Οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η στάση των κομμουνιστών

Έχει περάσει ένας αιώνας απ’ την ιστορική θεωρητική διαπάλη μεταξύ του Λένιν και του Κάουτσκι σχετικά με τον ορισμό που προσδιορίζει το κοινωνικό-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού, καθώς και για τη θεωρία του «υπεριμπεριαλισμού». Είναι γνωστή η σφοδρή πολεμική του Λένιν στη θέση του Κάουτσκι για τον ιμπεριαλισμό, ως πολιτική που προτιμούν οι ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, για να κυριαρχούν στις ασθενέστερες αγροτικές χώρες και γενικότερα η κριτική του στην απόσπαση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής απ’ την οικονομική της βάση, την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Γνωστή είναι επίσης η κριτική του Λένιν στην οπορτουνιστική θέση, πως η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας διεθνώς οδηγεί στον υπεριμπεριαλισμό, σε μια τόσο μεγάλη αλληλεξάρτηση των συμφερόντων των αστικών τάξεων των διάφορων χωρών, ώστε να αποτελεί μονόδρομο η ειρηνική επίλυση των διαφορών τους, η σύναψη ιμπεριαλιστικών συμφωνιών που οδηγούν στο σχηματισμό μιας ενιαίας, ειρηνικής, οργανωμένης παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ολόκληρη η ιστορία του 20ού αιώνα, το ξέσπασμα δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών πολέμων και πλήθος μικρότερων επιβεβαίωσαν την ορθότητα της λενινιστικής θεωρητικής προσέγγισης. Ωστόσο, όπως θα δούμε, η οπορτουνιστική αντίληψη παραμένει ισχυρή, γεγονός που υπογραμμίζει την επικαιρότητα της συγκεκριμένης ιστορικής διαπάλης στις σύγχρονες συνθήκες. 
1. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΟΥΤΣΚΙ
Στις γραμμές του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος παραμένουν σήμερα ισχυρές μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις και επεξεργασίες που στην ουσία αντιλαμβάνονται τον ιμπεριαλισμό κυρίως ως εξωτερική πολιτική, ως ξένη, εξωτερική εισβολή και επικυριαρχία ενός ισχυρότερου αστικού κράτους απέναντι σ’ ένα ασθενέστερο. Αυτές οι επεξεργασίες συχνά προβάλλουν τις υπαρκτές ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιθέσεις και επεμβάσεις των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, τη διείσδυση ξένων μονοπωλίων για εκμετάλλευση και έλεγχο της αγοράς μιας χώρας ή μιας ευρύτερης περιοχής, αποσπασμένα από το κοινωνικό-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού, ως τελευταίου ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού.
Αυτές οι αντιλήψεις περιορίζουν το εργατικό κίνημα σε μια επιφανειακή καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και ταυτόχρονα προβάλλουν λαθεμένα τη δυνατότητα κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με αστικές δυνάμεις, με στόχο το ξεπέρασμα της καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας και την ουσιαστική κατάκτηση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Έτσι ο στόχος της αναβάθμισης της θέσης μιας καπιταλιστικής χώρας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ένας στόχος που οδηγεί στην ταξική συνεργασία, προβάλλεται ως «αντιιμπεριαλιστικός», εμφανίζεται ως ριζοσπαστικός στόχος πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση.
Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η προβολή της λενινιστικής θέσης για τον ιμπεριαλισμό, ως αντιδραστικής εποχής του καπιταλισμού που σαπίζει και πεθαίνει, με ενιαία χαρακτηριστικά για όλα τα κράτη του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, είτε είναι ασθενέστερα είτε ισχυρότερα κάποια χρονική στιγμή.
Ενιαία γνωρίσματα που αφορούν την κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταιριών και την όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, το σχηματισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου, την αύξηση της σημασίας της εξαγωγής κεφαλαίου σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, την πάλη για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των εδαφών μεταξύ ιμπεριαλιστικών κρατών και διεθνών μονοπωλιακών ομίλων.
Η κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταιριών οδηγεί στην απομάκρυνση, στο διαχωρισμό της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας απ’ τη διεύθυνση και οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής και αποτελεί την οικονομική βάση αύξησης του παρασιτικού ρόλου της αστικής τάξης σε κάθε καπιταλιστικό κράτος. Επικίνδυνα παράσιτα κερδίζουν καθημερινά απ’ την αγοραπωλησία μετοχών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, χωρίς καμιά άλλη σχέση με τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Ο παρασιτισμός, ο όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, χαρακτηρίζουν όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα απ’ τη θέση τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Παράλληλα η ενίσχυση της τάσης εξαγωγής κεφαλαίου επιταχύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται και συμβάλλει μαζί με την ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων στη γρήγορη αλλαγή συσχετισμού μεταξύ κρατών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, σύμφωνα με το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης.
Ο Λένιν ανέδειξε στο έργο του ότι στις αρχές του 20ου αιώνα μια μικρή ομάδα κρατών κατείχε ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά χάρη στα τραστ, στα καρτέλ, στις διακρατικές σχέσεις κρατών πιστωτών – κρατών οφειλετών. Φώτισε την αύξηση της ισχύος που αποκτούν τα συγκεκριμένα κράτη τα οποία παίζουν το ρόλο του πιστωτή, του τοκογλύφου, του εισοδηματία (Rentnerstaat) σε σχέση με τα κράτη οφειλέτες. Εστίασε επίσης στην ομάδα ισχυρών κρατών που κατείχαν αποικίες στην εποχή του. Ακολουθώντας την λενινιστική μέθοδο πρέπει να εξετάζουμε τις σύγχρονες μεταβολές, τις θέσεις των κρατών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σήμερα περίπου 200 κράτη έχουν κατακτήσει την πολιτική τους ανεξαρτησία. Λόγω της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών είναι σύμφυτες με το ιμπεριαλιστικό σύστημα και η μεταβολή του συσχετισμού των κρατών είναι συνεχής. Επομένως δεν μπορεί ν’ αποτελέσει στόχο πάλης των κομμουνιστών η διασφάλιση ισότιμων σχέσεων μεταξύ αστικών κρατών, σε καπιταλιστικό έδαφος.
Στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ανισότιμης αλληλεξάρτησης του συνόλου των καπιταλιστικών κρατών. Ισχυρά κράτη – πιστωτές του 20ου αιώνα έχουν μετατραπεί σήμερα σε κράτη - οφειλέτες (πχ το μεγάλο σημερινό κρατικό χρέος των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας), ενώ η Κίνα είναι σήμερα κράτος – πιστωτής. Η μεταβολή της ισχύος της Βρετανίας συγκριτικά με την Ινδία απ’ τον 20ό στον 21ο αιώνα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αντίστοιχα σήμερα το ζήτημα διαμόρφωσης μιας «εργατικής αριστοκρατίας» δεν περιορίζεται σε μια χούφτα ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Η επέκταση και το βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα, επιτρέπει την εμφάνιση της «εργατικής αριστοκρατίας» στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών κρατών. Έτσι, η διάσπαση της εργατικής ενότητας και η διείσδυση μικροαστικών αντιλήψεων στο εργατικό κίνημα αποκτά γενικό χαρακτήρα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οφείλουν να εξετάσουν οι κομμουνιστές την εξέλιξη των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, των ανισότιμων διακρατικών σχέσεων, των υπαρκτών ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων, καθώς και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών επεμβάσεων, την επέκταση τοπικών πολέμων, τον κίνδυνο ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Ειδάλλως, η όποια πρόβλεψη θα είναι επισφαλής, αφού δε θα εδράζεται στη σχέση οικονομίας-πολιτικής. Διαφορετικά, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος το κομμουνιστικό κίνημα αντί να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης, να υπηρετήσει τελικά τα συμφέροντα ενός απ’ τα ανταγωνιζόμενα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Γι’ αυτό αποκτά επίσης επίκαιρη σημασία η λενινιστική κριτική στη θεωρία του «υπεριμπεριαλισμού». Μια σειρά σύγχρονες θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες, επαναφέρουν στην ουσία τον πυρήνα της οπορτουνιστικής αντίληψης του Κάουτσκι (π.χ. παγκοσμιοποίηση, αυτοκρατορία), με την επίκληση ορισμένων υπαρκτών σύγχρονων τάσεων.
Ως σύγχρονα χαρακτηριστικά ενός νέου ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού, σε σχέση με την περίοδο του ιμπεριαλισμού προβάλλονται η διεύρυνση της ισχύος των εταιριών με πολυεθνική μετοχική σύνθεση, ο μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου, η διεύρυνση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα φαινόμενα αντανακλούν τη γενική τάση διεθνοποίησης της παραγωγής, των επενδύσεων, της κίνησης του κεφαλαίου στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Όμως αυτή η τάση δεν μπορεί να αναιρέσει την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης ούτε μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι το βασικό μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου διενεργείται στο πλαίσιο της εθνοκρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Πάνω σ’ αυτή την αντιφατική αντικειμενική κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Οι όροι διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου των μονοπωλιακών ομίλων, των μετοχικών εταιριών εξακολουθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους να διαμορφώνονται στο πλαίσιο των εθνικών κρατών, αλλά και των εκάστοτε διακρατικών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών στις οποίες συμμετέχουν. Αυτό αφορά τους όρους φορολόγησης, δανειοδότησης, διαμόρφωσης των μισθών, δασμολογικής προστασίας, κρατικών επιδοτήσεων εξαγωγών, κρατικών επιχορηγήσεων και ενισχύσεων. Παράλληλα κάθε εθνικό αστικό κράτος αξιοποιεί την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ του για τη στήριξη των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων του στο διεθνή ανταγωνισμό. Ανεξάρτητα απ’ την πιθανή πολυεθνική μετοχική του σύνθεση, κάθε μονοπωλιακός όμιλος έχει δεσμούς αναφοράς με συγκεκριμένο αστικό κράτος και σχετικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Σε τελευταία ανάλυση η μετοχική εταιρία αναπτύσσεται κυρίως στο πλαίσιο του εθνοκρατικά συγκροτημένου καπιταλισμού και σ’ αυτό το αντικειμενικό έδαφος αποκτά τη δυνατότητα εξαγωγής μέρους των κεφαλαίων της. Το εθνικό αστικό κράτος παραμένει λοιπόν το βασικό όργανο διασφάλισης της οικονομικής κυριαρχίας των μονοπωλίων, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου σε ανταγωνισμό με αντίστοιχες διαδικασίες στα άλλα κράτη.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά τη γενική ανοδική τάση της διεθνούς παραγωγής, του μέρους του Παγκόσμιου ΑΕΠ που προέρχεται από ΑΞΕ σε φιλοξενούσες χώρες, καθώς και του διεθνούς εμπορίου, το μεγάλο μέρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου κάθε αστικής τάξης διενεργείται στο πλαίσιο της εγχώριας αστικής αγοράς κάθε αστικού κράτους. Η εγχώρια αγορά διατηρεί τον κυρίαρχο ρόλο για τη συσσώρευση κεφαλαίου ακόμα και στις ΗΠΑ, παρά την αύξηση της σημασίας των θυγατρικών επιχειρήσεων των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, με έδρα τις ΗΠΑ (ΠΙΝΑΚΑΣ 1).
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη του Λένιν το 1915, όταν προλογίζοντας το σχετικό έργο του Ν. Μπουχάριν σημείωνε: «Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εξέλιξη γίνεται με κατεύθυνση προς ένα ενιαίο παγκόσμιο τραστ, που καταβροχθίζει όλες χωρίς εξαίρεση τις επιχειρήσεις και όλα χωρίς εξαίρεση τα κράτη. Η εξέλιξη όμως προχωρεί προς αυτή την κατεύθυνση κάτω από τέτιες συνθήκες, με τέτιο ρυθμό, μέσα σε τέτιες αντιθέσεις, συγκρούσεις και κλονισμούς -που δεν είναι καθόλου μόνο οικονομικοί, αλλά είναι και πολιτικοί, εθνικοί κτλ. κτλ.- έτσι που οπωσδήποτε πριν φτάσουν φτάσουν τα πράγματα σ’ ένα παγκόσμιο τραστ, πριν την “υπεριμπεριαλιστική” παγκόσμια ένωση των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων, ο ιμπεριαλισμός θα πρέπει να χρεοκοπήσει αναπόφευκτα, ο καπιταλισμός θα μετατραπεί στο αντίθετό του»[1].
Στις σύγχρονες συνθήκες επιβεβαιώνεται η όξυνση των ανισομετριών ως γενικό φαινόμενο στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συγχρονισμένη κρίση στα ιμπεριαλιστικά κέντρα των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ιαπωνίας του 2008-2009 που επιτάχυνε αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων που κυοφορήθηκαν την εικοσαετία που προηγήθηκε.
Όπως φαίνεται απ’ τα σχετικά στοιχεία υποχωρούν τα μερίδια των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης, ενώ αυξάνονται τα μερίδια της Κίνας και των BRICS στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Αντίστοιχη είναι η εικόνα της μεταβολής στα μερίδια του παγκόσμιου εμπορίου. Η διαφορά της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης μεταξύ των πιο ισχυρών κρατών αποτυπώνεται επίσης και στους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ. (ΠΙΝΑΚΕΣ 2 έως 5)
Η συγκεκριμένη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων οξύνει όπως θα δούμε ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις τόσο μεταξύ όσο και στο εσωτερικό διαμορφωμένων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών (π.χ. μέσα στην ευρωατλαντική συμμαχία του ΝΑΤΟ). Υπονομεύει επίσης τη σταθεροποίηση του σημερινού πολυδαίδαλου δικτύου συμφωνιών και οργανισμών που αφορούν το διεθνές εμπόριο, τις διεθνείς συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου γενικότερα. Το συγκεκριμένο δίκτυο διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και εξελίχθηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία της αντεπανάστασης.
Χαρακτηριστική είναι η διαπάλη στο ΔΝΤ από το 2010 όπου προτάθηκε η μεταβολή του τρόπου εκλογής του 24μελούς διοικητικού συμβουλίου, καθώς και των μεριδίων-ποσοστώσεων (quotas) που αποτυπώνουν το συσχετισμό λήψης των αποφάσεων. Προτάθηκε η μείωση των quotas των ευρωπαϊκών χωρών και η αύξηση της δύναμης των BRICS, καθώς και η μικρή μείωση του ποσοστού των ΗΠΑ (με διατήρηση της δυνατότητάς τους να ασκούν βέτο σε ορισμένες αποφάσεις). Η αμερικανική Γερουσία δεν έχει ακόμα αποδεχθεί τις αλλαγές αυτές.
Χαρακτηριστική είναι επίσης η απόφαση της Κίνας και γενικότερα των BRICS να προχωρήσουν στην ίδρυση διεθνών αναπτυξιακών τραπεζών και αποθεματικών ταμείων στήριξης στον αντίποδα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ (π.χ. ΑΙΙΒ, CRA, NDB). Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι σχετικές πρωτοβουλιες και ανταγωνισμοί προϋποθέτουν διακρατικές συμφωνίες και διακρατικές διαπραγματεύσεις.
2. Ο ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ
Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζουν οι υλικές συνθήκες πάνω στις οποίες διαμορφώνονται οι συμμαχίες μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, ιδιαίτερα στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο Λένιν αναδεικνύει πολύ εύστοχα το συγκεκριμένο συμπέρασμα εξετάζοντας το οικονομικό περιεχόμενο του συνθήματος «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Τονίζει ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού οι Ενωμένες Πολιτείες θα ήταν είτε αντιδραστικές είτε απραγματοποίητες, αφού θα ισοδυναμούσαν με μόνιμη συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών και των αγορών, ανάμεσα στα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κράτη. Εξηγεί ότι θα ήταν δυνατή μια προσωρινή συμφωνία ανάμεσα σε ευρωπαϊκά κράτη για να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη και να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστευμένες αποικίες και τις αγορές που ελέγχουν ενάντια στην Αμερική και στην Ιαπωνία.
Η ιστορική πείρα επιβεβαίωσε τη λενινιστική πρόβλεψη. Η ανάλυση του Λένιν φωτίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών.
Οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είναι διακρατικές συμμαχίες που εκφράζουν τα κοινά συμφέροντα των αστικών τάξεων των κρατών-μελών τους. Τα κοινά συμφέροντα αφορούν τη μεγέθυνση των μονοπωλίων τους, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητάς τους σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και την ενιαία αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος, την εξουδετέρωση των επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων.
Όμως οι κοινές στοχεύσεις των μονοπωλίων των διάφορων κρατών μιας ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορούν να αναιρέσουν την ανισομετρία και την εθνοκρατική οργάνωση πάνω στην οποία στηρίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση. Δεν μπορούν να αναιρέσουν τον ανταγωνισμό και τις αντιθέσεις τόσο στο εσωτερικό κάθε ιμπεριαλιστικής συμμαχίας όσο και μεταξύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και αξόνων. Οι ανακατατάξεις στο διεθνή συσχετισμό οδηγούν και σε αλλαγές στη σύνθεση και στη δομή των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και απότομη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που οδηγεί σε σπάσιμο των συμμαχιών αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Εμβληματικό είναι το παράδειγμα της ΕΕ που σήμερα αποτελεί μια προωθημένη μορφή συμμαχίας μεταξύ καπιταλιστικών κρατών στην Ευρώπη, η οποία ακολούθησε διάφορα στάδια στην εξέλιξη της.
Ηγετικός πυρήνας της υπήρξε η μεταπολεμική γαλλογερμανική συνεργασία με στόχο την ενίσχυση των μονοπωλίων της, καθώς και της θωράκισης του καπιταλισμού απέναντι στο σοσιαλιστικό τμήμα της Ευρώπης.
Μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών χωρών στο νέο διεθνές πεδίο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, η ενιαία στόχευση των μονοπωλίων των κρατών της ΕΕ ενάντια στην εργατική τάξη και γενικότερα στους λαούς αποτελεί μέσα στον ιστορικό χρόνο το καθοριστικό στοιχείο που διαπερνά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη στρατηγική της Λισαβόνας, τη στρατηγική «Ευρώπη 2020 για την απασχόληση και την ανάπτυξη». Αποδείχτηκαν ως κύρια συνεκτικά στοιχεία της ΕΕ η πολιτική διασφάλισης φθηνής εργατικής δύναμης σε σχέση με το εκάστοτε επίπεδο παραγωγικότητας, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και η προώθηση της «απελευθέρωσης» των αγορών, ιδιαίτερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας. Έτσι προωθήθηκαν και προωθούνται αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, υστέρηση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας, ιδιωτικοποιήσεις στους τομείς ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, εμπορευματοποίηση στην παιδεία, στην υγεία, στην ασφάλιση.
Αντίστοιχα η συγκρότηση της Ευρωζώνης προωθήθηκε με διακρατική συμφωνία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν σ’ αυτήν για το πλεονέκτημα που πρόσφερε το κοινό νόμισμα στα μονοπώλια, όπως η σχετική συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών, η βελτίωση των πιστοληπτικών όρων για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, ο διεθνής χαρακτήρας του κοινού νομίσματος.
Όμως η νομισματική συγκόλληση οικονομιών κρατών-μελών με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ισχύος, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο δεν άμβλυνε αλλά αντίθετα όξυνε τις ανισομετρίες στην ανάπτυξή τους. Ήδη πριν την εκδήλωση της διεθνούς, συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης του 2008-2009 η Ευρωζώνη και η ΕΕ δοκιμαζόταν απ’ την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Ας θυμηθούμε τις αντιθέσεις της περιόδου 2000-2007 για το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», για τη διαμόρφωση κοινής φορολογικής πολιτικής, για το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού, για τη «Συνταγματική Συνθήκη».
Η εκδήλωση της διεθνούς κρίσης του 2008-2009 όξυνε την ανισομετρία μεταξύ των κρατών-μελών που εκφράστηκε με αύξηση της διαφοράς παραγωγικότητας, όγκου εξαγωγών, εκροών για άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου σε άλλες χώρες. Ο συσχετισμός μεταβλήθηκε και μέσα στον ηγετικό σκληρό πυρήνα της ΕΕ υπέρ της Γερμανίας και σε βάρος της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αυτή η διαφορά αντανακλάται και στη διαφορετική δημοσιονομική κατάσταση των διάφορων χωρών.
Η Γερμανία κατάφερε με σχετική ευκαιρία να ενοποιήσει την εσωτερική της αγορά μετά την ενσωμάτωση της πρώην ΓΛΔ, να δώσει κερδοφόρα διέξοδο στις εξαγωγές της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης διαμορφώνοντας μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα και ταυτόχρονα να διατηρήσει ισχυρό το ευρώ ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα.
3. ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΟΞΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Μετά την πρώτη δεκαετία της νίκης της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής σταθεροποίησής τους, παίρνει νέα μορφή ο χάρτης της καπιταλιστικής Ευρώπης, της Ευρασίας, των τάσεων διαμόρφωσης νέων ανταγωνισμών ή νέων συμμαχιών (π.χ. BRICS).
Οι ανταγωνισμοί του ΝΑΤΟ με τον άξονα Ρωσίας-Κίνας εκδηλώνονται σήμερα με ιδιαίτερη οξύτητα στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, συνολικά στην Ευρασία και αφορούν τον έλεγχο πηγών και δρόμων μεταφοράς ενέργειας, τον έλεγχο και το μοίρασμα των αγορών, τη γεωπολιτική ενίσχυση της κάθε πλευράς.
Το ΝΑΤΟ διευρύνει τη δράση του στην Ανατολική Ευρώπη και στις χώρες της Βαλτικής. Ο σχεδιασμός του αποτελεί συνέχεια στην επέμβαση των ΗΠΑ και ΕΕ στην Ουκρανία, σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία που έχει ήδη οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνη κατάσταση.
Ταυτόχρονα ΗΠΑ και ΕΕ συνεχίζουν τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία και στο Ιράκ και κλιμακώνουν την επέμβαση στη Μέση Ανατολή και στη Β. Αφρική στο όνομα της αντιμετώπισης του «Ισλαμικού Χαλιφάτου», των τζιχαντιστών, τους οποίους είχαν ενισχύσει ουσιαστικά σε προηγούμενη φάση.
Το σχετικά νέο στοιχείο αποτελεί η ενδιάμεση αρχική συμφωνία της Λοζάνης μεταξύ του Ιράν και της ομάδας των 5 συν 1 (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) που σχετίζεται με την ανακήρυξη των τζιχαντιστών (του ισλαμικού κράτους) ως σημαντικού αντίπαλου του ευρωατλαντικού κέντρου στην περιοχή. Στην ουσία οι ΗΠΑ, με μοχλό την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών, διαμορφώνουν ένα νέο, καλύτερα επεξεργασμένο σχέδιο γεωπολιτικού ελέγχου και αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, που περιλαμβάνει την προσέλκυση του Ιράν. Οι παρεμβάσεις αλλά και οι διπλωματικοί ελιγμοί των ΗΠΑ προκαλούν δυσαρέσκεια, διαφοροποιήσεις κι εσωτερικές διεργασίες στις αστικές τάξεις των παραδοσιακών συμμάχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως το Ισραήλ, η Σουηδική Αραβία και η Τουρκία.
Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης διεξάγεται επίσης διαπάλη για τη σχετική χαλάρωση της σημερινής περιοριστικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πιέζουν τη γερμανική κυβέρνηση η Γαλλία και η Ιταλία με τη στήριξη των ΗΠΑ. Η διαπάλη οξύνεται στη βάση της παρατεταμένης δυσκολίας να σταθεροποιηθεί η πορεία ανάκαμψης της Ευρωζώνης, καθώς και της διεύρυνσης της ανισομετρίας στο εσωτερικό της.
Η επιδείνωση της θέσης της Ελλάδας στο εσωτερικό της ΕΕ αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 αποτελεί ένα εμβληματικό παράδειγμα της ανισόμετρης ανάπτυξης της ΕΕ. Η αυξανόμενη υστέρηση της οικονομικής ισχύος της Γαλλίας και της Ιταλία έναντι της Γερμανίας θέτει σε δοκιμασία τη συνοχή του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης και αποτελεί το αντικειμενικό υπόβαθρο όξυνσης της διαπάλης μεταξύ των αστικών τάξεων των συγκεκριμένων κρατών. Στο πα\λαίσιο της συγκεκριμένης διαπάλης εμφανίζονται διαφορετικές προτάσεις σχετικά με την μελλοντική δομή της Ευρωζώνης, τους όρους διαμόρφωσης ενιαίου χρηματοπιστωτικού τομέα και κοινής δημοσιονομικής πολιτικής (πχ έκθεση JeanClaudeJunker).
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ φοβάται ότι μια παρατεταμένη ύφεση στην Ευρωζώνη θα έχει αρνητικές επιδράσεις στην αμερικανική οικονομία. Παράλληλα εξελίσσεται η γενικότερη διαπάλη των ΗΠΑ με τη Γερμανία για την ηγεμονία στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα οξύνεται η αντίθεση του ευρωατλαντικού στρατοπέδου με τον άξονα Κίνας-Ρωσίας και γενικότερα με τις BRICS.
Οι ΗΠΑ προτείνουν στην ΕΕ μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων που περιλαμβάνει απάλειψη των τελωνειακών δασμών και κυρίως των κανόνων, ρυθμίσεων και προδιαγραφών που εμποδίζουν σήμερα την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου σε διάφορους κλάδους και τομείς της οικονομίας, μεταξύ των δύο πλευρών του ατλαντικού. Η αμερικανική πρόταση έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως πρόταση δημιουργίας ενός «οικονομικού ΝΑΤΟ» απέναντι στη δυναμική της Κίνας, της Ρωσίας και γενικότερα των BRICS. Αν υλοποιηθεί, εκτιμάται ότι θα καλύψει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής, το 30% του παγκόσμιου εμπορίου και το 20% των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων διεθνώς.
Οι διαπραγματεύσεις έχουν ξεκινήσει από το 2013, αλλά προχωρούν αργά και βασανιστικά. Τμήμα της γερμανικής και της γαλλικής αστικής τάξης εκτιμά ότι η αμερικανική πρόταση αποτελεί στην ουσία το «δούρειο ίππο» για τη διασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη μακροπρόθεσμα. Το γερμανικό ινστιτούτο IFO εκτιμά ότι η υλοποίηση της συμφωνίας θα αποδυναμώσει τις εμπορικές ροές εντός ΕΕ (που διασφαλίζουν σήμερα τα μεγάλα γερμανικά πλεονάσματα) και θα ενισχύσει τις διατλαντικές ροές. Προβλέπει ότι η συμφωνία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ έναντι της ΕΕ και προβληματίζεται για το μέλλον του ευρώ στο πλαίσιο της νέας διατλαντικής σχέσης. Η αμερικανική παρέμβαση για την ανάδειξη μιας σειράς σκανδάλων γερμανικών μονοπωλιακών ομίλων (πχ SIEMENS, VOLKSWAGEN) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ – Γερμανίας στο οικονομικό επίπεδο.
Επίσης η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ και η αντιμετώπιση της κατάστασης στην Ουκρανία αποτελούν δυο βασικά πεδία όπου εκδηλώνεται αφενός η προσπάθεια των ΗΠΑ για υπονόμευση των σχέσεων Γερμανίας - Ρωσίας και αφετέρου η απόκλιση συμφερόντων κρατών-μελών της ΕΕ. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανακόψουν τη δυναμική των εμπορικών σχέσεων της ΕΕ με Κίνα και Ρωσία (ΠΙΝΑΚΑΣ 5α και 5β).
Το ουκρανικό ζήτημα αποτελεί βασικό πεδίο δοκιμασίας των σχέσεων ΕΕ - Ρωσίας, τόσο σε σχέση με την τήρηση της συμφωνίας του Μινσκ (για κατάπαυση του Πυρός, απόσυρση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων, άρση του οικονομικού αποκλεισμού των περιοχών της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας κλπ.), όσο και σε σχέση με τη διατήρηση και πιθανή κλιμάκωση των οικονομικών κυρώσεων. Κράτη όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Αυστρία και η Κύπρος ζητούν αποκλιμάκωση των κυρώσεων, ενώ η Βρετανία, η Πολωνία και η Ολλανδία κινούνται στην αντίθεση κατεύθυνση. Ωστόσο ο οικονομικός πόλεμος των κυρώσεων θίγει ουσιαστικά τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων της Γαλλίας (π.χ. ματαίωση παραγγελιών πολεμικής βιομηχανίας), της Γερμανίας (π.χ. εξαγωγές μηχανών), σε αντίθεση με τις μηδενικές συνέπειες για τις ΗΠΑ. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είχε επίσημα ταχθεί κατά της κλιμάκωσης των σχετικών κυρώσεων.
Στην Ασία οι ΗΠΑ προωθούν μαζί με την Ιαπωνία την Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (ΤΡΡ) με τη συμμετοχή 12 χωρών, αποκλειόμενης της Κίνας, και φυσικά διατηρούν την πρωτοκαθεδρία τους στην Παγκόσμια Τράπεζα και ισχυρό ρόλο στο ΔΝΤ. Το αμερικανικό Κογκρέσο αρνείται επίσης να επικυρώσει μια αναθεώρηση του κανονισμού του ΔΝΤ που θα αύξανε το ποσοστό ψήφων της Κίνας στη λήψη των αποφάσεων.
Φυσικά η όξυνση των αντιθέσεων ΗΠΑ - Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Έντονη είναι η κινητικότητα και στο στρατιωτικό επίπεδο, με αιχμή τη δημιουργία στρατιωτικών υποδομών για τον έλεγχο της Θάλασσας της Νότιας Κίνας.
4. Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ
Η ιστορία του 20ού αιώνα προσφέρει πλούσια πείρα σχετικά με τη δυνατότητα και τη σημασία αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια χώρα και την επιτυχία της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Ο Λένιν ανέδειξε ως βασικούς όρους για μια επιτυχή αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αφενός την ανεξαρτησία της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις επιδιώξεις και τους στόχους κάθε ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και αφετέρου το σταθερό στρατηγικό προσανατολισμό για την επαναστατική ανατροπή της εγχώριας αστικής τάξης τόσο στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου όσο και στην περίοδο της ιμπεριαλιστικής ειρήνης.
Η δράση των μπολσεβίκων για τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και την εδραίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, αποτελεί το πιο φωτεινό παράδειγμα. Απέδειξε ότι το εργατικό κίνημα σε κάθε χώρα δεν πρέπει να παγιδεύεται στις επιδιώξεις της εγχώριας αστικής τάξης ούτε να ακολουθεί πολιτική ουράς πίσω από κάποιο απ’ τα ανταγωνιζόμενα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Οι μπολσεβίκοι αξιοποίησαν τις οξυμένες αντιθέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Βρετανίας την περίοδο του Α΄ ιμπεριαλιστικού Παγκόσμιου Πολέμου, όχι μόνο για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και για την εδραίωση της εργατικής εξουσίας.
Μεγάλο μάθημα για το κομμουνιστικό κίνημα αποτελεί η εσωκομματική συζήτηση το Γενάρη και Φλεβάρη του 1918 σχετικά με το δίλημμα: υπογραφή με τη Γερμανία μιας συνθήκης ειρήνης με επώδυνους όρους για τη σοβιετική εξουσία ή κήρυξη ενός επαναστατικού, δίκαιου πολέμου.
Οι υποστηρικτές του επαναστατικού πολέμου προέβαλαν μια σειρά επιχειρήματα, όπως ότι η υπογραφή συμφωνίας συνιστά προδοσία των αρχών του προλεταριακού διεθνισμού, ότι μετατρέπει τους μπολσεβίκους σε πράκτορες του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ότι δε συμβάλει στην εθνική απελευθέρωση των λαών της Πολωνίας και της Λιθουανίας.
Ο Λένιν απάντησε ότι κλείνοντας χωριστή ειρήνη με τη Γερμανία «απελευθερωνόμαστε στο μεγαλύτερο βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει στη δοσμένη στιγμή και από τις δύο εχθρικές ιμπεριαλιστικές ομάδες, επωφελούμενοι από την εχθρότητά τους και από τον πόλεμο που τους εμποδίζει να συνεννοηθούν εναντίον μας»[2].
Ξεκαθάρισε την αρχή της πολιτικής επιλογής της σοβιετικής εξουσίας: «Στη βάση της τακτικής μας τώρα δεν πρέπει να βρίσκεται η αρχή ποιον απ’ τους δύο ιμπεριαλισμούς συμφέρει περισσότερο να βοηθήσουμε τώρα, μα η αρχή πώς μπορεί να εξασφαλίσουμε πιο σταθερά και πιο σίγουρα τη σοσιαλιστική επανάσταση, τη δυνατότητα να εδραιωθεί ή έστω να κρατηθεί σε μια χώρα, ωσότου να προχωρήσουν σ’ αυτή και άλλες χώρες»[3].
Σχολιάζοντας επίσης τους επώδυνους όρους της «μη επιστροφής» της Πολωνίας και της Λιθουανίας στη σοβιετική εξουσία, που θα άνοιγε το δρόμο στην αυτοδιάθεση των συγκεκριμένων εθνών, ο Λένιν απάντησε με σαφήνεια: «Ας εξετάσουμε αυτό το επιχείρημα από θεωρητική άποψη: Τι στέκεται ψηλότερα, το δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση ή ο σοσιαλισμός; Ο σοσιαλισμός στέκεται ψηλότερα. Επιτρέπεται άραγε για να μην παραβιάσουμε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, να αφήνουμε τη Σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία βορρά του ιμπεριαλισμού, να την εκθέτουμε στα χτυπήματά του, τη στιγμή που ο ιμπεριαλισμός είναι ολοφάνερα πιο ισχυρός και ίσως η Σοβιετική δημοκρατία ολοφάνερα πιο αδύνατη; Όχι δεν επιτρέπεται. Αυτό δεν είναι σοσιαλιστική, είναι αστική πολιτική»[4].
Συνοψίζοντας τη συζήτηση του ΚΚΡ(μπ) για το θέμα των εκχωρήσεων της Σοβιετικής εξουσίας το 1920, ο Λένιν εξήγησε ότι ενώ ο οπορτουνισμός θυσιάζει τα ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, για να βγάλει ορισμένα κέρδη προσωρινά και μερικά, οι μπολσεβίκοι έκαναν το αντίθετο. Κέρδισαν πολύτιμο χρόνο παραχωρώντας προσωρινά κάποια εδάφη, χωρίς να κλείσουν οποιοδήποτε συνασπισμό με το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Στη σχετική ιστορική συγκέντρωση των στελεχών της Μόσχας ο Λένιν τόνισε: «Πρέπει να ξέρουμε να εκμεταλλευόμαστε τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών. Αν δεν τηρούσαμε αυτόν τον κανόνα, από καιρό τώρα θα βρισκόμασταν όλοι κρεμασμένοι στις διάφορες αγριόλευκες, προς ικανοποίηση των καπιταλιστών»[5].
Η ζωή δικαίωσε τις θέσεις του Λένιν. Ανέδειξε ως κριτήριο αξιολόγησης κάθε συμβιβασμού, κάθε ελιγμού, τη συμβολή του στην επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και στη θωράκιση της δικτατορίας του προλεταριάτου στις χώρες που η σοσιαλιστική επανάσταση έχει νικήσει. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να υποτάσσεται τόσο η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων όσο και η εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής εισβολής και κατοχής μιας χώρας.
Φυσικά η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ετοιμότητα ενός ΚΚ περιλαμβάνει και τη σωστή εκτίμηση των αντικειμενικών συνθηκών, ιδιαίτερα όταν έχουμε γρήγορες αλλαγές των γεγονότων.
Δυστυχώς αυτή η αναγκαία προσήλωση στο στόχο της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας, δε διατηρήθηκε αταλάντευτα σ’ όλη την πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και στη συνέχεια του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Κάτω απ’ το βάρος αρχικά της παρατεταμένης «ειρηνικής» περιόδου της ταξικής πάλης, της σχετικής κοινοβουλευτικής αποδοχής των ΚΚ και στη συνέχεια της επίδρασης της ενσωματωμένης στο σύστημα (αλλά με επιρροή στις εργατικές μάζες) σοσιαλδημοκρατίας, υπήρξαν ταλαντεύσεις στη στρατηγική των νεοσυγκροτημένων κομμουνιστικών κομμάτων που άνοιξαν τον ολισθηρό δρόμο της συνεργασίας με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις.
Πρόκειται για σημαντικές αλλαγές και εναλλαγές σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, στην αστική δημοκρατία, στο φασισμό και στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που κλιμακώθηκαν προς το 7ο Συνέδριο της ΚΔ μέχρι και το Β΄ ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καταρχήν, επικράτησε ο λαθεμένος διαχωρισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και συμμαχιών ανάμεσα σε επιθετικές, φιλοπόλεμες, φασιστικές όπως η Γερμανία και σε φιλειρηνικές, αμυντικές, αντιφασιστικές όπως η Βρετανία.
Αυτή η ανάλυση βασιζόταν στην απόσπαση της εσωτερικής από την εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους. Καλλιεργούσε την αυταπάτη ότι η εξωτερική πολιτική προσδιορίζεται απ’ το ιδεολογικό ρεύμα που κυριαρχεί στην εκάστοτε αστική κυβέρνηση, απ’ το αν είναι φασιστική ή σοσιαλδημοκρατική. Όμως η λενινιστική ανάλυση έχει αποδείξει ότι οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής καθορίζονται απ’ τα στρατηγικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου κάθε χώρας, απ’ τους αστικούς στόχους για συμμετοχή στον έλεγχο και στο ξαναμοίρασμα των αγορών.
Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν την ορθότητα της λενινιστικής θέσης. Αυτή η λαθεμένη διάκριση συσκότιζε τελικά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, το γεγονός ότι ο στόχος όλων των εμπόλεμων καπιταλιστικών κρατών θα ήταν τόσο η διατήρηση και ενίσχυση της αστικής εξουσίας μετά τη λήξη του πολέμου όσο και η σταθερή αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ ως ταξικού αντιπάλου.
Οι αστικές δημοκρατίες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας προσπαθούσαν συστηματικά τη δεκαετία του ’30 να προσανατολίσουν τη γερμανική επιθετικότητα προς τη Σοβιετική Ένωση, επιθυμούσαν την κήρυξη πολέμου μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ. Αυτή η στόχευση εξηγεί την περιβόητη πολιτική της “μη επέμβασης”, του κατευνασμού της Γερμανίας, ενώ αυτή ξεδίπλωνε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια. Εξηγεί γιατί οι αστικές κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας ανέχθηκαν την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το ’38, γιατί υπέγραψαν τη Συμφωνία του Μονάχου και την προσάρτηση τμήματος της Τσεχοσλοβακίας στη Γερμανία την ίδια χρονιά. Εξηγεί γιατί δεν έριξαν ούτε ντουφεκιά ενάντια στη γερμανική εισβολή στην Πολωνία το ’39, και γιατί υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια της ΕΣΣΔ για να υπογράψει τριμερές Σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας ενάντια στη ναζιστική προέλαση.
Αντίστοιχα προβληματικός ήταν και ο νέος ορισμός του φασισμού, ο οποίος στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνδέθηκε με το πιο αντιδραστικό τμήμα του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε αντίθεση με προηγούμενες αναλύσεις και αποφάσεις που προσδιόριζαν σωστά το φασισμό ως μορφή αντιδραστικής επίθεσης συνολικά του χρηματιστικού κεφαλαίου, χωρίς διαχωρισμούς. Μέχρι και το 1933 οι σχετικές επεξεργασίες της ΚΔ τόνιζαν ότι «η γενική γραμμή όλων των αστικών κομμάτων, περιλαμβανομένης και της σοσιαλδημοκρατίας, βρίσκεται στην κατεύθυνση εκφασισμού της δικτατορίας της αστικής τάξης»[6] και χαρακτήριζε ως σοσιαλφασίστες τους σοσιαλδημοκράτες. Οι συγκεκριμένες επεξεργασίες της ΚΔ φώτισαν τον ταξικό χαρακτήρα του φασιστικού ρεύματος, ο οποίος δε μεταβάλλεται σε σχέση με το αν το συγκεκριμένο ρεύμα έχει αναλάβει την αστική κυβέρνηση ή βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Η ανάληψη της αστικής κυβέρνησης στην Γερμανία από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στηρίχθηκε από τους μεγαλύτερους γερμανικούς μονοπωλιακούς ομίλους αρκετά χρόνια πριν τις εκλογές του 1933. Εξάλλου η ιταλική φασιστική κυβέρνηση είχε σχηματιστεί από την δεκαετία του 20, πριν παρουσιαστούν οι συγκεκριμένες επεξεργασίες της ΚΔ.
Τελικά, η γραμμή του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου, με τη συμμετοχή των κομμουνιστών και σε συνεργασία με την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία, με στόχο την αποτροπή του φασισμού και του πολέμου, έγινε ο λεγόμενος μεταβατικός στόχος των κομμουνιστών πριν και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησε στον εγκλωβισμό του κινήματος κάτω απ’ τη σημαία της αστικής δημοκρατίας. Έτσι παραμερίστηκε η προετοιμασία και η κλιμάκωση της πάλης για την εργατική εξουσία.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των αρνητικών συνεπειών αυτών των επιλογών είναι το λαϊκό μέτωπο της Γαλλίας. Σχημάτισε κυβέρνηση το ’36 με εκλογική νίκη 57%, μετά από μαζικούς εργατικούς αγώνες και  αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Το Γαλλικό ΚΚ, που έλαβε 15%, στήριξε την αστική κυβέρνηση χωρίς να συμμετέχει.
Στην αρχή η κυβέρνηση πήρε ορισμένα μέτρα ανακούφισης του λαού, έδωσε κάποιες αυξήσεις, κατοχύρωσε το 40ωρο. Στη συνέχεια όμως προχώρησε σε υποτίμηση του φράγκου για να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα του γαλλικού κεφαλαίου και ανέχθηκε τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού που επιδείνωσε την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Δεν πρόσφερε καμιά στρατιωτική βοήθεια στις αντιφασιστικές δυνάμεις της Ισπανίας. Παρότι η σύνθεση της Βουλής δεν άλλαξε, στο εσωτερικό της κυβέρνησης έγιναν αλλαγές. Το ’39 η γαλλική κυβέρνηση παρέδωσε στον Φράνκο πλοία του ισπανικού πολεμικού στόλου κι επέστρεψε το χρυσό που κρατούσε ενέχυρο από το ’31. Την ίδια χρονιά έθεσε εκτός νόμου το Γαλλικό ΚΚ, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότοφ. Τελικά η Βουλή του ’36 επέτρεψε το σχηματισμό της κυβέρνησης Πεταίν, της συνεργασίας με τη ναζιστική Γερμανία.
Ασφαλώς δεν πρέπει να παραγνωρίσει κανείς τη σημαντική προσπάθεια της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής να αξιοποιήσει σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ώστε να μη σχηματιστεί ένα ενιαίο μέτωπο στήριξης απ’ όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, της προετοιμαζόμενης γερμανικής στρατιωτικής επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Η ΕΣΣΔ έδινε μια δύσκολη μάχη με το χρόνο για να προλάβει να ολοκληρώσει την πολεμική προετοιμασία της και για να καθυστερήσει όσο μπορούσε την αναμενόμενη γερμανική επίθεση. Ο απολογισμός του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος το 1939 αποδεικνύει το μέγεθος και τη σημασία αυτής της προσπάθειας. Ωστόσο ήταν λάθος ότι συγκυριακές επιλογές και ελιγμοί της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής θεωρητικοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Έτσι, ιδιαίτερα στην καπιταλιστική Δύση, τα ΚΚ δε διαμόρφωσαν ουσιαστικά και δεν εφάρμοσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα, σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Στην ουσία η στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν έθεσε στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της ανατροπής της εξουσίας της αστικής τάξης σε ορισμένες χώρες που διαμορφωνόταν επαναστατική κατάσταση, όπως στην Ελλάδα, δε βασίστηκε στο γεγονός ότι η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας περιεχόταν αντικειμενικά στον αντιφασιστικό-απελευθερωτικό ένοπλο αγώνα στις συγκεκριμένες χώρες.
5. ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στις σημερινές δύσκολες και σύνθετες συνθήκες, καθώς οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και αυξάνει ο κίνδυνος ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι κομμουνιστές έχουν χρέος να παλέψουν αποφασιστικά και μεθοδικά για να μη στοιχηθεί η εργατική τάξη πίσω απ’ την αστική της χώρας της, για να μην εγκλωβιστεί στην επιλογή συμπόρευσης με κάποια απ’ τις ανταγωνιζόμενες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η συνεχής προσπάθεια να μην αποσπάται ο καθημερινός πολιτικός και οικονομικός αγώνας απ’ το κύριο επαναστατικό πολιτικό καθήκον. Να μην παραμερίζεται ο στόχος της εργατικής εξουσίας από άλλο «μεταβατικό» πολιτικό στόχο στο καπιταλιστικό έδαφος (π.χ. την αλλαγή αστικής κυβέρνησης). Να παραμένει σταθερός ο επαναστατικός στρατηγικός προσανατολισμός και σε συνθήκες ανόδου και σε συνθήκες ύφεσης του κινήματος, χωρίς εκπτώσεις στο όνομα της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης, της ανόδου του φασιστικού ρεύματος, του κινδύνου ή και της διεξαγωγής του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Οι κομμουνιστές πρέπει να διαπαιδαγωγούμε το λαό και να προσανατολίζουμε το εργατικό κίνημα, ώστε να μην έχει καμιά εμπιστοσύνη, σε καμιά αστική κυβέρνηση, καμιά αστικά τάξη, καμιά ιμπεριαλιστική συμμαχία. Μόνο τότε μπορούν να αξιοποιήσουν προς όφελος της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και να ανταποκριθούν σε συνθήκες απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση έχει σημασία να φωτίζουμε ξανά και ξανά ότι καμιά ιμπεριαλιστική συμμαχία δεν είναι μόνιμη και σταθερή και πως κάθε διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία είναι απ’ τη φύση της αντιδραστική. Στις συνθήκες που συγκροτήθηκε για παράδειγμα η ΕΕ και η Ευρωζώνη, υιοθετούνταν ακόμα και από ΚΚ η ύπαρξη τους ως προοδευτικό φαινόμενο. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τέτοιες συγχύσεις και λαθεμένες θέσεις που δεν αποκαλύπτουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ και το ρόλο της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της.
Έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία να κατανοηθεί ότι οι ανισότιμες σχέσεις και η ανισόμετρη ανάπτυξη είναι σύμφυτες με το ιμπεριαλιστικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να αποτελεί στόχο του εργατικού κινήματος η διασφάλιση ισότιμων διακρατικών σχέσεων σε καπιταλιστικό έδαφος. Αντίστοιχα πρέπει να γίνει αντιληπτή η συνευθύνη όλων των αστικών τάξεων κάθε ιμπεριαλιστικής συμμαχίας στην κλιμάκωση της επίθεσης στην εργατική τάξη.
Επομένως πρέπει να προβάλλεται σταθερά ο στόχος της σύγκρουσης και ρήξης με την ΕΕ ως στοιχεία της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, που αποτελεί (η εργατική εξουσία) προϋπόθεση για να λειτουργήσει η αποδέσμευση μιας χώρας από κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία υπέρ του λαού.
Απ’ αυτή τη στρατηγική, στην εξέλιξη της υλοποίησής της θα προκύψει και η αξιοποίηση ρηγμάτων της ιμπεριαλιστικής ΕΕ και του ΝΑΤΟ από το επαναστατικό εργατικό κίνημα για να οδηγήσει σε μια πραγματική αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας σε κάθε χώρα-μέλος και συνολικά στη συνοχή της αντιδραστικής για τους λαούς ΕΕ.
Καθοριστικό ζήτημα είναι να διαμορφωθεί επαναστατική στρατηγική από κάθε κομμουνιστικό κόμμα στη δική του χώρα, να δώσει μάχη με τον οπορτουνισμό που σπρώχνει σε πολιτική «ουράς» της αστικής τάξης, σε αυταπάτες για «εξανθρωπισμό» της πολιτικής των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών (π.χ. το ΚΕΑ για την ΕΕ). Σ’ αυτή την κατεύθυνση κάθε ΚΚ πρέπει να δυναμώσει τους δεσμούς του με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, με στόχο την κινητοποίησή τους για τις άμεσες ανάγκες τους αλλά και την πολιτική ταξική αφύπνιση. Με αυτή την έννοια ο ταξικός αγώνας είναι ενιαίος, οικονομικός-ιδεολογικός-πολιτικός, σε οποιεσδήποτε συνθήκες συσχετισμού μεταξύ των αντίπαλων τάξεων, ευνοϊκότερων ή δυσμενέστερων, όπως και των σημερινών στην Ελλάδα και παγκόσμια. Έτσι, η πάλη για αποκλειστικά δημόσιες, δωρεάν σύγχρονες υποδομές και υπηρεσίες υγείας, για την ανάκτηση των απωλειών που είχε ο λαός την περίοδο της βαθιάς κρίσης, για την κατάργηση των αντεργατικών νόμων, πρέπει να διεξάγεται ενταγμένη σε γραμμή ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους, για την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, που θα οδηγήσει σε συνολική αποδέσμευση απ’ την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια και γενικότερα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής.
Παράλληλα έχει σημασία να δυναμώσει ο συντονισμός της πάλης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή την κατεύθυνση ανοίγουν δρόμο οι παρεμβάσεις της «Πρωτοβουλίας των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης», για την καταδίκη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων στις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για την καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη και των επιθέσεων του Ισραήλ στον Παλαιστινιακό λαό, καθώς και η ανάπτυξη δράσης για την αντιμετώπιση των κινδύνων ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου που γεννά η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Είναι στο χέρι μας να δυναμώσουμε την πάλη με το οπορτουνιστικό ρεύμα για να αναγεννηθεί και να μαζικοποιηθεί το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.  

Πίνακας 1: ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΕΓΕΘΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ

1994
2004
2008
2009
2010
Προστιθέμενη Αξία
1773288
3220723
3740989
3740733
4127199
Εγχώρια
1361792
2366467
2500543
2595776
2885927
Θυγατρικές
(ΕΠΠΣ*)
411496
854256
1240446
1144957
1241272
% ΕΠΠΣ
23,21%
26,52%
33,16%
30,61%
30,08%






Κεφαλαιουχικές Δαπάνες
306364
476098
685444
598862
604631
Μητρική
234617
350919
501893
431796
438327
Θυγατρική (ΕΠΠΣ)
71747
125179
183551
167066
166304
%ΕΠΠΣ
23,42%
26,29%
26,78%
27,90%
27,51%






Δαπάνες Ε&Α
103451
190029
240462
246502
251983
Μητρικές
91574
164189
198763
207297
212513
Θυγατρικές(ΕΠΠΣ)
11877
2584
41699
39205
3947
%ΕΠΠΣ
11,48%
1,36%
17,34%
15,90%
1,57%
Πηγή : BureauEconomicAnalysis
* ΕΠΠΣ : Έλεγχος Πλειοψηφικού Πακέτο Συμμετοχής (MOFAMajorityOwnedForeignAffiliates)

Πίνακας 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές
σε δις Δολλάρια (ΗΠΑ)
ΧΩΡΑ / ΕΤΟΣ
2000
2005
2008
2009
2010
2015
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
657,249
892,106
1.694,616
1.666,768
2.209,266
1.903,934
ΚΙΝΑ
1.192,854
2.287,258
4.547,716
5.105,769
5.949,648
11.211,928
ΓΑΛΛΙΑ
1.372,452
2.207,450
2.937,321
2.700,658
2.651,772
2.469,530
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
1.952,920
2.862,521
3.764,675
3.421,630
3.418,371
3.413,483
ΙΝΔΙΑ
476,636
834,218
1.224,096
1.365,373
1.708,460
2.308,018
ΙΤΑΛΙΑ
1.145,564
1.856,684
2.403,213
2.191,781
2.130,586
1.842,835
ΙΑΠΩΝΙΑ
4.731,199
4.571,867
4.849,185
5.035,141
5.495,387
4.210,363
ΡΩΣΙΑ
259,702
763,704
1.660,846
1.222,645
1.524,915
1.175,996
ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ
1.551,752
2.415,053
2.814,476
2.318,782
2.409,409
2.853,357
ΗΠΑ
10.284,750
13.093,700
14.718,575
14.418,725
14.964,400
18.124,731
Πηγή: ΔΝΤ


Πίνακας 3: ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης
ποσοστό (%) Παγκόσμιου Παραγόμενου Προϊόντος

ΧΩΡΑ / ΕΤΟΣ
2000
2005
2008
2009
2010
2015
2020
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
3,2
3,1
3,1
3,1
3,2
2,9
2,7
ΚΙΝΑ
7,4
9,7
11,9
13,1
13,7
16,9
18,9
ΓΑΛΛΙΑ
3,4
3,1
2,8
2,7
2,7
2,3
2,1
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
5,0
4,2
4,0
3,8
3,7
3,4
3,0
ΙΝΔΙΑ
4,3
4,9
5,3
5,8
6,1
7,1
8,5
ΙΤΑΛΙΑ
3,3
2,9
2,6
2,4
2,4
1,9
1,7
ΙΑΠΩΝΙΑ
6,6
5,8
5,2
4,9
4,9
4,3
3,7
ΡΩΣΙΑ
3,1
3,5
3,7
3,5
3,4
3,1
2,7
ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ
3,1
3,0
2,7
2,6
2,5
2,3
2,2
ΗΠΑ
21,0
19,6
17,9
17,4
17,0
16,1
15,0
Πηγή ΔΝΤ


Πίνακας 4: Μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές εμπορευμάτων
ΧΩΡΑ / ΕΤΟΣ
1990
1995
2000
2005
2008
2009
2014
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
0,9
0,9
0,9
1,1
1,2
1,2
1,2
ΚΙΝΑ
1,8
2,9
3,9
7,3
8,9
9,6
12,4
ΓΑΛΛΙΑ
6,2
5,8
5,1
4,4
3,8
3,9
3,1
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
12,0
10,1
8,5
9,2
9,0
8,9
8,0
ΙΝΔΙΑ
0,5
0,6
0,7
0,9
1,2
1,3
1,7
ΙΤΑΛΙΑ
4,9
4,5
3,7
3,6
3,4
3,2
2,8
ΙΑΠΩΝΙΑ
8,2
8,6
7,4
5,7
4,8
4,6
3,6
ΡΩΣΙΑ
_
1,6
1,6
2,3
2,9
2,4
2,6
ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ
5,3
4,6
4,4
3,7
2,8
2,8
2,7
ΗΠΑ
11,3
11,3
12,1
8,6
8,0
8,4
8,6
Πηγή UNCTAD

Πίνακας 5: ΑΕΠ σε σταθερές τιμές
ετήσια ποσοστίαια μεταβολή




ΧΩΡΑ / ΕΤΟΣ
2000
2005
2008
2009
2010
2015
2020
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
4,4
3,1
5,0
-0,2
7,6
-1,0
2,5
ΚΙΝΑ
8,4
11,3
9,6
9,2
10,4
6,8
6,3
ΓΑΛΛΙΑ
3,9
1,6
0,2
-2,9
2,0
1,2
1,9
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
3,2
0,9
0,8
-5,6
3,9
1,6
1,3
ΙΝΔΙΑ
4,0
9,3
3,9
8,5
10,3
7,5
7,8
ΙΤΑΛΙΑ
3,7
1,0
-1,1
-5,5
1,7
0,5
1,0
ΙΑΠΩΝΙΑ
2,3
1,3
-1,0
-5,5
4,7
1,0
0,7
ΡΩΣΙΑ
10,0
6,4
5,2
-7,8
4,5
-3,8
1,5
ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ
3,8
2,8
-0,3
-4,3
1,9
2,7
2,1
ΗΠΑ
4,1
3,3
-0,3
-2,8
2,5
3,1
2,0
Πηγή ΔΝΤ


Πίνακας 5Α ΕΕ28, εισαγωγές από διάφορες περιοχές/χώρες, ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών εκτός ΕΕ/28

2002
2005
2008
2009
2010
2011
2012
2013
Κίνα (χωίς Ηονγκ Κονγκ)
9,6
13,6
15,7
17,4
18,5
17,1
16,2
16,6
Ρωσσία
7,0
9,6
11,4
9,7
10,6
11,6
12,0
12,3
ΗΠΑ
19,5
13,4
11,5
12,6
11,3
11,1
11,5
11,6
OPEC
6,5
9,2
9,9
7,9
8,5
9,2
10,6
9,8
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Ευρωπαϊκής Επιτροπής


Πινακας 5Β. ΕΕ28, εξαγωγές σε διάφορες περιοχές/χώρες, ως ποσοστό των συνολικών εξαγωγών εκτός ΕΕ28.

2002
2005
2008
2009
2010
2011
2012
2013
ΗΠΑ
28,0
23,9
18,9
18,6
17,9
17,0
17,4
16,6
OPEC
7,5
8,4
9,3
9,8
8,8
8,1
8,5
9,0
Κϊνα εκτός Χονγκ Κονγκ
4,0
4,9
6,0
7,5
8,4
8,8
8,6
8,5
Ρωσία
3,9
5,4
8,0
6,0
6,4
7,0
7,3
6,9
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Ευρωπαϊκής Επιτροπής
.

[1] Β.Ι Λένιν, Πρόλογος στη μπροσούρα του Ν. Μπουχάριν, Άπαντα, τόμ. 27.
[2] Β.Ι. Λένιν, «Σχετικά με την Ιστορία μιας Πικρής Ειρήνης», Άπαντα, τόμ. 35.
[3] Ό.π.
[4] Β.Ι. Λένιν, «Για την επαναστατική λογοκοπία»Άπαντα, τόμ. 35.
[5] Β.Ι. Λένιν, «Συγκέντρωση των στελεχών της Οργάνωσης Μόσχας του ΚΚΡ(μπ)», Άπαντα, τόμ. 42.
[6] 13η Ολομέλεια ΕΕΚΔ του 1933. 

Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ
Υπεύθυνος για την Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις