ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Ξαναζεσταμένη "σοσιαλδημοκρατική" σούπα ως εργαλείο χειραγώγησης του λαού

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χάνει την ευκαιρία να σπείρει αυταπάτες, για ακόμη μια φορά, για τις «προοδευτικές» δυνάμεις που θα φέρουν την αλλαγή στην ΕΕ
Ο Μ. Σουλτς και η Αγκ. Μέρκελ
Το «γαϊτανάκι» δηλώσεων και «αντιδηλώσεων» μεταξύ των Γερμανών υπουργών Οικονομικών χριστιανοδημοκράτη, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και Εξωτερικών και αντικαγκελάριου σοσιαλδημοκράτη, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, την περασμένη βδομάδα, φανερώνει τη γνωστή ενδοαστική κόντρα: Ποιο «μείγμα» διαχείρισης θα εξασφαλίσει καλύτερα την κερδοφορία των γερμανικών μονοπωλίων σε μια περίοδο που η συνοχή της ΕΕ κλυδωνίζεται και η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας δεν έχει δυναμική. Ενα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο σε αυτήν την «εμφύλια» διαμάχη, μεταξύ των εκπροσώπων του γερμανικού κεφαλαίου: Η επίθεση στον γερμανικό λαό και όλους τους λαούς της Ευρώπης θα ενταθεί ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.
Με αφορμή την επίσκεψη του Γερμανού ΥΠΕΞ στην Ελλάδα (23 - 24 Μάρτη), ο Ζ. Γκάμπριελ αναφέρθηκε στην προοπτική χορήγησης περισσότερης βοήθειας στην Ελλάδα, αλλά και στην αύξηση της χρηματοδότησης στην ΕΕ συνολικά. Από την πλευρά του, ο Β. Σόιμπλε απάντησε ότι αυτό «κινείται σε εντελώς λάθος κατεύθυνση», καθώς «έδωσε στους Ελληνες ένα μήνυμα που (...) μάλλον τους δυσκολεύει περισσότερο να λάβουν τις σωστές αποφάσεις». Είπε, ακόμη, ότι «η Ελλάδα μπορεί να μείνει στην Ευρωζώνη, μόνο αν έχει μία ανταγωνιστική οικονομία», δίνοντας έμφαση ότι «πρέπει να υλοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και χρειάζεται χρόνο για αυτό, ο οποίος θα δοθεί».
Καμία "χαλάρωση" της αντιλαϊκής επίθεσης
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες (SPD), που συγκυβερνούν με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) στον «μεγάλο συνασπισμό», εμφανίζονται υπέρ μιας «δημοσιονομικής χαλάρωσης» ως συνταγή που θα βοηθήσει στην καπιταλιστική ανάκαμψη, στην ανταγωνιστικότητα, στις επενδύσεις των επιχειρηματικών ομίλων. Κατηγορούν δε τους χριστιανοδημοκράτες (τον Σόιμπλε) ότι η δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούν θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της Ευρωζώνης. Οπως είπε ο Ζ. Γκάμπριελ - που σημειωτέον ήταν υπουργός Οικονομίας μέχρι πρότινος - σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» (26 Μάρτη) «η ανάπτυξη δεν πρέπει να στραγγαλίζεται μέσω υπερβολικά αυστηρών δημοσιονομικών στόχων» και πως χρειάζεται αρκετός χρόνος «για τη μείωση των ελλειμμάτων». Πρόκειται για τη γνωστή ενδοαστική συζήτηση πως μια μείωση των απαιτούμενων πλεονασμάτων από την Ελλάδα (3,5% του ΑΕΠ) θα εξασφάλιζε περισσότερο κρατικό χρήμα για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Λόγια, που ίσως ηχούν ωραία (ή έστω το «μικρότερο» κακό), αλλά τι σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους άνεργους; Οτι όχι μόνο τα αντιλαϊκά μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν «μέχρι κεραίας», αλλά και ότι θα παρθούν και νέα, προκειμένου να αναπτύσσεται η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων. Ετσι, ο Ζ. Γκάμπριελ υπερασπίστηκε τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, λέγοντας πως «χρειαζόμαστε κάθε φορά τα σωστά κίνητρα, τις σωστές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, προκειμένου η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται». «Χωρίς τη βεβαιότητα μιας επιτυχούς συνέχισης του προγράμματος προσαρμογής, η ανάκαμψη δεν θα καταστεί βιώσιμη», πρόσθεσε. Μάλιστα «είναι απαραίτητη η υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων», για να μην πάνε ...χαμένες οι «θυσίες των Ελλήνων»!
Αλλωστε, η όποια «επιπλέον βοήθεια» στην Ελλάδα και την ΕΕ υπαινίχθηκε ο Γερμανός ΥΠΕΞ δεν αφορά τη «χαλάρωση» της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά κίνητρα στο κεφάλαιο για επενδύσεις: «Αυτός που πραγματικά μεταρρυθμίζει τη χώρα του θα πρέπει (...) να λαμβάνει βοήθεια στις επενδύσεις», πρόσθεσε στην ίδια συνέντευξη. Τέτοια κίνητρα είναι φοροαπαλλαγές - ελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, τη στιγμή που η φοροεπιδρομή στα λαϊκά στρώματα εντείνεται, μείωση του μισθολογικού και του μη μισθολογικού «κόστους», περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες, ώστε περισσότερο κρατικό χρήμα να κατευθύνεται ποικιλοτρόπως στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Αυτή η ενδοαστική «κόντρα» ξεδιπλώνεται και οξύνεται στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα στην Ευρωζώνη, αλλά και στο φόντο των γερμανικών βουλευτικών εκλογών στις 24 Σεπτέμβρη φέτος. Οι δύο κυβερνητικοί εταίροι προσπαθούν τώρα να «χωρίσουν τα τσανάκια τους» και να χειραγωγήσουν τον γερμανικό λαό, ώστε η δυσαρέσκεια για την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ να εγκλωβιστεί στα ίδια παλιά «λημέρια». Σε αυτό το πλαίσιο, «δουλεύεται» και ο λεγόμενος «κόκκινος - κόκκινος - πράσινος» συνασπισμός, δηλαδή ένας ενδεχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με το σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα «Αριστερά» και τους «Πράσινους».
Ο νέος ..."σωτήρας" Σουλτς
Η ένταση της ενδοαστικής ενδοκυβερνητικής αντιπαράθεσης - ειδικά μετά την ανάδειξη του «άφθαρτου» Μάρτιν Σουλτς (σχετικά μακριά από την εσωτερική πολιτική σκηνή, αφού ήταν πρόεδρος του Ευρωκονοβουλίου) - επιχειρεί να παρουσιάσει τους Σοσιαλδημοκράτες ως «σωτήρες του κοινωνικού κράτους» στη Γερμανία αλλά και στην ΕΕ.
Ο σοσιαλδημοκράτης αστός πολιτικός μιλά για «κοινωνική δικαιοσύνη», χωρίς όμως να αμφισβητεί την τρέχουσα αντιλαϊκή πολιτική. Παράλληλα, δεν παραλείπει να υποσχεθεί «κοινωνική ειρήνη», αναφερόμενος στην ιστορική «ικανότητα» της σοσιαλδημοκρατίας να βάζει αναχώματα στη ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων. Δίνοντας τους βασικούς άξονες του προγράμματός του εάν εκλεγεί στην καγκελαρία, αναφέρει: «Ενίσχυση της ΕΕ, εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος ανδρών - γυναικών, πλαφόν στα εισοδήματα για κορυφαία στελέχη, επενδύσεις σε υποδομές και Παιδεία. Τα πλεονάσματα του γερμανικού προϋπολογισμού να αξιοποιηθούν για δημόσιες επενδύσεις και όχι για φοροαπαλλαγές ή αποπληρωμή του γερμανικού χρέους». Επιπλέον, κάνει λόγο για «μετριοπαθείς αυξήσεις» στον αμυντικό προϋπολογισμό της Γερμανίας και δεσμεύεται να διατηρήσει τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών Ζ. Γκάμπριελ σε μία μελλοντική κυβέρνηση, όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν οι σοσιαλδημοκράτες.
Οσο για την πολυδιαφημισμένη πρόταση Σουλτς για τους άνεργους, αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά επέκταση του επιδόματος ανεργίας για όσους συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης κι επανεκπαίδευσης. Δηλαδή, προσαρμογή της εργασίας στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων για μεγαλύτερη εξειδίκευση και άνοδο της παραγωγικότητας.
Παράλληλα, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες σε όλες τις χώρες της ΕΕ και στη Γερμανία διαγκωνίζονται για το ποιος είναι καλύτερος εγγυητής της ενίσχυσης της ένωσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, ιδιαίτερα σε θέματα ασφάλειας, αμυντικής πολιτικής κ.λπ. «Θέλουμε να συνεργαστούμε πολύ στενότερα στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής ασφάλειας και της άμυνας στην Ευρώπη, γιατί μελλοντικά θα κληθούμε να αναλάβουμε περισσότερη ευθύνη», υπογράμμισε ο Ζ. Γκάμπριελ, φέρνοντας ως παραδείγματα τους ανταγωνισμούς στα Βαλκάνια και τη «σταθερότητα» στην περιοχή της Νότιας Μεσογείου. Ο Ιταλός νεοφιλελεύθερος Α. Ταγιάνι, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δήλωσε («Καθημερινή») πως «κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν διαθέτει από μόνο του την ισχύ να διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία». Επιπλέον, «απαιτείται κοινή στρατηγική που θα εστιάζει στην ανάπτυξη της Αφρικής (...) Ενα σχέδιο Μάρσαλ για την Αφρική», αποτύπωσε, δηλαδή, το «ενδιαφέρον» των ευρωπαϊκών μονοπωλίων να πατήσουν πιο αποφασιστικά πόδι, σε σύγκρουση με άλλα καπιταλιστικά κράτη που ήδη βρίσκονται εκεί, όπως η Κίνα.
Χειροκροτούν οι ντόπιοι σοσιαλδημοκράτες
Η εκλογή του Μ. Σουλτς στην ηγεσία του κόμματος και η υποψηφιότητά του για την καγκελαρία αξιοποιούνται δεόντως και από την ντόπια νέα σοσιαλδημοκρατία, τύπου ΣΥΡΙΖΑ, που έσπευσε να «χαιρετίσει», μέσω του ευρωβουλευτή του, Δ. Παπαδημούλη«μια προοδευτική στροφή στη Γερμανία», που «θα έχει θετικές επιπτώσεις στην πορεία της ΕΕ και την Ελλάδα».
Από τη μεριά του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Σταθάκης, δήλωσε την περασμένη βδομάδα στην «Handelsblatt»: «Πολλοί Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι εφόσον ο Μάρτιν Σουλτς εκλεγεί καγκελάριος θα προσαρμόσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το χρέος». Δηλαδή ότι μια κυβέρνηση με σοσιαλδημοκρατικό πυρήνα θα συμφωνήσει σε μια ενδεχόμενη «διευθέτηση» του χρέους, με μείωση επιτοκίων για την Ελλάδα, αύξηση του χρόνου αποπληρωμής κ.λπ., κάτι που αρνούνται σήμερα οι Χριστιανοδημοκράτες. Βέβαια και αυτό ακόμη κι αν συνέβαινε δεν έχει κανένα «φιλολαϊκό» αντίκρισμα. Αφορά πάλι τα κίνητρα που θα μπορεί να δώσει το καπιταλιστικό κράτος στις μεγάλες επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι μικρότερο μέρος των πλεονασμάτων θα πηγαίνει για αποπληρωμή τόκων και χρέους. Τα υπόλοιπα κίνητρα, δηλαδή φτηνή κι ευέλικτη εργατική δύναμη, ξεζούμισμα του λαού μέσω της φορολογίας κ.λπ., είναι αδιαπραγμάτευτα. Το πόσο ...«προοδευτικές» είναι τέτοιες θέσεις για το χρέος, φαίνεται και από το γεγονός ότι και η ΝΔ τις υιοθετεί και θα τις διαπραγματευτεί αν γίνει κυβέρνηση. Το γνωστό «τροπάρι» ότι η ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία, η ΕΕ, «θα αλλάξει από τα μέσα» με την άνοδο κάποιων υποτιθέμενων προοδευτικών δυνάμεων, που είναι ορκισμένοι εχθροί των λαών και εκπρόσωποι των μονοπωλιακών ομίλων. Τα ίδια έλεγαν και για τον Γάλλο πρώην Πρόεδρο Φρ. Ολάντ, για τον Μ. Ρέντζι στην Ιταλία περί «ανέμου αλλαγής» και πάει λέγοντας - ακόμη και για τον Γ. Παπανδρέου άφηναν να εννοηθεί ότι μπορεί να κάνει και κάποια «θετικά» και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε «προγραμματική» αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με μια ενδεχόμενη επικράτηση του Μ. Μακρόν, πρώην υπουργού του σοσιαλδημοκράτη Φρ. Ολάντ, που κατεβαίνει σαν «ανεξάρτητος κεντρώος» στις γαλλικές εκλογές (23 Απρίλη ο πρώτος γύρος και 7 Μάη ο δεύτερος), είναι βέβαιο ότι οι προσπάθειες χειραγώγησης του ελληνικού και των άλλων ευρωπαϊκών λαών θα «φουντώσουν».
Η ρητορική τους περί «προοδευτικών δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας» μυρίζει «ναφθαλίνη». Είναι τόσο παλιά, όσο και το εκμεταλλευτικό σύστημα που υπερασπίζονται και στοχεύει στο να σπείρει νέες αυταπάτες στους λαούς, να τους κάνει να κυνηγάνε χίμαιρες. Εχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει διαχείριση προς όφελος και των επιχειρηματικών ομίλων και των εργατών. Με οποιοδήποτε «μείγμα», στο πλαίσιο του καπιταλισμού, χαμένοι θα είναι πάντα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα και δεν θα μπορούν να ικανοποιήσουν τις διευρυνόμενες σύγχρονες ανάγκες τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις