Ξημερωμα στην Τεχερανη

Γυρνάω πίσω το ρολόι και όσο κι αν έχουν σκουριάσει οι δείκτες της ζωής μου, με κοντά σαράντα χρόνια στην πλάτη από τότε, με βρίσκω στην Τεχεράνη. Σ’ ένα άθλιο από ανέσεις αλλά περιέργως ζεστό ξενοδοχείο δίπλα σε υπερυψωμένες ράγες τρένου που περνάει με εκκωφαντικό θόρυβο ξυστά στο παράθυρό μου. Αποκοτιά δημοσιογραφική. Μαίνεται η Επανάσταση κι η κρίση των ομήρων στην Αμερικάνικη Πρεσβεία μόλις έχει ξεσπάσει. Η Ελευθεροτυπία, η εφημερίδα των 100 συντακτών και μετέπειτα του Τεγόπουλου, έχει αποψιλώσει άλλα φύλλα, κι έχω βρει δουλειά ελεύθερου ρεπόρτερ στην Απογευματινή έχοντας πέντε στόματα να θρέψω, και το γυαλί στην τηλεόραση για μια συντάκτη εξωτερικών ειδήσεων, δεν έχει παρά επιδοματική γκλαμουριά στην τσέπη μου. Λέω στο Θαλή το Δίζελο το διευθυντή, στο ξεκούδουνο, καθώς περιδιάβαινε στα γραφεία, πόσο θάθελα να είμαι στην Τεχεράνη να το ζω το πράγμα από κοντά. Πήγαινε άμα θες και κοτάς μου λέει.
Κείνα τα χρόνια μήτε “pool” (ομαδική αποστολή ενταγμένη σε εξουσιαστικό παράγοντα) ενημέρωση υπήρχε, μήτε γραφείο δημοσίων σχέσεων στην εφημερίδα να κλείνει με πρεσβείες κι άλλα τέτοια, διευκολύνσεις για κανακάρηδες εγχωρίων συγκροτημάτων. Η ζωή παιζόταν, όπως και το θέμα που θα έβγαζες, στα λεφτά που έχεις στην τσέπη. Κι είχα λίγα. Πολύ λίγα γιατί ο Θαλής πήρε την πρωτοβουλία μονάχος του κι εν τέλει στα κρυφά. Αυτές οι δέκα μέρες, οι δικές μου στην Τεχεράνη άλλαξαν τον κόσμο μου, τη δημοσιογραφία μέσα μου, τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και τη δική μου δραστικά.
Η φλασιά της πρώτης Τεχεράνης ―ξαναπήγα δυο φορές μέσα σ’ ένα χρόνο, πριν τελειώσει η κρίση των ομήρων με 100 ώρες τηλεοπτικό υλικό που παίχτηκε στο αμερικάνικο ABC, το οποίο απέστειλε την τότε ΕΡΤ γιατί είχε απαγορευτεί η παρουσία αμερικάνων στο Ιράν― μου ήρθε σα σκοτοδίνη προχτές στο πεζοδρόμιο της ΕΣΗΕΑ. Ημέρα εκλογών του σωματείου, με την υγεία, την επικουρική ασφάλιση και σύνταξη στον αέρα, το προνιακό ταμείο να τα ’χει φτύσει, σ’ έναν γενικό πόλεμο πιο ύπουλο και… δυτικοευρωπαϊκό, απ’ τον έντεχνο εξωτισμό της ταραχώδους Μεγάλης Μέσης Ανατολής που διαφεντεύεται με όρους Λώρενς της Αραβίας ως τα σήμερα… Γιατί η όλη εικόνα, σα δρόμος παζαριού στην Τεχεράνη πίσω στο 1978, ήρθε κι έδεσε με το κουδούνισμα των express news στο κινητό: τζιχαντιστές χτυπάνε στο Ιράν, νεκροί, τραυματίες στη Βουλή και το μνημείο Χομεϊνί.
Έχω κάνει το λάθος και φτάνω ανάμεσα στα τσαντόρ και τα ένοπλα δεκαοχτάχρονα με μια καρώ μάλλινη φούστα, ένα μπουφάν, χαρτί στυλό κι ένα κασετοφωνάκι της συμφοράς, με εξτρά δώρο στον εαυτό μου μια κόντακ ινσταμάτικ. Φτάνω την πρώτη μέρα μπροστά απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία, με κρύο ψόφο και τρομάζω. Καμιά πεντακοσαριά δημοσιογράφοι, κάμερες, άντρες ντερέκια, μπροστά στα κάγκελα, ουρλιάζουν σ’ όλες τις γλώσσες της Βαβέλ. Ούτε στα εκατό μέτρα δεν πλησίασα. Μετά από εφτά οχτώ ώρες και καθώς κανείς δεν μπήκε ποτέ μέσα, σκορπίσαμε. Γύρισα στο δωμάτιο κι έκλαψα πικρά. Το πρωί, ξύπνησα στις πέντε κι έφτασα στην σιδερόφραχτη πύλη στις πεντέμιση. Σκοτάδι, χιονιάς και δυό νεαροί μουτζαχεντίν φύλακες με αυτόματα κι ένα κασκόλ ποδοσφαιρικό ―του Ηρακλή μου φάνηκε γαλάζιο άσπρο κι η φάτσα του έφερνε στο Χατζηπαναγή― με κοιτάνε καχύποπτα. Περπατάω αργά πάνω κάτω, καπνίζω και μου παίρνει πάνω από μισή ώρα να πλησιάσω στα δέκα μέτρα. Νέα, γυναίκα, με ακάλυπτο κεφάλι κι ένα κασκόλ, μοιάζω με ούφο που δικαιούται πυροβολισμό. Ακίνδυνη μ’ έκανε το τσιγάρο, αφού κι οι φρουροί έβαλαν να καπνίζουν. Όταν άρχιζαν να φτάνουν οι συνάδελφοι, κατά τις δέκα, μ’ έβρισκαν κάθε μέρα εκεί, πρώτο τραπέζι πίστα κολλημένη στα κάγκελα, αφού κατάφερα το τρίτο ξημέρωμα να πω στα ιρανικά «χαμπάρ νεγκμπάρ γιουνανί» υπηρεσία ειδήσεων ελληνική.
Έβλεπα μέσα. Προαύλιο. Πιτσιρίκια ένοπλα. Την πέμπτη μέρα με άφηναν να ακουμπάω στα κάγκελα και στη φρουρά εντός είχαν προστεθεί και γυναίκες δυό, με τσαντόρ και όπλο στη ζώνη. Οι πρώτοι ξένοι συνάδελφοι που φτάνανε με κοιτάζανε σα να ήμουν τρελή. Κάνα δυό αμερικάνοι και κάτι γαλλάκια προσπαθούσαν να με πείσουν να μην ξεπαγιάζω άδικα, είχαν κονέ,  ήξεραν, κανένας δεν θα έμπαινε. Τα τσακάλια με ψάρευαν, τι είδα, πόσοι είναι, ποιος μπήκε κι άλλα τέτοια. Ούτε ένας δεν ήρθε ξημέρωμα να με… ανταγωνιστεί.
Την έβδομη μέρα σε άπταιστα αγγλικά με ρωτάνε οι εντός μουτζαχεντίν πώς με λένε και για ποιόν γράφω. Λάτρεψα την αλήθεια της μοναξιάς μου λέγοντάς την. Ήθελα να μάθω ποιοί είναι. Στις 12 το μεσημέρι, σπρωγμένη απ’ τους ωρυόμενους συναδέλφους στα κάγκελα, δίπλα μου έχω το χιλιοβραβευμένο Μπεχράκη το φωτορεπόρτερ, μου κάνουν νόημα από μέσα. Μου λένε ότι θα μπω. Μόνη μου. Μέσα. Να μιλήσω με την επαναστατική φρουρά! Οι πίσω μου πιέζουν και βρίζουν. Προσπαθώ να πάρω το φωτογράφο μαζί μου ως έλληνα, και τρέμω. Δεν μ’ αφήνουν. Θα θυμάμαι ως να πεθάνω που μου κρέμασε στον ώμο δυό απ’ τις καλύτερες μηχανές του και μου είπε να τραβήξω αν μπορώ φωτογραφία. Δυό τράβηξαν με τις μηχανές του οι ιρανοί κι η μία έπαιξε με το ασοσιέητεντ πρες σ’ όλο τον κόσμο πλην ελληνικών εφημερίδων. Την ώρα που έμπαινα άκουσα στ’ αγγλικά να ουρλιάζει κάποιος απ’ το πλήθος των δημοσιογραφικών τεράτων, «”ποιά είναι η πουτάνα που μπαίνει μέσα;» Η συνέντευξη έπαιξε στα βραχέα διεθνώς. Ο ένας εκ των συνομιλητών μου έγινε μετά πρόεδρος του Ιράν. Αζαντί σημαίνει ελευθερία στα πέρσικα και δεν το ξέχασα ποτέ.
Όταν ρώτησα φεύγοντας γιατί με διάλεξαν, μου είπαν ότι ήμουν ελληνίδα, επίμονη και γενναία υπομονετική, τους εμπιστεύτηκα και μ’ εμπιστεύτηκαν, ζυγιάζοντας την πρόθεση στο παγωμένο ξημέρωμα που άρχιζε μαζί με τις φάμπρικες, τις άλλες, εκτός των ειδήσεων. Πρωτοσέλιδο δεν έγινε στην Αθήνα. Μόνο στο εξωτερικό. Τότε υπήρχε κρίση στη αγορά λαχανικών και μ’ έφαγαν τα κολοκυθάκια. Π.Τ. στο δικό μου λεξιλόγιο σημαίνει προ Τεχεράνης και Μ.Τ. αντιστοίχως. Αν ποτέ μαζέψω τις φλασιές π και μ της ζωής μου, θα στήσω βιβλίο εδώ στην Κατιούσα για τις ώρες του διαδικτυακού χειμώνα, σα γεροτζιχάντ μιας δουλειάς που αγάπησα όσο και τη ζωή…
ΥΓ. Στην Τεχεράνη ορκίστηκα να μην ξαναφορέσω φούστα κι έτσι επέζησα εκεί, αλλά κι εδώ. Όμως αυτό είναι άλλη μικρή ιστορία…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις