Οι δυσκολίες, οι διεργασίες και οι εκλογές



Λιγότερο από δύο μήνες πριν από τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη, αστοί αναλυτές όλο και πιο συχνά κάνουν «λογαριασμό» για το πόσο έχει προχωρήσει η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Καταγράφουν το τι έχει λυθεί για το σύστημα και τι όχι, τι πρόοδος έχει επιτευχθεί γύρω από το στόχο να διαμορφωθεί η δυνατότητα εναλλαγής αστικών κυβερνήσεων με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι οποίες θα υπηρετούν σταθερά τις βασικές στοχεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης στη σημερινή συγκυρία, θα μπορούν να διαμορφώνουν νέες συμμαχίες με μεσαία στρώματα, με τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας και ταυτόχρονα θα έχουν την ικανότητα να εγκλωβίζουν πλατιές λαϊκές μάζες, στοιχίζοντάς τες πίσω από τους στόχους των μονοπωλίων.
Ως βασικό συμπέρασμα σημειώνουν το γεγονός ότι «το δικομματικό σύστημα έχει καταρρεύσει οριστικά», εντοπίζοντας πρόβλημα και στο διπολισμό κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε προσπάθεια να αντικαταστήσει τον παλιό δικομματισμό ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Οπως σημειώνουν, ενώ «παγιώνονται οι τεράστιες απώλειες των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης», την ίδια στιγμή «ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προηγείται, αλλά αυτό συμβαίνει σε πολύ χαμηλό επίπεδο».
Ειδικά σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι αναλύσεις ακόμα και σε μέσα «φιλικά» προσκείμενα προς αυτόν, σημειώνουν τη δυσκολία του να κυριαρχήσει στο χώρο της «κεντροαριστεράς», αλλά και γενικότερα να αποκτήσει δυναμική, επισημαίνοντας τον κίνδυνο καθήλωσης.
Οι ίδιες αναλύσεις καταγράφουν ανησυχία και γύρω από τα ζητήματα των συνεργασιών για τις αστικές κυβερνήσεις της επόμενης μέρας. Σημειώνοντας ότι οι δυνατότητες «συμμαχικών κυβερνήσεων, είτε πρωτεύσει η ΝΔ, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εθνικές εκλογές, είναι εξαιρετικά περιορισμένες», στην πραγματικότητα «δείχνουν» την ανάγκη διαμόρφωσης εφεδρειών οι οποίες θα μπορούν να «κουμπώνουν» σε διάφορους συνδυασμούς αστικών κυβερνήσεων, διασφαλίζοντας την κυβερνητική εναλλαγή και τη συνολικότερη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος.
Οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, η κατεύθυνσή τους αλλά και οι δυσκολίες τους, έχουν άμεση σχέση με τις προτεραιότητες οικονομικής πολιτικής που θέτει η αστική τάξη στη σημερινή συγκυρία. Κομβικό στοιχείο στη διαδικασία της αναμόρφωσης είναι πλέον η συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής μείγματος διαχείρισης: Η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, η σχετική ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική και η τόνωση της «ρευστότητας» των μονοπωλίων, η προσέλκυση επενδύσεων, η γεωπολιτική αναβάθμιση του ρόλου της ντόπιας αστικής τάξης είναι κεντρικά στοιχεία που προβάλλονται σήμερα από το κυρίαρχο τμήμα των αστών. Με αυτήν την έννοια, μόνο τυχαία δεν είναι η επισήμανση ακόμα και στις «ναυαρχίδες» του αστικού Τύπου ότι «η παρούσα Βουλή θα είναι η τελευταία με "μνημονιακή πλειοψηφία"».
Η κούρσα για την "κεντροαριστερά"
Η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, το βασικό ζητούμενο του μετασχηματισμού του αστικού πολιτικού σκηνικού, εκδηλώθηκε με παράλληλες πρωτοβουλίες και αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας διάφορων συγγενών πολιτικών δυνάμεων. Πέρα από την επιταχυνόμενη πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. το σχετικό άρθρο στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη», 16/3/2014, σελ. 8 - 9), στον ίδιο χώρο κινούνται τα ανταγωνιστικά σχέδια του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, καθώς και το «Ποτάμι» το οποίο επιδιώκει να παίξει ρόλο καταλύτη στις συνολικότερες διεργασίες.
Το ΠΑΣΟΚ πρωτοστάτησε στη συγκρότηση της «Ελιάς», σε συνεργασία με το κόμμα του Λοβέρδου, τους «58» και άλλες κινήσεις της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, με στόχο να αποκτήσει προβάδισμα στην κούρσα για την κάλυψη της «τρύπας στο κέντρο του πολιτικού συστήματος». Ως ισχυρό χαρτί προβλήθηκε το γεγονός ότι, παρά τα ιστορικά χαμηλά ποσοστά που εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ, οι δυνάμεις της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» καταγράφουν υψηλά ποσοστά σε εκλογές συνδικάτων και επιστημονικών ενώσεων -πολύ μεγαλύτερα από τα ποσοστά των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ- όπως το ίδιο φαίνεται, δημοσκοπικά τουλάχιστον, να κάνουν και υποψήφιοι σε μεγάλες περιφέρειες και δήμους, προερχόμενοι από τον ίδιο χώρο.
Στην πράξη, ωστόσο, μετά και την άρνηση της ΔΗΜΑΡ να συμμετάσχει στο συγκεκριμένο σχέδιο, το σχήμα της «Ελιάς» δυσκολεύεται να ανταποκριθεί σε αυτήν τη στόχευση, καθώς ουσιαστικά πήρε τη μορφή συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με πρώην υπουργούς και στελέχη του. Χρησιμοποιεί αυτό που οι ίδιοι οι αστοί χαρακτηρίζουν «φθαρμένο υλικό». Την ίδια ώρα, ο πρώην πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, βουλευτές και στελέχη που χαρακτηρίζονται ως «παπανδρεϊκοί», καθώς και άλλα στελέχη (όπως π.χ. ο Μ. Χρυσοχοΐδης) διαχώρισαν τη θέση τους από το εγχείρημα. Παρότι το σενάριο που έπεσε στο τραπέζι για δημιουργία νέου κόμματος από τους «παπανδρεϊκούς» για την ώρα εγκαταλείφθηκε (πιθανότατα για μετά τις ευρωεκλογές), η διάσταση παραμένει και καταγράφεται και στην επιλογή τους να απέχουν από το ευρωψηφοδέλτιο της «Ελιάς».
Η ΔΗΜΑΡ, από την πλευρά της, αποφάσισε να μην πάρει μέρος στην «Ελιά» (παρότι «πρωτοκλασάτα» στελέχη της τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της συμμετοχής στις διεργασίες για τη συγκρότησή της), αλλά να διεκδικήσει να πάρει η ίδια το «πάνω χέρι» στην κούρσα για την ανασύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο παρουσίασε την «Προοδευτική Συνεργασία», το σχήμα δηλαδή που συγκρότησε σε συνεργασία με πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, δοκιμασμένα στην υπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης από θέσεις υπουργών, βουλευτών και ευρωβουλευτών. Στόχος που διακηρύσσεται από τη ΔΗΜΑΡ είναι η διαμόρφωση ενός τρίτου πόλου που θα μπορέσει «να γίνει ο καταλύτης (...) που θα απαλλάξει τους Ελληνες από το αδιέξοδο δίλημμα του διπόλου ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ», στην πραγματικότητα «κάνοντας παιχνίδι» πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο πόλο, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος για κυβερνητική σταθερότητα.
Οι "καταλύτες"
Το θέμα για το σύστημα, βέβαια, είναι ότι κανένα από αυτά τα δύο σχήματα, ούτε του ΠΑΣΟΚ ούτε της ΔΗΜΑΡ, δε φαίνεται ικανό, σε αυτήν τη φάση, να «τραβήξει το κάρο» στην υπόθεση της «κεντροαριστεράς». Κάπου εδώ έρχεται και κολλάει η εμφάνιση του «Ποταμιού», του πιο πρόσφατου δηλαδή σχεδίου που κινείται ουσιαστικά στον ίδιο χώρο, με τον επικεφαλής του Στ. Θεοδωράκη να επιβεβαιώνει συνεχώς την επιδίωξή του να παίξει ρόλο «καταλύτη» στην αναμόρφωση. «Θέλουμε το Ποτάμι να είναι η μαγιά για το καινούργιο» σημειώνει, και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Το δίλημμα μέχρι χθες ήταν αν θα μετακινηθούμε στο δεξιό ή το αριστερό δωμάτιο του παλιού μισογκρεμισμένου σπιτιού. Εμείς αποφασίσαμε να αλλάξουμε σπίτι (...) Να φτιάξουμε ένα άλλο κίνημα που αν πετύχει, θα σπρώξει και το παλιό σύστημα σε ανακαίνιση».
Προσφέροντας ήδη σημαντικές υπηρεσίες σε αυτήν την επιχείρηση της «ανακαίνισης», ανακυκλώνει με τον αέρα του «φρέσκου» την απάτη της ταύτισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τη λαϊκή ευημερία, αναπαράγει όλους τους αποπροσανατολιστικούς ισχυρισμούς ως προς τις αιτίες της κρίσης, καθώς και την προσπάθεια διάχυσης των ευθυνών για την πρόκλησή της στο λαό: «Η Ελλάδα προσπαθεί να βρει το βηματισμό της προς την ανάπτυξη και την ευημερία, κουβαλώντας όμως ακόμα πολλά από τα βαρίδια του παρελθόντος: Ενα μεγάλο δημόσιο χρέος, μια αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, μια αργή δικαιοσύνη, κομματικοποιημένους και λεηλατημένους θεσμούς και μια νοοτροπία άρνησης των ευθυνών, ωχαδερφισμού και καιροσκοπισμού που δεν την αφήνει να προχωρήσει μπροστά», αναφέρεται χαρακτηριστικά στις θέσεις του «Ποταμιού» για την εξωτερική πολιτική.
Στο ίδιο κείμενο, συμβάλλοντας στη συσκότιση του ρόλου της ΕΕ ως αντιδραστικού διακρατικού οικοδομήματος του κεφαλαίου, σημειώνεται πως για όλα ευθύνονται οι «γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των θεσμών της» που την εμποδίζουν «να αναλάβει δράση στο πλευρό του Ευρωπαίου πολίτη, αυτός είναι ο ρόλος τους εξάλλου και ας έχει ξεχαστεί»!
Στο ίδιο κάδρο, εξάλλου, εντάσσεται και η λεγόμενη «πρωτοβουλία των 5 δημάρχων»: Παρότι εμφανίζεται με «αυτοδιοικητικό» μανδύα, οι παρεμβάσεις της επιβεβαιώνουν όλο και περισσότερο ότι αποτελεί και αυτή ένα κομμάτι που πιθανότατα θα παίξει ρόλο στο συνολικότερο ζήτημα της αναμόρφωσης, με σαφές πολιτικό στίγμα και προτάσεις ενίσχυσης της σημερινής αντιλαϊκής πολιτικής, ντυμένο με περιτύλιγμα «νέου», «ακομμάτιστου» και «εκσυγχρονιστικού».
Τα σενάρια μετεξέλιξης της ΝΔ και το "κενό"
Η ανασύνθεση της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας είναι αναμφισβήτητα το βασικό ζητούμενο της αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι έλειψαν οι διεργασίες στα «δεξιά» του αστικού πολιτικού φάσματος. Μετρώντας και τη μεγάλη φθορά του ΠΑΣΟΚ, του κυβερνητικού εταίρου της ΝΔ, και τις δυσκολίες της «Ελιάς», όλο και πιο έντονα έρχεται στην επιφάνεια το τελευταίο διάστημα το σενάριο της μετεξέλιξης της ΝΔ σε μια «νέα» αστική, «φιλοευρωπαϊκή» παράταξη, που θα μπορέσει να ενσωματώσει «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις και εκτός ΝΔ. Μια τέτοια «μετεξέλιξη», αντικειμενικά μπορεί να «κουμπώσει» και με την ανάγκη της αστικής τάξης να έχει στη σημερινή φάση και μια «κεντροδεξιά» προσανατολισμένη στην επιδίωξη της αλλαγής μείγματος διαχείρισης. Στο παραπάνω πλαίσιο εντάσσονται και τα σενάρια περί «Συναγερμού» και συγκρότησης της «Νέας Ελλάδας», που παρουσιάζονται ως σκέψεις του Αντ. Σαμαρά σε αυτήν την κατεύθυνση, με ορίζοντα την περίοδο μετά τις ευρωεκλογές.
Την ίδια στιγμή, και καθώς φαίνεται ότι το κυρίαρχο κομμάτι της αστικής τάξης επιλέγει σε αυτήν τη φάση το «ξήλωμα» της ναζιστικής Χρυσής Αυγής (όπως ακριβώς σε προηγούμενη φάση επέλεξε το «φούσκωμά» της), ένα βασικό ζήτημα που εντοπίζεται ως «κενό» είναι το τι γίνεται στο λεγόμενο «δεξιά της ΝΔ» χώρο, συνολικότερα στο χώρο της λεγόμενης «πατριωτικής δεξιάς». Τα «σπουδαία» σε ό,τι αφορά αυτό το ερώτημα της αναμόρφωσης φαίνεται ότι αναμένονται μετά τις ευρωεκλογές, ωστόσο οι εξελίξεις των τελευταίων βδομάδων στη Χρυσή Αυγή και στους «Ανεξάρτητους Ελληνες», με τις «ανεξαρτητοποιήσεις» βουλευτών και τις κατηγορίες περί «προδοσίας», «αποστασίας» και «κατασκοπείας», όπως και οι κινήσεις του προηγούμενου διαστήματος (π.χ. η δημιουργία της «Ενωσης για την Πατρίδα και το Λαό» του Β. Πολύδωρα), επιβεβαιώνουν ότι και εδώ οι διεργασίες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.

Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη θα επιταχύνουν τις διεργασίες στο σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος: Θα αποτυπώσουν το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στα κόμματα της αστικής διαχείρισης, θα αναδείξουν τις δυνάμεις που θα κρατήσουν τα «σκήπτρα» στην επιχείρηση της αναμόρφωσης, μπροστά και στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές. Ταυτόχρονα, θα μετρηθεί η ικανότητα συνολικά των αστικών κομμάτων να συνεχίσουν να εγκλωβίζουν τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα σε συνθήκες που το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει δυσκολίες.
Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, όλα τα παραπάνω πρέπει να αποτελέσουν ένα ακόμα βασικό κριτήριο ψήφου για το λαό: Θα πρέπει, δηλαδή, να επιλέξει αν θα δώσει, μέσα και από την ψήφο του, τη δυνατότητα στο αστικό πολιτικό σύστημα να βρει το κατάλληλο μοντέλο, τον κατάλληλο συνδυασμό σχημάτων για να συνεχίζει την πολιτική υπέρ του κεφαλαίου. 'Η, αντίθετα, αν θα κάνει επιλογή με κριτήριο τη στάση των κομμάτων απέναντι στην ΕΕ και το κεφάλαιο, αν θα αξιοποιήσει και την εκλογική μάχη, για να οξύνει τη δυσκολία των αστών να ολοκληρώσουν την αναπαλαίωση του πολιτικού σκηνικού, για να τιμωρήσει όλα τα κόμματα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και του ευρωμονόδρομου, ενισχύοντας το ΚΚΕ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις