Περιδίνηση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στο "φαύλο κύκλο" της

gallery thumbnail
Αμέσως μετά την Εαρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η διευθύντριά του, Κριστίν Λαγκάρντ, μίλησε για «παρατεταμένα βραδεία ανάκαμψη». Μέσα σε τρεις μόλις λέξεις αποτυπώνεται η πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας, για την οποία η Εκθεση του ΔΝΤ περιγράφει τους παράγοντες που τεκμηριώνουν τις προς το χειρότερο αναθεωρημένες προβλέψεις του, αποκαλύπτοντας την αλληλεξάρτηση των καπιταλιστικών οικονομιών, την αναρχία στην παραγωγή καθώς και τις τεράστιες δυσκολίες στη διαχείριση που θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι υπάρχει ένας συνδυασμός κινδύνων που απειλούν την υφιστάμενη σταθερότητα, μιλώντας ανάμεσα σε άλλους, για πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, την κρίση στη Βραζιλία, την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας και άλλων «αναδυόμενων οικονομιών», την «ύφεση στον τομέα των εξαγωγών».
Παράγοντες αλληλεξάρτησης
Πράγματι, η έξοδος της Βρετανίας αδυνατίζει σημαντικά την οικονομία της ΕΕ. Αντικειμενικά, επιδρά αρνητικά σε όλες τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη - μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης και τη Βρετανία (εμπόριο, επενδύσεις, εξαγωγές κεφαλαίων, δράση των μονοπωλίων μεταξύ κρατών της ΕΕ και Βρετανίας, χρηματοπιστωτικός τομέας, με δεδομένο ότι συγχωνεύτηκαν τα Χρηματιστήρια Λονδίνου και Φρανκφούρτης). Ο οικονομολόγος του ΔΝΤ Maurice Obsfeld είπε ότι το Brexit θα οδηγούσε σε «μακρές διαπραγματεύσεις» προκειμένου να βρεθεί ένα νέο μοντέλο συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές, ενώ θα οδηγήσει σε «μια παρατεταμένη περίοδο αυξανόμενης αβεβαιότητας που θα μπορούσε να επιβαρύνει την εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις». Ζημιά θα προκύψει και στην οικονομία της Βρετανίας και σε ΕΕ - Ευρωζώνη.
Ταυτόχρονα, ενισχύει τις φυγόκεντρες τάσεις, που, είναι αλήθεια, έχουν δυναμώσει, επειδή αυξάνονται τα τμήματα του κεφαλαίου σε κάθε κράτος - μέλος που αναζητούν άλλες σχέσεις, αντίρροπες στην ενοποίηση.
Επίσης, η επιβράδυνση κάποιων, ιδιαίτερα ισχυρών οικονομιών, όπως της Κίνας, των «αναδυόμενων», η κρίση σε Ρωσία και Βραζιλία μειώνουν τις εισαγωγές σε αυτές, άρα και τις εξαγωγές των άλλων.
Για παράδειγμα, το ΔΝΤ μειώνει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στη Γερμανία, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εξαγωγών λόγω επιβράδυνσης στις αναδυόμενες αγορές αφού σημαντικό μέρος της παραγωγής της Γερμανίας τροφοδοτεί την εξαγωγική δραστηριότητα.Επίσης το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο Ifo μιλά για αδυναμία στις εξαγωγές, που συνδέεται με την επιβράδυνση στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σε δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Μάρτης 2016), αναφέρεται ότι η ανάπτυξη στην Κίνα εξακολουθεί να επιβραδύνεται, με αρνητικές επιπτώσεις για χώρες που βασίζονται στις εξαγωγές πρώτων υλών και πρέπει να προσαρμοστούν και άλλο στις χαμηλότερες τιμές των πρώτων υλών, ενώ η ισοτιμία του ευρώ σε σχέση με άλλα νομίσματα, ιδιαίτερα των κρατών των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε επιβράδυνση, έχει ενισχυθεί, με αρνητικές συνέπειες στις εξαγωγές της Ευρωζώνης.
Το ίδιο ισχύει και με την οικονομία των ΗΠΑ, αφού οι εξαγωγές τους υποχώρησαν το Γενάρη του 2016 στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2011, σημειώνοντας πτώση κατά 2,1%. Ετσι, ρεπορτάζ στο διεθνή Τύπο μιλούν για απότομη επιβράδυνση στις ΗΠΑ το τέταρτο τρίμηνο του 2015. Το ισχυρό δολάριο, οι γεμάτες εμπορεύματα αποθήκες και οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου απέτρεψαν νέα αύξηση της παραγωγής. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,7%, σε ετήσια βάση. Ενώ σε άλλο ρεπορτάζ η επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες του 2015 αποδίδεται στις αδύναμες καταναλωτικές δαπάνες, στην πτώση των εξαγωγών και στη μείωση των επενδύσεων, που παρουσιάζεται από την αρχή του 2015.
Ολα τα παραπάνω δείχνουν την αλληλεξάρτηση των οικονομιών και την αλληλεπίδραση στην ανάπτυξή τους.Η επιβράδυνση σε μια ή περισσότερες, επιδρά αρνητικά και σε άλλες.
Υπερπαραγωγή εμπορευμάτων
Η Εκθεση του ΔΝΤ, συνεχίζοντας την αναφορά στους κινδύνους, μιλά για «ύφεση στον τομέα των εμπορευμάτων». Τι εννοεί; Οτι υπάρχει υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, ενώ η μεγάλη πτώση της ζήτησης μειώνει δραστικά τις τιμές.
Ας το δούμε επίσης με ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με άρθρο του Shuaihua Wallace Cheng στο «Ρόιτερς» (Σεπτέμβρης 2015), «στην Κίνα μία από τις κυριότερες αιτίες της επιβράδυνσης είναι η πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα, σε τομείς όπως το σιδηρομετάλλευμα, ο χάλυβας, το γυαλί, το τσιμέντο, το αλουμίνιο, τα φωτοβολταϊκά και ο εξοπλισμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που υπερέβη το 30%. Αυτό, όμως, είναι το όριο το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πτωχεύσεις εταιρειών που έχουν δανειστεί και στη συνέχεια είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται ραγδαία. Σύμφωνα με την Ενωση Σιδήρου και Χάλυβα της Κίνας, το πλεόνασμα προσφοράς έχει συμπιέσει τόσο πολύ τις τιμές του χάλυβα ώστε τα κέρδη από την παραγωγή ενός τόνου δεν φτάνουν για την αγορά ενός παγωτού. Η πλεονασματική παραγωγή αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κινεζικής οικονομίας καθώς έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις να δανείζονται για να αποπληρώνουν άλλα δάνεια». Την ίδια περίοδο, το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί η πορεία των τιμών των εμπορευμάτων, αλλά θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, λόγω των πλούσιων αποθεμάτων (υπερπαραγωγή) και της χαμηλής προοπτικής για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Ενα απτό παράδειγμα σε σχέση με τα παραπάνω είναι η τεράστια πτώση των τιμών του πετρελαίου, που οξύνει περισσότερο την κρίση στη Ρωσία, αλλά συμβάλλει και στην επιβράδυνση στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το «Ρόιτερς» (Φλεβάρης 2016), οι 30 κορυφαίες πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ περιόρισαν τις σχεδιαζόμενες για το 2016 επενδύσεις τους κατά μέσον όρο περισσότερο από 70%.
Αλλά όταν εμφανίζεται υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, όπως και υπερσυσσώρευση κεφαλαίου (και η υπερπαραγωγή είναι υπερσυσσώρευση), σημαίνει πρόθυρα οικονομικής κρίσης ή, το λιγότερο, επιβράδυνση. Και πάνω απ' όλα αναρχία στην παραγωγή.
Κίνδυνοι στο χρηματοπιστωτικό τομέα
Την ίδια ώρα, όμως, το ΔΝΤ με την Εκθεσή του μιλά για ολοένα αυξανόμενους κινδύνους για τη σταθερότητα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Πρόσφατα ρεπορτάζ του αστικού Τύπου έγραφαν για το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ: Πέντε αμερικανικές τράπεζες, ανάμεσα στις οποίες και οι κολοσσοί JP Morgan Chase και Bank of America, δεν πήραν την έγκριση της Fed (Κεντρική Τράπεζα) και της FDIC (Ομοσπονδιακή Αρχή Εγγύησης Καταθέσεων), για τα σχέδια εκκαθάρισής τους σε περίπτωση κατάρρευσης, καθώς αυτά κρίθηκαν ανεπαρκή. Εκτός από τις JP Morgan Chase και Bank of America, οι υπόλοιπες τράπεζες που απέτυχαν στο σχετικό τεστ ήταν οι Wells Fargo, Bank of New York Mellon και State Street, των οποίων τα σχέδια εκκαθάρισης ήταν, σύμφωνα με τις ρυθμιστικές αρχές, «αναξιόπιστα ή τουλάχιστον δεν θα διευκόλυναν μια συντεταγμένη εκκαθάριση». Τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν διαφέρουν από τράπεζα σε τράπεζα. Για άλλες μιλούν για ανεπαρκείς εκτιμήσεις των αναγκών ρευστότητας, για άλλες για πρόβλημα στο ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνται για την εκκαθάριση.
Ακόμη, στις ΗΠΑ, ο τραπεζικός δείκτης KBW, ο οποίος περιλαμβάνει 24 μεγάλες τράπεζες, έχει υποχωρήσει κατά 19% από την αρχή του 2016 και κατά 26% από τον Ιούλη του 2015. Η μετοχή της Bank of America έχει υποχωρήσει κατά 27,56% από την αρχή του 2016, της Morgan Stanley κατά 28,67%, της Citi κατά 27,88% και της JP Morgan κατά 16%. Στην ΕΕ, η μετοχή της Deutsche Bank έχει υποχωρήσει κατά 41% από τις αρχές του 2016. Επίσης, η χρηματιστηριακή αξία της Barclays, της Societe Generale, της UBS και της Credit Suisse έχει μειωθεί πάνω από 25%.
Γιατί όμως αυτή η εικόνα; Ενα πρόβλημα φαίνεται ότι είναι τα μεγάλα χρέη. Το παγκόσμιο χρέος είναι πάνω από 200 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα χρέη προέρχονται από δανεισμό, κρατικό ή ιδιωτικό. Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες για την αποπληρωμή τους, ιδιαίτερα από τις «αναδυόμενες». Η υποτίμηση των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου ή του ευρώ, στα οποία πρέπει να τα αποπληρώσουν, συμβάλλει στην αύξηση των δανείων τους, ενώ η επιβράδυνση μειώνει τη ρευστότητα.
Αλλος παράγοντας, ιδιαίτερα για την Ευρωζώνη, είναι τα «κόκκινα» δάνεια. Στην Εκθεση του ΔΝΤ για την «Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θεωρούνται το σημαντικότερο πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Το μέγεθός τους εκτιμάται από το ΔΝΤ στο 1 τρισ. ευρώ. Τα τραπεζικά συστήματα με τα μεγαλύτερα «κόκκινα» δάνεια έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση των τιμών των μετοχών. Αλλά ανίσχυρο τραπεζικό σύστημα σημαίνει πρόβλημα στη χρηματοδότηση επενδύσεων. Σημαίνει επίσης αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων στις τράπεζες, γεγονός που μεγαλώνει τις δυσκολίες δανειοδότησης των μονοπωλίων, των κρατών κλπ.
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες έχουν μειωμένα κέρδη ή και ζημιές. Γιατί; Επειδή οι επιχειρήσεις και τα λαϊκά νοικοκυριά δεν δανείζονται, ενώ οι ίδιες καταθέτουν τα κεφάλαιά τους στις κεντρικές τράπεζες με αρνητικά επιτόκια, δηλαδή πληρώνουν «φύλακτρα», άρα ζημιώνονται. Επίσης, και όταν δανείζουν, το επιτόκιο είναι τόσο χαμηλό που αφήνει ελάχιστο κέρδος.
Σύμφωνα με άρθρο του «Ρόιτερς» (Απρίλης 2016), οι κεντρικοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν το εξής πρόβλημα: Τη στιγμή που προσφέρουν πολύ και φτηνό χρήμα κι ενώ επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια, επιχειρήσεις και τράπεζες των ανεπτυγμένων οικονομιών γυρίζουν την πλάτη τους στο δανεισμό. Είναι πλέον περιορισμένη η αύξηση των δανείων. Ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις αποταμιεύουν ρευστό, τα νοικοκυριά δε δανείζονται ενώ η επιβολή από την Τράπεζα της Ιαπωνίας αρνητικών επιτοκίων δεν έχει κατορθώσει να τονώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Οσο κι αν αυξάνεται παγκοσμίως η προσφορά ρευστότητας, η ζήτηση για ρευστότητα παραμένει υποτονική.
Αυτός είναι δείκτης που αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει αντικειμενικά δυνατότητα επενδύσεων για διευρυμένη αναπαραγωγή. Είναι και ο πλέον ενδεικτικός παράγοντας ότι δεν υπάρχουν προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, ενώ τεκμηριώνει και την επιβράδυνση.
Με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ, η Ευρωζώνη είναι στη χειρότερη θέση, με θετικό ΑΕΠ 1,5%, μετά την Ιαπωνία με 0,5%. Ακολουθούν οι ΗΠΑ με 2,4%. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη έχει η Ινδία με 7,5% και ακολουθεί η επιβραδυνόμενη Κίνα με 6,5%, αν και η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα αυξήθηκε κατά 6,8% το Μάρτη του 2016 συγκριτικά με το 2015, αλλά και το Γενάρη - Φλεβάρη που είχε αύξηση 5,4% (τα στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας).
Η προοπτική
Με όλα τα παραπάνω αναφέραμε ορισμένους από τους πιο ενδεικτικούς παράγοντες που δείχνουν το φαύλο κύκλο της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν και επιδρούν ταυτόχρονα αφενός στην αδύναμη ανάπτυξη, σε μια πορεία αμφίβολης οριστικής εξόδου από την οικονομική κρίση, αλλά και σε πιθανό πισωγύρισμα σε κρίση.
Σ' αυτό το πλαίσιο είναι ενταγμένη και η οικονομία της Ελλάδας, το 2% της οικονομίας της ΕΕ. Η κυβέρνηση υπόσχεται ανάκαμψη, αλλά δε «φαίνεται φως». Αυτό επιδρά και στις δυσκολίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και στην κυβερνητική αστάθεια, που επανήλθε στο προσκήνιο, μέσα από τις διαπραγματεύσεις για την «αξιολόγηση». Η εργατική τάξη μαζί με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, αναπτύσσοντας τους αγώνες τους για την ικανοποίηση των αναγκών τους, κόντρα στις επιδιώξεις του κεφαλαίου, της ΕΕ, της εξουσίας τους, μπορούν να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στους αστούς. Είναι μονόδρομος στον αγώνα για την οριστική ανατροπή τους, για την εργατική - λαϊκή εξουσία, για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων ώστε να ανοίξει ο δρόμος της ευημερίας των λαϊκών στρωμάτων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις