση μας καλεί να θεωρήσουμε επιτυχία ότι ένας στους έξι θα βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας και μάλιστα σχεδόν για μια ολόκληρη δεκαετία. Ο κυβερνητικός στόχος ισοδυναμεί με τη δημιουργία περίπου 500.000 νέων θέσεων εργασίας μέσα σε λιγότερο από 5 χρόνια, πατά σε ατεκμηρίωτες προβλέψεις. Αλλωστε, οι δείκτες επίσημης ανεργίας δεν καταγράφουν την υποαπασχόληση (αρκούν λίγες ώρες εργασίας εβδομαδιαία για να θεωρείται κανείς ως εργαζόμενος) ή τους κατεστραμμένους αυτοαπασχολούμενους που δεν έχουν δουλειά, αλλά δεν θεωρούνται άνεργοι. Η πραγματική ανεργία είναι σημαντικά υψηλότερη και θα παραμείνει εξαιρετικά υψηλή για το μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Κυρίως, όμως, η απλή ανάγνωση του τυπικού ποσοστού ανεργίας δεν λέει τίποτα για τις συνθήκες εργασίας και τους μισθούς όσων δουλεύουν. Τα αντιλαϊκά μέτρα όλου του προηγούμενου διαστήματος, μαζί και με τα νέα που προετοιμάζονται, έχουν κατεδαφίσει μισθούς και δικαιώματα των εργαζομένων.Οσοι βρουν δουλειά, θα δουλεύουν πραγματικά με μισθούς πείνας, με ελαστικό ωράριο που ήδη για ορισμένες κατηγορίες δεν υπολογίζει ούτε καν κυριακάτικη αργία, με ελάχιστα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η πολιτική στήριξης της «ενεργητικής απασχόλησης», που περιγράφεται μέσα στο Μεσοπρόθεσμο ως βασικός κυβερνητικός στόχος, σημαίνει πως οι νέοι εργαζόμενοι θα δουλεύουν αμειβόμενοι με το επίδομα ανεργίας, το οποίο μάλιστα δεν θα το καταβάλλει ο εργοδότης τους.
Αυτός είναι ο κυβερνητικός παράδεισος της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των θυσιών που πιάνουν τόπο. Συνέχιση των θυσιών για τα λαϊκά στρώματα για να διασφαλίζεται η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, που σχεδιάζουν, προϋποθέτει τέτοια βάρβαρα μέτρα εναντίον του λαού.
Η αντιλαϊκή επίθεση δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία
Η όξυνση της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων δεν αφορά μόνο την «Ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου και της τρόικας», όπως προσπαθούν να μας πείσουν, από διαφορετικές οπτικές, τα αστικά επιτελεία. Για να πειστεί κανείς, αρκεί να δει τις τελευταίες εξελίξεις σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, αξίζει να σημειώσουμε τα αντιλαϊκά μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα στην «ισχυρή» Γαλλία, τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης, που δεν έχει μνημόνια και τρόικα. Ο Γάλλος πρωθυπουργός ανακοίνωσε δημοσιονομικά μέτρα ύψους 50 δισ. ευρώ, από μειώσεις μισθών των κρατικών υπαλλήλων, μειώσεις κοινωνικών δαπανών της Κεντρικής και της Τοπικής Διοίκησης και από περικοπές στο σύστημα κοινωνικής περίθαλψης. Την ίδια στιγμή προωθεί νέες φοροαπαλλαγές 10 δισ. ευρώ για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ στόχος είναι και η μείωση του «εργατικού κόστους» συνολικά κατά 30 δισ. ευρώ ετησίως. Η γαλλική άρχουσα τάξη προωθεί ήδη τη μείωση του κατώτατου μισθού για «τους νέους και όσους δεν μπορούν να βρουν για μεγάλο διάστημα δουλειά».
Αντιλαϊκά μέτρα προωθούνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι στρατηγικές της ΕΕ για δημοσιονομική σταθερότητα, μόνιμους ελέγχους των προϋπολογισμών των κρατών-μελών, για μνημόνια διαρκείας με προώθηση αναδιαρθρώσεων και πολιτική φθηνότερης εργατικής δύναμης αφορούν και δεσμεύουν όλα τα κράτη-μέλη της.
Η ΕΕ και οι δεσμεύσεις της δεν αλλάζουν!
Τα αντιλαϊκά μέτρα που λαμβάνονται σε ολόκληρη την ΕΕ δεν είναι αποτέλεσμα του νεοφιλελεύθερου δογματισμού της Μέρκελ, όπως διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού, οι μονοπωλιακοί όμιλοι έχουν υπαρξιακή ανάγκη τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων, τη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης για να εξασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους απέναντι στους διεθνείς αντιπάλους τους. Στη πραγματικότητα το σύνολο αυτών των μέτρων υπηρετεί την άρχουσα τάξη σε κάθε κράτος-μέλος, διασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε κάθε κράτος-μέλος. Ουσιαστικά, στις σύγχρονες συνθήκες, ο καπιταλισμός επιβάλλει τη λήψη τέτοιων μέτρων. Γι' αυτό και τέτοια μέτρα λαμβάνονται από κάθε αστική κυβέρνηση εντός ή εκτός της ΕΕ, σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα μέτρα που προωθεί η ΕΕ είναι λογικά, όταν στόχος της παραγωγής είναι το κέρδος και κριτήριο της παραγωγής το ποσοστό κέρδους του επενδεδυμένου κεφαλαίου.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, η ΕΕ δεν αποτελεί ένα γενικό, ουδέτερο πεδίο διαπάλης. Η ΕΕ είναι μια διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία. Από την ίδρυσή της, με τους στόχους και τους προσανατολισμούς της, η ΕΕ αποτελεί φύλακα των κερδών και της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Στηρίζει την άρχουσα τάξη κάθε κράτους-μέλους στην προώθηση αντιλαϊκών μέτρων, της πολιτικής φθηνότερης εργατικής δύναμης, στην αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος.
Συγχρόνως, ο ανισόμετρος χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης οδηγεί σε διαφορετική ανάπτυξη των διαφορετικών ομίλων στο εσωτερικό κάθε κλάδου, από κλάδο σε κλάδο, από χώρα σε χώρα. Η ανάπτυξη, τα συμφέροντα και οι ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ δεν συγκλίνουν αλλά αποκλίνουν. Γι' αυτό και συμμαχούν απέναντι στην εργατική τάξη, αλλά βρίσκονται σε έναν ανελέητο, διαρκή αγώνα μεταξύ τους, που εκφράζεται και στο εσωτερικό της ΕΕ, για μερίδια αγοράς, κρατικές και ευρωπαϊκές ενισχύσεις, για πλευρές της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Η υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για μια διαφορετική κυβέρνηση και ένα άλλο διαχειριστικό μείγμα, σε επίπεδο χώρας και ΕΕ, με το οποίο θα κερδίζουν οι εργαζόμενοι χωρίς να αμφισβητείται η εξουσία των μονοπωλιακών ομίλων είναι ξεκάθαρη πολιτική απάτη.
Γι' αυτό και διέξοδος για τους εργαζόμενους δεν είναι η αναζήτηση μιας λύσης που θα συμβιβάζει τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών, που θα αντιμετωπίζει την αντιλαϊκή πολιτική ως απότοκο της Μέρκελ, του Μνημονίου και του νεοφιλελεύθερου δογματισμού.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τον πραγματικό αντίπαλο που ευθύνεται για τα δεινά τους. Την άρχουσα τάξη, το κράτος της, την ΕΕ που τη στηρίζει. Να οργανώσουν τον αγώνα ρήξης και σύγκρουσης με το κράτος των μονοπωλίων, για το μονόδρομο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, το δρόμο της αποδέσμευσης από την ΕΕ και διαγραφής του χρέους με εργατική λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.
Σημειώσεις
1. Αναλυτικά στην ΚΟΜΕΠ τ.3 / 2014, Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας για τις Οικονομικές Εξελίξεις.

Γρηγόρης  ΛΙΟΝΗΣ
Μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις