ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ: Καταγραφει την "υποχρησιμοποιηση εργατικου δυναμικου" απο τη σκοπια του κεφαλαιου

Η ανεργία, σε όλες τις εκφάνσεις της,
είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό
και η όποια ανάκαμψη των καπιταλιστικών
κερδών δεν πρόκειται να την απορροφήσει
Στο πλαίσιο της μόνιμης ενασχόλησης των αστικών επιτελείων της ΕΕ με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και την «αξιοποίηση» του εργατικού δυναμικού από το κεφάλαιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε ανάλυση που δημοσιεύεται στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της (Economic Bulletin, 3/2017), κάνει λόγο για «χαλαρότητα στην αγορά εργασίας» στην ΕΕ, από τη σκοπιά της «υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού», παρά τους καταγραφόμενους ρυθμούς ανάκαμψης.
Συγκεκριμένα, σημειώνοντας ότι τα ποσοστά της επίσημης ανεργίας δεν επαρκούν για να αποδώσουν την πραγματική κατάσταση στην αγορά εργασίας (γεγονός γνωστό, βέβαια, αφού τα ίδια τα αστικά επιτελεία της ΕΕ έχουν σχεδιάσει τους σχετικούς δείκτες της Eurostat με τρόπο τέτοιο που να συγκαλύπτουν το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας), η ανάλυση της ΕΚΤ επισημαίνει ότι αν στους επίσημα ανέργους συνυπολογιστούν οι υποαπασχολούμενοι και οι «μη ενεργά αναζητούντες εργασία», τότε το σχετικό ποσοστό ανεβαίνει στο 18% του εργατικού δυναμικού των χωρών της Ευρωζώνης. Φτάνει δηλαδή σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το επίπεδο που αποτυπώνουν τα επίσημα ποσοστά ανεργίας, σύμφωνα με τα κριτήρια της Eurostat (9,5%).
Φυσικά, δεν πήρε ξαφνικά ο «πόνος» την ΕΚΤ να αποτυπώσει τα πραγματικά μεγέθη της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Αλλωστε, και τα στοιχεία που η ίδια καταγράφει, π.χ. τα στοιχεία για την υποαπασχόληση, όπως σημειώνεται αναλυτικότερα παρακάτω, δεν αποδίδουν την πραγματική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι.
Αυτό που βασικά απασχολεί τα αστικά επιτελεία είναι ο βαθμός αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού από το κεφάλαιο, καθώς η εργατική δύναμη είναι ο μοναδικός παραγωγός της υπεραξίας, δηλαδή της πηγής των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αντίστοιχες καταγραφές γίνονται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τις παραπομπές της ανάλυσης της ΕΚΤ να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων δημοσίευση στο οικονομικό δελτίο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), με τίτλο «Μέτρηση της χρήσης πόρων στην αγορά εργασίας».
Ο προβληματισμός των αστικών επιτελείων δεν είναι στον αέρα, αντανακλά μια αντικειμενική εξέλιξη: Τα τεράστια επιτεύγματα στην επιστήμη και την τεχνολογία, οι εφαρμογές τους στην παραγωγή, ενώ δίνουν αντικειμενικά τη δυνατότητα για γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν σε γενικευμένη αύξηση της εργασιακής «ευελιξίας», σε σταθερά μεγάλα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης, όχι μόνο στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ των προβληματισμών των σχετικών ερευνών και αναλύσεων των αστικών επιτελείων που καταγράφουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης κτλ., με «διάρκεια» και σχετική «αντοχή» μάλιστα, παρά τους καταγραφόμενους ρυθμούς αναιμικής ανάπτυξης, είναι η «απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου», οι επιπτώσεις στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, όπως π.χ. η μη μεταφορά εργασιακής εμπειρίας από τη μια γενιά εργατών στην άλλη, η αδυναμία του ανέργου που απουσιάζει μεγάλο διάστημα από την παραγωγή να ανταποκριθεί στη διαρκή εξέλιξή της. Ζητήματα που με τη σειρά τους επιδρούν στην αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους. Οχι λιγότερο τους απασχολεί όμως και το ζήτημα της διαχείρισης της φτώχειας και της εξαθλίωσης που εντείνουν η ανεργία και η υποαπασχόληση, η προσπάθεια αυτές να μην γίνονται ανεξέλεγκτες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εργατικές - λαϊκές αντιδράσεις.
Στοιχεία που αντανακλούν αντικειμενικές τάσεις του καπιταλισμού
Με βάση τα παραπάνω, η ανάλυση της ΕΚΤ επισημαίνει ότι «ο δείκτης του ποσοστού ανεργίας βασίζεται σε έναν μάλλον στενό ορισμό της υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού». Θυμίζουμε ότι με βάση τα κριτήρια της Eurostat και των στατιστικών υπηρεσιών των κρατών - μελών της ΕΕ, δεν θεωρούνται άνεργοι όσοι έχουν δουλέψει έστω και μία ώρα (!) κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς, όσοι ψάχνουν για δουλειά αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα, καθώς και όσοι δεν ψάχνουν «ενεργά» για δουλειά, αφού δεν μπορούν να βρουν.
Από τη μεριά της η ΕΚΤ υιοθετεί έναν ευρύτερο δείκτη για αυτό που ονομάζει «χαλαρότητα στην αγορά εργασίας». Ο δείκτης αυτός συμπεριλαμβάνει στους επίσημα ανέργους εκείνους που παρότι είναι διαθέσιμοι δεν ψάχνουν για δουλειά («κυρίως "απογοητευμένους"», τους χαρακτηρίζει η ΕΚΤ), τους ανέργους που αναζητούν εργασία αλλά δεν μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα, καθώς και τους υποαπασχολούμενους που «δουλεύουν λιγότερες ώρες από αυτές που θα ήθελαν».
Τις πρώτες δύο κατηγορίες η ΕΚΤ τις υπολογίζει στο 3,5% του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας, ενώ την τρίτη κατηγορία την υπολογίζει σε ένα επιπλέον 3%. Ετσι, η ΕΚΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι περίπου το 18% του εργατικού δυναμικού στην Ευρωζώνη είναι άνεργο ή υποαπασχολούμενο, ποσοστό «σχεδόν διπλάσιο από το επίπεδο που αποτυπώνεται στο ποσοστό ανεργίας, που τώρα είναι στο 9,5%».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η υποαπασχόληση είναι πολύ μεγαλύτερη: Η ανάλυση της ΕΚΤ αναφέρει ότι στην Ευρωζώνη «υπάρχουν 7 εκατομμύρια μερικώς απασχολούμενοι». Ομως, σύμφωνα με τη Eurostat, οι μερικώς απασχολούμενοι στην Ευρωζώνη το 2016 έφταναν σχεδόν τα 30 εκατομμύρια, και από αυτούς - ακόμα και με τα κριτήρια των αστικών επιτελείων - σχεδόν οι μισοί θα ήθελαν να δουλέψουν πιο πολλές ώρες. Ετσι, φαίνεται ότι το πραγματικό ποσοστό των μερικώς απασχολουμένων που θέλουν πλήρη απασχόληση είναι πολύ μεγαλύτερο από το 3% που υπολογίζει η ΕΚΤ.
Σε κάθε περίπτωση, έχουν σημασία μια σειρά τάσεις που καταγράφει η ΕΚΤ:
«Η μερική απασχόληση αυξάνεται στις οικονομίες των περισσσότερων χωρών της Ευρωζώνης για πάνω από μια δεκαετία», αναφέρει, προσθέτοντας ότι παρά την αύξηση της απασχόλησης τα τελευταία δύο χρόνια, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης είναι υψηλά.
Σημειώνει επίσης ότι αυτός ο ευρύτερος δείκτης για την «υποχρησιμοποίηση» του εργατικού δυναμικού, στα χρόνια της ανάκαμψης, παρουσιάζει πιο αργή μείωση σε σχέση με τη μείωση του επίσημου ποσοστού ανεργίας. Καταγράφονται μάλιστα σημαντικές διαφορές μεταξύ ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ, αντανακλώντας και τις συνολικότερες εντεινόμενες ανισομετρίες μεταξύ τους. Ετσι, ενώ στη Γερμανία, σύμφωνα με την ΕΚΤ, από το 2013 σημειώνεται μείωση και των ποσοστών ανεργίας και του δείκτη που μετρά συνδυαστικά ανεργία και υποαπασχόληση, στη Γαλλία και την Ιταλία ο δείκτης που μετρά συνδυασμένα ανεργία και υποαπασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται και κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης. Στην Ισπανία και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αν και εμφανίζονται κάποιες μειώσεις στο σχετικό δείκτη, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι τα επίπεδα ανεργίας και υποαπασχόλησης παραμένουν πολύ πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα.
Καμιά στοίχιση πίσω από τους "εθνικούς στόχους" του κεφαλαίου
Τα παραπάνω στοιχεία, ακόμα και με τα κριτήρια που θέτουν τα αστικά επιτελεία, επιβεβαιώνουν ότι η μεγάλη άνοδος των ελαστικών μορφών εργασίας, η προσωρινότητα στην απασχόληση, οι συχνές εναλλαγές μεταξύ περιόδων εργασίας και ανεργίας, δεν είναι συγκυριακά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κρίσης. Αποτελούν προϋποθέσεις για τη στήριξη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστών και ως τέτοιες θα παραμένουν στα ύψη, θα αποτελούν την «κανονικότητα» και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, χαρακτηριστικές ως προς αυτό είναι οι προβλέψεις των αστικών επιτελείων για διατήρηση υψηλών ποσοστών ανεργίας για πολλά χρόνια μπροστά, ακόμα και αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάκαμψης, όπως και η προ τριών μηνών εκτίμηση και τοποθέτηση του ΣΕΒ ότι τα υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης δεν πρόκειται να «ανατραπούν ριζικά υπέρ της πλήρους απασχόλησης καθώς βγαίνει η χώρα από την κρίση», γιατί «προσκρούουν στη διεθνή τάση για αύξηση του ποσοστού της ελαστικής απασχόλησης και των νέων μορφών εργασίας. Αν μη τι άλλο, οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα νέα παραγωγικά μοντέλα έρχονται να ανατρέψουν σε σημαντικό βαθμό τις σταθερές στον κόσμο της εργασίας, οι δε επιχειρήσεις που δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν τον διεθνή ανταγωνισμό στις αλλαγές αυτές θα κινδυνεύουν να κλείσουν».
Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να στοιχηθούν πίσω από τους «εθνικούς στόχους» του κεφαλαίου, η επίτευξη των οποίων έχει ως προϋπόθεση την επίθεση διαρκείας στη ζωή και τα δικαιώματά τους. Η ανεργία, σε όλες τις εκφάνσεις της, είναι σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και η όποια ανάκαμψη επέλθει στην καπιταλιστική οικονομία δεν πρόκειται να την απορροφήσει, ούτε να επιφέρει επιστροφή στην προ κρίσης περίοδο, σε ό,τι αφορά τις βασικές κατακτήσεις και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης που αποσπάστηκαν στον 20ό αιώνα.
Αντίθετα, το σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με τα τεράστια επιτεύγματα της επιστήμης και τις εφαρμογές τους σε όλους τους τομείς, με την άνοδο της παραγωγικότητας, επιβεβαιώνει την αντικειμενική δυνατότητα για εξάλειψη της ανεργίας και ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων, με ταυτόχρονη μείωση του εργάσιμου χρόνου, αρκεί οι εργαζόμενοι με την αποφασιστική πάλη τους να βγάλουν από τη μέση το μοναδικό εμπόδιο: Την εξουσία του κεφαλαίου, την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το καπιταλιστικό κέρδος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις