ΓΑΛΛΙΑ: Οι δήθεν "αριστερές" διαφωνίες εξίσου ενάντια στις λαϊκές ανάγκες

Πίσω από την "κριτική" στην κυβέρνηση Ολάντ κρύβονται οι δυσκολίες διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης

Από τη συζήτηση περί παροχής ψήφου εμπιστοσύνης 
στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μ. Βαλς στα μέσα 
Σεπτέμβρη, όπου εκδηλώθηκαν οι αποχές 
"σοσιαλιστών" βουλευτών
Οι μειωμένες ψήφοι εμπιστοσύνης που έλαβε η νέα γαλλική κυβέρνηση (306 έναντι 264) και οι αυξημένες απουσίες βουλευτών του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) έδωσαν νέα τροφή στη συζήτηση για την εμπιστοσύνη που χάνει ο Φρανσουά Ολάντ και την (και εσωκομματική) κριτική που αυξάνεται από φωνές που υποτίθεται ότι έχουν πιο φιλολαϊκές προτάσεις.
Οι 32 αποχές σοσιαλιστών όχι μόνο δεν ήταν τυχαίες, αλλά συνδέονται με μια ακόμα μεγαλύτερη ομάδα βουλευτών του PS, η οποία τους τελευταίους μήνες στεγάζεται κάτω από σχήματα με διάφορους τίτλους, μεταξύ των οποίων «η Εκκληση των 100» ή η «Ζήτω η Αριστερά» (που συγκροτήθηκε μετά την αποπομπή των τριών πρώην υπουργών (Αρνό Μοντεμπούργκ, Μπενουά Αμόν, Ορελί Φιλιπετί) που εμφανίστηκαν να αντιδρούν στις «πολιτικές λιτότητας».
Με εκκλήσεις του τύπου «να επιστρέψουμε στις υποσχέσεις του 2012» (όταν το PS κέρδισε τις προεδρικές εκλογές) τα σχήματα αυτά προβάλλουν προτάσεις που όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στα λαϊκά στρώματα, αλλά και τα καλούν να στρατευτούν με συγκεκριμένες μερίδες επιχειρήσεων.

Πρώτα όσοι πιέζονται από τη "διεθνή ανταγωνιστικότητα"

Ενδεικτικό του αν οι «διαφωνούντες» με την πολιτική της κυβέρνησης Ολάντ διαφωνούν συνολικά με τη στρατηγική που τσακίζει τα λαϊκά - εργατικά δικαιώματα είναι η «πλατφόρμα» που κατέθεσε η «Εκκληση των 100» στην κυβέρνηση στις 9 Ιούνη. Μεταξύ άλλων, στο κείμενο αναφέρεται ότι «το ευρώ είναι πολύ ακριβό και η τροχιά μείωσης των ελλειμμάτων πολύ βίαιη». Σημειώνεται ότι χρειάζεται «ευρωπαϊκό σχέδιο επενδύσεων στους στρατηγικούς τομείς» που «θα ξανάδιναν στην Ευρώπη τον προληπτικό ρόλο που στερείται». Οι συντάκτες του κειμένου διαφωνούν - υποτίθεται - με τις παροχές ύψους 41 δισ. ευρώ που η κυβέρνηση θέλει να προσφέρει στους μεγαλοεργοδότες, «γκρινιάζοντας» γιατί μόνο τα 12 δισ. «πάνε σε κλάδους που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό».
Το πρόβλημά τους είναι δηλαδή σε ποιες μερίδες των επιχειρηματιών κατευθύνονται τα κυβερνητικά «πακέτα». Είναι φανερή η αγωνία τους για τα τμήματα του γαλλικού κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται σε εξαγωγικές δραστηριότητες και ζημιώνονται από το «ακριβό νόμισμα».
Η αγωνία αυτή εκφράζεται καθώς τα τελευταία χρόνια η Γαλλία έχει «πέσει» στην παγκόσμια κατάταξη εξαγωγών σε προϊόντα που μέχρι πρότινος είχε τη δεύτερη ή και την πρώτη θέση (π.χ. γαλακτοκομικά, κτηνοτροφικά ή αγροτικά προϊόντα) τη στιγμή που η Γερμανία κερδίζει πόντους. Δεν είναι τυχαίο ότι με βάση τη στήριξη ειδικά των Γάλλων εξαγωγέων ενισχύονται θέσεις και δυνάμεις όπως το «Εθνικό Μέτωπο», στο πλαίσιο των ευρύτερων προσπαθειών της γαλλικής πλουτοκρατίας να βρει τρόπους αναβάθμισης της θέσης της στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά και άλλες φυσικά.
Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το σημείο που οι «100» προτείνουν «οι μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών να γίνουν όπως αυτές θα συμφωνούνται σε συμφωνία κατά επιχείρηση και κλάδο», προσφέροντας έτσι στους επιχειρηματίες ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας και τακτικών κινήσεων.

"Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας"

Επιβεβαιώνοντας ότι πρόβλημά τους είναι όχι το αν θα στηριχτούν οι επιχειρήσεις, αλλά το ποιες θα είναι αυτές που θα πρωτοστηριχθούν, οι «100» δηλώνουν χωρίς περιστροφές: «Η Γαλλία έχει ανάγκη ενός αληθινού συμφώνου ανταγωνιστικότητας που θα επικεντρώνει τη δημόσια στήριξη στις επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα, στον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού, την κατάρτιση των ανθρώπων και θα βοηθά τους επιχειρηματίες που έχουν ήδη σχέδια και όχι εκείνους που έχουν διαθέσεις».
Ειδική μνεία γίνεται στην ανάγκη να ενισχυθούν οι «δημόσιες επενδύσεις», εκτιμώντας ότι η απευθείας παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού θα επιταχύνει πιο γρήγορα το μηχανισμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ζητούν «έναν ετήσιο φάκελο 5 δισ. ευρώ δημόσιων τοπικών επενδύσεων», μέσα από το οποίο «οι επιχειρήσεις θα προσκαλούνταν να «συγχρηματοδοτούν σχέδια στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στην κατασκευή κατοικιών, επενδύσεις συνδεδεμένες με την αειφόρο ανάπτυξη». Οχι μόνο θεωρούν δεδομένο ότι η στέγαση και τα μέσα μεταφοράς πρέπει να παραμείνουν χρυσοφόρο πεδίο δράσης για τις επιχειρήσεις, αλλά νέτα - σκέτα καλούν σε καλύτερη οργάνωση του πώς η Τοπική Διοίκηση θα υπηρετεί τα σχέδια των επενδυτών, αναλαμβάνοντας και η ίδια ρόλο επενδυτή, με τα λεφτά που μαζεύει από το φορολογικό άρμεγμα των εργαζομένων.
Οι «100» υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις τους απευθύνονται στον καθένα, εργαζόμενους, επιχειρηματίες, υπεύθυνους για τη χάραξη της πολιτικής» τσουβαλιάζοντας την εργατική τάξη με όσους την ξεζουμίζουν και το πολιτικό τους προσωπικό. Σημειώνουν όλο νόημα ότι βρισκόμαστε «σε μια καθοριστική στιγμή για την ελπίδα που γεννήθηκε το 2012» και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις σχετικά με τα πρότυπά τους, παινεύουν και την κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία που (κατά τη γνώμη τους) πέτυχε «ανάφλεξη της κατανάλωσης» και ενίσχυση της «αγοραστικής δύναμης». Ακόμα κι αυτό είναι χαρακτηριστικό τού γιατί θέλουν «στήριξη των νοικοκυριών» (όπως αναφέρουν σε ορισμένα σημεία ώστε να στηρίξουν το φιλολαϊκό προφίλ τους): για να αναθερμανθεί η «κίνηση στην αγορά», να βρουν οι επιχειρήσεις πελάτες.
Επικρίνοντας την κυβέρνηση για άτολμη υπεράσπιση των γαλλικών μονοπωλίων έναντι των ανταγωνιστών τους, οι υπογράφοντες σημείωναν ότι «είναι επιτακτική ανάγκη να εκφραστεί μια καθαρή και αποφασιστική οπτική για τη Γαλλία και το ρόλο της στην Ευρώπη». Επαναλαμβάνουν δηλαδή ό,τι λένε και πολλές άλλες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, στο πλαίσιο της «κόντρας» μεταξύ των υποστηρικτών της «επεκτατικής» και «περιοριστικής» οικονομικής πολιτικής. Πρόκειται για μια «κόντρα» σχετικά με τους τρόπους που συγκεντρώνεται «ζεστό χρήμα» για να δοθεί στα μονοπώλια, μέσω «λιτότητας» που αυξάνει τα φορολογικά έσοδα ή μέσω επιδοτήσεων που προϋποθέτουν πιο «χαλαρή» δημοσιονομική πολιτική. «Κόντρα» όχι μόνο ξένη αλλά και επικίνδυνη, καθαρά εχθρική για κάθε εργαζόμενο λαό.

Οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων "αναμορφώνονται"

Αν και προς το παρόν τα μέλη τέτοιων «κινήσεων» δηλώνουν ότι δεν επιδιώκουν την ίδρυση νέου κόμματος, είναι καθαρό ότι η διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι σε πλήρη εξέλιξη και στη Γαλλία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κλιμακώνεται και η επίθεση που δέχεται ο Φρανσουά Ολάντ (ακόμα και η έκδοση βιβλίου από την πρώην σύντροφό του Βαλερί Τριερβελέρ δεν πρέπει να θεωρείται άσχετη), αλλά και ανακοινώθηκε ήδη η «επιστροφή» του Νικολά Σαρκοζί που επισημοποίησε την υποψηφιότητά του για την ηγεσία του κεντροδεξιού «UMP» ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017.
Η «ρευστότητα» στο πολιτικό σκηνικό μοιάζει πολύ με την κατάσταση και στη δική μας χώρα, τις «κόντρες» στο ΠΑΣΟΚ, την πρόσφατη αποχώρηση ομάδας στελεχών από τη ΔΗΜΑΡ, τα σχέδια «αναγέννησης» της Κεντροδεξιάς κ.τ.λ., εξελίξεις όλες ενταγμένες στο πλαίσιο των προσπαθειών του κεφαλαίου να βρει διέξοδο από την κρίση προς όφελός του και φυσικά να διασφαλίσει την εξουσία του.
Οι ίδιες οι δυσκολίες που συναντά η αστική τάξη στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και την επανεκκίνηση του διευρυμένου κύκλου αναπαραγωγής του κεφαλαίου δημιουργούν στο εσωτερικό κάθε αστικής τάξης διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά και ανοιχτές διαφωνίες ως προς τις διεθνείς συμμαχίες, τον προσανατολισμό των επενδύσεων, το μείγμα πολιτικής που κάθε φορά την ωφελεί περισσότερο, στο πλαίσιο και της «κόντρας» μεταξύ των τμημάτων της για το ποιο θα υπερισχύσει έναντι των υπολοίπων.
Επιπλέον, είναι φανερό ότι η γαλλική αστική τάξη δεν έχει ενιαία θέση ως προς το μείγμα διαχείρισης, τις διεθνείς συμμαχίες, αλλά ακόμα δεν έχει καταλήξει ποιες επιλογές θα ενισχύσουν τη θέση της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από τη μια μεριά ο Ολάντ επέλεξε να διώξει από την κυβέρνηση στελέχη που καταδίκασαν την «αυστηρή λιτότητα», την ίδια όμως στιγμή η κυβέρνησή του ανακοίνωσε ότι χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να «προσαρμοστεί» το δημόσιο έλλειμμα στα επίπεδα που θέτει η ΕΕ, ζητά συνολικά «χαλάρωση» των ρυθμών δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ δε λείπουν και οι φορές που μέχρι και ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς υψώνει τους τόνους ενάντια σε «όσους στηρίζουν τη λιτότητα».
Ενα σύνθετο «κουβάρι» ανταγωνισμών και διεργασιών περιπλέκεται διαρκώς, η ίδια η καπιταλιστική κρίση μεγαλώνει την επιθετικότητα των μονοπωλίων που νιώθουν ότι απειλούνται και χωρίς κανένα δισταγμό επεξεργάζονται ασταμάτητα σχέδια κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις